ΚΕΠΕ: Κυριαρχούν έως 56% οι ελαστικές μορφές απασχόλησης στην αγορά εργασίας

της Μαίρης Λαμπαδίτη

Αύξηση του αριθμού των απασχολούμενων στην ομάδα 45-64 ετών κατά περίπου τρεις εκατοστιαίες μονάδες την τελευταία τετραετία καταγράφει η μελέτη του ΚΕΠΕ η οποία αναγνωρίζει ότι η αγορά εργασίας βελτιώνεται οριακά. Ενθαρρυντικό είναι ότι η ανεργία των νέων σημείωσε κάμψη κατά 5% ενώ το ποσοστό της ανεργίας κατέγραψε τη μεγαλύτερη μείωση κατά 11% στην Κρήτη.

Οι υπηρεσίες, τουρισμός και εστίαση κρατούν τα σκήπτρα ενώ εντύπωση

προκαλεί πως αυξήθηκαν οι απασχολούμενη με τις καλλιέργειες, με έμφαση στις νέες και τις βιολογικές.

Οπως σημειώνεται δεν προκαλεί έκπληξη ότι η πλειονότητα των νέων θέσεων απασχόλησης στην τετραετία καλύφθηκε από άτομα της ηλικιακής ομάδας 45-64 ετών (74,1%), παρότι αποτελούσαν το 36,7% του εργατικού δυναμικού το 2014β ενώ μειώθηκε οριακά η απασχόληση στα άτομα άνω των 65 ετών.

Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι τα προσόντα που ζητά η αγορά εργασίας εντοπίζονται σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας και, επομένως, οι θέσεις απασχόλησης που παράγει η οικονομία είναι ανάλογου περιεχομένου. Επιπλέον αυτή η ένδειξη επιδεινώνει το φαινόμενο της φυγής των νέων με υψηλά προσόντα, το οποίο έχει πολλάκις επισημανθεί . Τα άτομα με χαμηλή εκπαίδευση έχουν σοβαρότερα προβλήματα στην εύρεση απασχόλησης σε σύγκριση με τα άτομα που έχουν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Ανησυχία προκαλεί και η διεύρυνση του χάσματος απασχόλησης των δύο φύλων σε βάρος των γυναικών.

Ο τριτογενής τομέας των υπηρεσιών πρωτοστατεί στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης. Κυρίαρχη θέση έχουν ο τουρισμός (∆ραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης), και το εμπόριο (Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών). Αναμενόμενα, η γεωγραφική κατανομή των νέων θέσεων απασχόλησης τον τελευταίο χρόνο ήταν πιο ισχυρή στις περιφέρειες που στηρίζονται σημαντικά στον τουρισμό, όπως είναι η Κρήτη, τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου και τα Ιόνια νησιά. Η ποιότητα των νέων θέσεων απασχόλησης βελτιώθηκε οριακά. Οι νέες θέσεις ευέλικτης απασχόλησης μειώθηκαν αναλογικά σε ετήσια βάση, όμως αυτοί που δηλώνουν ότι η μερική απασχόληση είναι λύση ανάγκης συνεχίζουν να αποτελούν μεγάλο μερίδιο των μερικώς απασχολουμένων.

Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι, αν και σε χαμηλό επίπεδο ακόμη, οι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης ενισχύονται, ενώ και οι μετατροπές συμβάσεων εργασίας σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης περιορίζονται με αργούς ρυθμούς. Επιπλέον, τον τελευταίο χρόνο καταγράφεται ισχυρή μείωση του αριθμού των υποαπασχολούμενων. Η ανεργία διαμορφώθηκε στο 19% το δεύτερο τρίμηνο του 2018, όμως το ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η διαφορά ανεργίας μεταξύ ανδρών-γυναικών εί Το δεύτερο τρίμηνο του 2018 δημιουργήθηκαν περίπου 137 χιλ. καθαρές νέες θέσεις απασχόλησης. Ομολογουμένως, ένα μεγάλο μέρος από αυτές οφείλεται στην εποχική διακύμανση της οικονομικής δραστηριότητας, π.χ. λόγω αύξησης των τουριστικών ροών. Ωστόσο, η αύξηση είναι μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της περιόδου το 2017, στοιχείο που συνηγορεί στην άποψη ότι η κατάσταση της αγοράς εργασίας βελτιώνεται σταθερά. Σε αντιδιαστολή, η αύξηση σε ετήσια βάση , η οποία είναι μεν απαλλαγμένη από την εποχικότητα, αλλά όχι τον οικονομικό κύκλο, είναι μικρότερη το 2018 σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι οι απασχολούμενοι αυξήθηκαν κατά περίπου 69 χιλ. το 2018β, 88,8 χιλ. το 2017β, 77,1 χιλ. το 2016β και 86,4 χιλ. το 2015β σε ετήσια βάση. Αν και ο αριθμός των απασχολουμένων στην ελληνική οικονομία αυξήθηκε για 16ο συνεχόμενο τρίμηνο σε ετήσια βάση, η κάμψη στον αριθμό δημιουργίας νέων θέσεων απασχόλησης οφείλει να προβληματίσει.

