Οι μετρήσεις και οι επιθυμίες

Την επομένη της δημοσίευσης της τελευταίας δημοσκόπησης της Marc στο «Πρώτο Θέμα», ένας αρθρογράφος σφόδρα φιλοκυβερνητικού μέσου, από εκείνους που έχουν διαρκώς σηκωμένη τη ρομφαία της… δεοντολογίας για να την καταφέρουν στην κεφαλή όσων δεν ευθυγραμμίζονται με τις κυβερνητικές νόρμες, μας εγκάλεσε για ένα από τα ευρήματα της έρευνας που αφορούσε το ποσοστό -72%- εκείνων που δεν πιστεύουν στις εξαγγελίες Τσίπρα στη ΔΕΘ.

«Δεν νομίζετε ότι υπάρχει ένα προβληματάκι

με τις ημερομηνίες;», αναρωτιόταν ο… πονηρός θιασώτης της δημοσιογραφικής δεοντολογίας. «Η εφημερίδα, όπως και όλα τα κυριακάτικα φύλλα, κυκλοφόρησε Σάββατο απόγευμα 8 Σεπτεμβρίου, η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε από τις 3 μέχρι τις 6 Σεπτεμβρίου, οι εξαγγελίες Τσίπρα έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου (Σάββατο βράδυ)», εξηγούσε στομφωδώς στους αναγνώστες του εντύπου του.

Και, επειδή νόμιζε ότι «είχε πιάσει λαβράκι» δεν σταματούσε εκεί. Πεπεισμένος προφανώς ότι είχε κάνει τη μεγάλη… δημοσιογραφική αποκάλυψη συνέχιζε ακάθεκτος: «Πότε τα είπαν οι ερευνητές με τους πολίτες, πότε επεξεργάστηκαν τα ευρήματα, πότε κατέληξαν σε συμπεράσματα, ένας Θεός ξέρει»…

Τι είχε, όμως, συμβεί στην πραγματικότητα; Το πιθανότερο είναι ότι ο αναλυτής δεν είχε διαβάσει καν την εφημερίδα σε βάρος της οποίας άφηνε τον βαρύτατο υπαινιγμό. Διότι αν όντως είχε διαβάσει το κυριακάτικο «Πρώτο Θέμα» θα είχε δει τη διατύπωση του ερωτήματος που ήταν σε χρόνο μέλλοντα και είχε επί λέξει ως εξής: «Ο πρωθυπουργός θα εμφανιστεί στη ΔΕΘ για τις καθιερωμένες εξαγγελίες. Πιστεύετε ότι θα εφαρμοστούν οι κυβερνητικές εξαγγελίες ή όχι;».

Είχαν ρωτηθεί δηλαδή οι πολίτες εκ των προτέρων αν ήταν έτοιμοι να πιστέψουν τα όσα θα έλεγε τις επόμενες ημέρες ο πρωθυπουργός στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και είχε καταγραφεί με σαφήνεια το υψηλό ποσοστό των πολιτών που έχουν κλείσει τα αυτιά τους στον Αλέξη Τσίπρα –ενδεχομένως και σε άλλους πολιτικούς, αλλά σε αυτή τη φάση με τον συγκεκριμένο που έχει… διαπρέψει κατά το παρελθόν με το διαβόητο «Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης»- προεξοφλώντας ότι τα όσα θα πει δεν πρόκειται να εφαρμοστούν.

Ένας άλλος αρθρογράφος προερχόμενος από την ίδια… «δημοσιογραφική σχολή» στην οποία έχουν… διδαχθεί ότι μας επιτρέπεται να κάνουμε σχόλια χωρίς να έχουμε υπόψη μας τα δεδομένα που σχολιάζουμε, ήταν ακόμη πιο… προχωρημένος. Από το βράδυ του Σαββάτου και με βάση το εξώφυλλο της εφημερίδας που είχε δει αναρτημένο στο Διαδίκτυο, μάς εγκαλούσε για «παραπλανητικούς τίτλους».

Κατά την αντίληψη του, η είδηση που προέκυπτε από τη δημοσκόπηση δεν ήταν ότι η επίδοση της Νέας Δημοκρατίας και το προβάδισμα των 10,9 εκατοστιαίων μονάδων που είχε από τον ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται σε κοινοβουλευτική αυτοδυναμία 156 εδρών. Κατά τον ισχυρισμό του, η είδηση ήταν στον υπότιτλο που είχε το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας μας και ανέφερε ότι «Ο Τσίπρας μαζεύει τη διαφορά».

