Πέρασαν τα stress tests οι ευρωπαϊκές τράπεζες

Ανθεκτικές εμφανίζονται οι 48 ευρωπαϊκές τράπεζες που συμμετείχαν στα stress tests που διεξήγαγαν η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (EBA) και η ΕΚΤ.

Όλες οι τράπεζες «πέρασαν» στο ακραίο σενάριο το κεφαλαικό όριο του 5,5% με το βασικό δείκτη Core Tear 1 (CET1) να διαμορφώνεται στο 10,1%. Αναλυτικά η έκθεση εδώ.

Οι τράπεζες

με τη χειρότερη επίδοση ήταν: η Barclays με κεφαλαιακό δείκτη 6,37%, η Banco BPM 6,67% και η Lloyds 6,8%. Στο 9,34% ο CET1 της UniCredit για το 2020, στο 8,14% η Deutsche bank.

Υπενθυμίζεται ότι οι ελληνικές τράπεζες δε συμμετείχαν στα πανευρωπαϊκά stress tests, καθώς είχαν προηγηθεί τα ελληνικά stress tests το Μάιο.

To νέο στοιχείο το οποίο εξετάσθηκε στα τρέχοντα stress tests ήταν η «επίπτωση» που θα έχει στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών η εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων IFRS 9.

Οι τράπεζες που συμμετείχαν σε ένα ακραίο σενάριο βάσει του οποίου το ΑΕΠ της Ευρώπης θα έχει συνολική αποδυνάμωση 2,7% την επόμενη τριετία, η ανεργία θα φθάσει στο 9,7% έως το 2020, ο μέσος πληθωρισμός θα διαμορφωθεί στο 1,7%, ενώ η συνολική πτώση τις τιμές εμπορικών ακινήτων και κατοικιών θα υποχωρήσει την τριετία κατά 20% και 19,1% αντίστοιχα.

H ΕBA ανέφερε ότι το δυσμενές σενάριο προέβλεπε ένα πλήγμα στον κεφαλαιακό δείκτη των 48 τραπεζών κατά 395 μονάδες βάσης, περισσότερο από ότι η αντίστοιχη άσκηση του 2016.

«Το αποτέλεσμα του stress test δείχνει ότι οι προσπάθειες των τραπεζών να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους βάση τα τελευταία χρόνια έχουν στηρίξει ακόμα περισσότερο την αντοχή τους και την ικανότητα τους να αντέχουν στα σοβαρά σοκ και τις σημαντικές κεφαλαιακές επιπτώσεις της άσκησης του 2018» σημειώνεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε η τραπεζική αρχή.

Βάσει της έρευνας της ΕΒΑ η εφαρμογή των νέων λογιστικών προτύπων IFRS 9 οδηγήσει σε μείωση κατά 20 μονάδες βάσης του δείκτη CET 1 όταν αυτά εφαρμοστούν πλήρως ενώ στη μεταβατική περίοδο μέχρι την πλήρη εφαρμογή τους η αρνητική επίδραση είναι στις δέκα μονάδες βάσης.

Στο τέλος του 2020, στο αρνητικό σενάριο, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου CET1 των τραπεζών είναι 10,1% (10,3% στη μεταβατική περίοδο).

Ο συνολικός αντίκτυπος οφείλεται σε μείωση κεφαλαίου ύψους 226 δισ. ευρώ και σε αύξηση του συνολικού ΑΕΠ ύψους 1,049 δισ. ευρώ.
Άλλοι ειδικοί παράγοντες κίνδυνου κινδύνου που συμβάλλουν στη συνολική επίπτωση του δείκτη κεφαλαίου CET1:

Οι απώλειες πιστωτικού κινδύνου ύψους 358 δισ. ευρώ συμβάλλουν κατά -425 μονάδες βάσης.Oι απώλειες λειτουργικού κινδύνου ύψους 82 δισ. ευρώ συμβάλλουν κατά -100 μονάδες βάσης.Οι απώλειες κινδύνου λόγω των αγορών ανέρχονται σε 94 δισ. ευρώ και συμβάλλουν κατά -110 μονάδες βάσης.

Ο τελικός δείκτης κεφαλαίου CET1 επηρεάζεται επίσης από τη σωρευτική μείωση των κύριων πηγών εσόδων των τραπεζών έναντι του αρνητικού σεναρίου σε σύγκριση με το σημείο εκκίνησης.

EKT: Η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της ΕΑΤ δείχνει ότι οι τράπεζες της ζώνης του ευρώ είναι ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικές διαταραχές

Οι 33 τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ είναι πλέον ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικές διαταραχές.Τα μέσα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας των τραπεζών είναι υψηλότερα, παρά τη μεγαλύτερη μείωση κεφαλαίου σύμφωνα με ένα αυστηρότερο δυσμενές σενάριο σε σχέση με την άσκηση του 2016.Ο μέσος τελικός δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 (CET1) διαμορφώθηκε στο 9,9%, από 8,8% το 2016.Υπό το δυσμενές σενάριο, ο μέσος δείκτης CET1 μειώθηκε κατά 3,8 ποσοστιαίες μονάδες, από 3,3 ποσοστιαίες μονάδες το 2016.Οι τράπεζες παρουσιάζουν σημαντική συσσώρευση κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας, παράλληλα με προσπάθειες για την αντιμετώπιση των προβληματικών στοιχείων ενεργητικού που έχουν κληροδοτηθεί από το παρελθόν.

Τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ, η οποία συντονίστηκε από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ), δείχνουν ότι τα τελευταία δύο έτη οι 33 μεγαλύτερες τράπεζες υπό την άμεση εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) έχουν γίνει ανθεκτικότερες σε χρηματοπιστωτικές διαταραχές.

Παρά την εφαρμογή ενός αυστηρότερου δυσμενούς σεναρίου συγκριτικά με την άσκηση του 2016, ο μέσος δείκτης CET1 και των 33 τραπεζών έπειτα από τριετή περίοδο ακραίων καταστάσεων διαμορφώθηκε υψηλότερα στο 9,9%, από 8,8% πριν από δυο έτη.

Συνολικά, η άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ κάλυψε 48 τράπεζες, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 70% του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ. Οι 33 συμμετέχουσες τράπεζες υπό την εποπτεία της ΕΚΤ αντιστοιχούν στο 70% του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα της ζώνης του ευρώ. Η ΕΑΤ δημοσίευσε σήμερα τα αποτελέσματα της άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων στον δικτυακό της τόπο.

Λόγω των προσπαθειών τους να αντιμετωπίσουν τα προβληματικά στοιχεία ενεργητικού που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν σε συνδυασμό με τη συστηματική συσσώρευση κεφαλαίου τα τελευταία έτη, η μέση κεφαλαιακή βάση των 33 τραπεζών κατά την έναρξη της άσκησης ήταν πολύ πιο ισχυρή, με τον δείκτη CET1 να διαμορφώνεται στο 13,7%, από 12,2% το 2016. Ο δείκτης CET1 αποτελεί βασικό μέτρο υπολογισμού της οικονομικής ευρωστίας μιας τράπεζας.

«Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι οι τράπεζες που συμμετείχαν στην άσκηση είναι ανθεκτικότερες σε μακροοικονομικές διαταραχές από ό,τι πριν δυο έτη. Επίσης, χάρη στην εποπτεία μας, οι τράπεζες έχουν συσσωρεύσει σημαντικά περισσότερο κεφάλαιο, ενώ παράλληλα μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και, μεταξύ άλλων, βελτίωσαν τους εσωτερικούς ελέγχους και τη διακυβέρνηση κινδύνου,» δήλωσε η Danièle Nouy, πρόεδρος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ.

«Σε ό,τι αφορά τις μελλοντικές εξελίξεις, η άσκηση μάς βοηθά να δούμε σε τι είναι περισσότερο ευάλωτες οι μεμονωμένες τράπεζες και σε ποιες περιπτώσεις ομάδες τραπεζών παρουσιάζουν μεγαλύτερη ευαισθησία σε ορισμένους κινδύνους.»

Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο, η μέση μείωση κεφαλαίου για τις 33 τράπεζες που περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ ήταν 3,8 ποσοστιαίες μονάδες, από 3,3 ποσοστιαίες μονάδες στην άσκηση του 2016.

Το σενάριο, το οποίο αναπτύχθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) σε συνεργασία με την ΕΚΤ και την ΕΑΤ, κάλυψε περίοδο τριών ετών και επικεντρώθηκε στην ανατιμολόγηση των ασφαλίστρων κινδύνου παγκοσμίως, στις αρνητικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ χαμηλής ανάπτυξης και χαμηλής κερδοφορίας των τραπεζών και στις ανησυχίες σχετικά με τη βιωσιμότητα του ιδιωτικού και του δημόσιου χρέους. Οι κίνδυνοι αυτοί χαρακτηρίστηκαν από το ΕΣΣΚ στο τέλος του προηγούμενου έτους ως οι πλέον σημαντικοί για τις ευρωπαϊκές οικονομίες.