Γι΄ αυτό, λοιπόν, εμείς δεν έπρεπε να πούμε στους αναγνώστες μας ότι «Ο Μητσοτάκης πάει για αυτοδυναμία». Αλλά είμασταν υποχρεωμένοι να περιοριστούμε στην καταγραφή του γεγονότος ότι η δύναμη του κυβερνώντος ΣΥΡΙΖΑ ήταν ανεβασμένη κατά 2,9%, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα της ίδιας εταιρίας. Με άλλα λόγια, το μείζον δεν ήταν ότι, παρά την άνοδο του κυβερνώντος κόμματος, η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε τροχιά αυτοδυναμίας, αλλά –γιατί αλήθεια;- το αντίθετο.
Ο ίδιος, αλλά και άλλοι αναλυτές προσπαθούν να βρουν έρεισμα που να στηρίζει την επιχειρηματολογία τους στη θεωρεία του «ταβανιού». Ισχυρίζονται ότι η υψηλή συσπείρωση της ΝΔ –που ξεπερνά το 80%- δεν της αφήνει περιθώρια για υψηλότερη επίδοση, ενώ αντιθέτως η χαμηλή συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ –μεταξύ 40 και 50%- μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα.

Παραλείπουν, ωστόσο δύο πολύ απλά πράγματα, που είναι τα εξής: Αφενός, ότι όλοι οι πολιτικές αλλαγές γίνονται όταν ο νικητής των εκλογών «σπάει το ταβάνι». Και, αφετέρου, ότι ένας στους τέσσερις ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ τον έχουν εγκαταλείψει οριστικά με αποτέλεσμα ακόμη και αν όλοι οι προηγούμενοι ψηφοφόροι του που τηρούν στάση αναμονής, ως αναποφάσιστοι ή ρέποντες προς την αποχή και το λευκό, επανακάμψουν, το παιχνίδι δεν αλλάζει.

Δεν είναι η πρώτη φορά που αρθρογράφοι επιχειρούν να κάνουν τις επιθυμίες τους πραγματικότητες. Είτε από λάθος εκτίμηση είτε από κακή πληροφόρηση. Είναι, ωστόσο, ίδιον των καιρών τους οποίους διάγουμε να συναντά κανείς τέτοια διαστρέβλωση της πραγματικότητας. ‘Ο,τι δεν βολεύει την εξουσία, υπονομεύεται και δαιμονοποιείται. Οι δημοσκόποι που όλα τα προηγούμενα χρόνια έκαναν έρευνες για φιλοκυβερνητικά μέσα, είναι πλέον… καταδικασμένοι σε ανεργία. Διότι, ως γνωστόν, όλα τα καθεστώτα όταν δεν αρέσκονται στα μηνύματα, σκοτώνουν τους αγγελιαφόρους.

Αναμφισβήτητα, οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής», σύμφωνα με το γνωστό στερεότυπο. Ωστόσο, είναι πολλές οι «στιγμές» που εδώ και δύο χρόνια, η μια μετά την άλλη, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που όση δαιμονολογία και αν επιστρατεύσουν τα φιλοκυβερνητικά τρολ δεν μπορούν να την αλλάξουν. Είναι η πραγματικότητα που θέλει για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, οπότε γίνονται μετρήσεις στη χώρα μας, να ισχύουν τα εξής τρία δεδομένα:

*Πρώτον, να προπορεύεται για πάνω από δύο χρόνια και με σαφές προβάδισμα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε όλες ανεξαιρέτως τις έρευνες –ακόμη και από εταιρίες «μαϊμούδες» που στήνουν εξαρτώμενα από την κυβέρνηση πρόσωπα.

*Δεύτερον, να έχει πάρει κεφάλι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να υπερέχει τόσο πολύ -38,4% έναντι 25%- από τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για το αξίωμα.

*Τρίτον, να αποτυπώνεται τέτοια θηριώδης διαφορά στη λεγόμενη «παράσταση νίκης», καθώς σχεδόν το 70% των πολιτών προεξοφλούν νίκη της ΝΔ, έναντι μόλις ενός ισχνού 14% που πιστεύει ότι μπορεί να επικρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ στην προσεχή εκλογική αναμέτρηση.

Αυτά, σε σχέση με τις μετρήσεις. Τα υπόλοιπα θα τα πουν οι κάλπες, που όσο είναι έτσι οι μετρήσεις, μάλλον θα καθυστερούν. Μήπως και οι επιθυμίες γίνουν πραγματικότητα...

Keywords
Τυχαία Θέματα