Το σενάριο δεν λαμβάνει υπόψη τις πιο πρόσφατες εξελίξεις. Με βάση την υπόθεση για συρρίκνωση του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) της ζώνης του ευρώ κατά 2,4% και για πτώση των τιμών των ακινήτων και των μετοχών κατά 17% και 31% αντίστοιχα, η διαταραχή που εφαρμόζει το σενάριο είναι σοβαρότερη από τη διαταραχή που εφαρμόστηκε στο σενάριο της άσκησης του 2016, κατά μέσο όρο σε όλα τα κράτη μέλη.

Η μεγαλύτερη μείωση κεφαλαίου δεν αντικατοπτρίζει μόνο ένα αυστηρότερο μακροοικονομικό σενάριο, αλλά και την εισαγωγή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9.

Σύμφωνα με το νέο αυτό λογιστικό πρότυπο, οι τράπεζες, τουλάχιστον αυτές που δεν επωφελήθηκαν από μια περίοδο σταδιακής εφαρμογής, πρέπει να σχηματίζουν προβλέψεις για αναμενόμενες ζημίες από απομειωμένα δάνεια νωρίτερα στον πιστωτικό κύκλο. Ο αντίκτυπος του σεναρίου ήταν επίσης μεγαλύτερος λόγω των αλλαγών στη μεθοδολογία της άσκησης. Θετική εξέλιξη συνιστά το γεγονός ότι, έχοντας μειώσει τον όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι τράπεζες επωφελήθηκαν από βελτιώσεις στην ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού.

Ωστόσο, το συνολικό υψηλό επίπεδο ανθεκτικότητας που επιτεύχθηκε από το τραπεζικό σύστημα της ζώνης του ευρώ δεν πρέπει να υποκρύπτει το γεγονός ότι οι προκλήσεις παραμένουν και το έργο όσον αφορά τα επιχειρηματικά μοντέλα και τα υφιστάμενα ζητήματα πρέπει να συνεχιστεί. Η ΕΚΤ θα παρακολουθεί προσεκτικά τις εξελίξεις σε αυτούς τους τομείς.

Παράλληλα με την άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων της ΕΑΤ σε επίπεδο ΕΕ, η ΕΚΤ διενήργησε τη δική της άσκηση στις τράπεζες που βρίσκονται υπό την άμεση εποπτεία της, αλλά δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα της ΕΑΤ.

Νωρίτερα το 2018, η ΕΚΤ υπέβαλε επίσης σε άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων τις τέσσερις ελληνικές τράπεζες στις οποίες ασκεί άμεση εποπτεία.

Ενώ ακολούθησε την ίδια μεθοδολογία και προσέγγιση με την άσκηση της ΕΑΤ σε επίπεδο ΕΕ, εφάρμοσε συντομευμένο χρονοδιάγραμμα προκειμένου η άσκηση να ολοκληρωθεί πριν από τη λήξη του τρίτου προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για τη στήριξη της Ελλάδος.
Όπως και στο παρελθόν, η άσκηση δεν θέτει θέμα επιτυχίας ή αποτυχίας των τραπεζών.

Ωστόσο, βοηθά τον επόπτη να καθορίσει το κεφάλαιο του Πυλώνα 2 στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process - SREP). Οι επόπτες ζητούν από τις τράπεζες να συσσωρεύσουν κεφάλαιο του Πυλώνα 2 ως προληπτικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας επιπλέον του ελάχιστου κεφαλαίου που απαιτούν οι νομοθετικές διατάξεις.

Ο Πυλώνας 2 προσαρμόζεται στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τράπεζας, όπως το επιχειρηματικό μοντέλο, η δομή διακυβέρνησης ή το πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων. Η ΕΚΤ καταρτίζει επί του παρόντος τις αποφάσεις SREP για το 2018 οι οποίες αφορούν τις τράπεζες υπό την εποπτεία της.

Προς διευκόλυνση της σύγκρισης, όλοι οι δείκτες κεφαλαίου CET1 που αναφέρονται στο παρόν αντικατοπτρίζουν συνθήκες «πλήρους επίτευξης», σύμφωνα με τις οποίες όλες οι τράπεζες πληρούν ήδη όλες τις κανονιστικές κεφαλαιακές απαιτήσεις που υπόκεινται σε μεταβατικές ρυθμίσεις.

Keywords
Τυχαία Θέματα