Ο τομέας που πρωτοστατεί στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι οι υπηρεσίες, στις οποίες δημιουργήθηκαν περίπου 270 χιλ. νέες θέσεις, αύξηση που αντιστοιχεί στο 10,7% των υπαρχουσών θέσεων απασχόλησης. Κυρίαρχη θέση έχουν ο τουρισμός (∆ραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης), όπου δημιουργήθηκε το ένα τέταρτο των θέσεων απασχόλησης (περίπου 81 χιλ.), καθώς και το εμπόριο (Χονδρικό και λιανικό εμπόριο, επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών), όπου δημιουργήθηκε το ένα πέμπτο των νέων θέσεων (περίπου 66 χιλ.). Ακολουθεί ο δευτερογενής τομέας, ο οποίος συνεισέφερε περίπου 55 χιλ. νέες θέσεις (το 10,3% των υπαρχουσών). Τέσσερις στις δέκα των συνολικών νέων θέσεων απασχόλησης δημιουργήθηκαν στη Μεταποίηση, ήτοι περίπου 13 χιλ.

Τον τελευταίο χρόνο πρωταγωνιστούν οι ίδιοι τομείς και κλάδοι, με τη διαφορά ότι τα ισοζύγια των κλάδων είναι στην πλειονότητά τους θετικά. Εντύπωση προκαλεί η μεγάλη αύξηση των θέσεων απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, έναν τομέα που γενικά εμφανίζει φθίνουσα απασχόληση. ∆εν αποκλείεται να πρόκειται για τη συνεισφορά νέων δραστηριοτήτων, όπως βιολογικά προϊόντα, ωστόσο με τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση. Συγκεκριμένα ισχυρή αύξηση νέων θέσεων τον τελευταίο χρόνο εμφάνισαν οι κλάδοι ∆ραστηριότητες ανθρώπινης υγείας και κοινωνικής μέριμνας (19,5 χιλ.) και ο κλάδος Γεωργία, δασοκομία και αλιεία (15,5 χιλ.), Σε αντιδιαστολή, οι θέσεις απασχόλησης συνεχίζουν να μειώνονται σε συγκεκριμένους κλάδους, όπως είναι ο κλάδος Μεταφορά και αποθήκευση (5,7 χιλ.), ο κλάδος Χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές δραστηριότητες (8,4 χιλ.) και ο κλάδος ∆ραστηριότητες νοικοκυριών ως εργοδοτών (6,8 χιλ.).

Η αύξηση της απασχόλησης το τελευταίο έτος ήταν πιο ισχυρή στις περιφέρειες που στηρίζονται σημαντικά στον τουρισμό, όπως προκύπτει από τη μεγάλη επίδραση της εποχικής διακύμανσης της απασχόλησης που εμφανίζουν. Συγκεκριμένα, η Κρήτη, τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου και τα Ιόνια νησιά εμφάνισαν ετήσια αύξηση της απασχόλησης από 4% έως 5,5%. Στο κάτω άκρο βρέθηκε και η Ήπειρος (4%), η οποία όμως στηρίζεται πολύ λιγότερο στις τουριστικές ροές σε σύγκριση με τις άλλες τρεις. Επιπλέον, οι τρεις αυτές περιφέρειες έχουν παραδοσιακά από τα υψηλότερα ποσοστά απασχόλησης, κοντά στο 50%. Η εποχική επίδραση στην απασχόληση μοιάζει εκρηκτική στα Ιόνια νησιά, όπου αγγίζει το 30%, ακολουθούν τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου με αύξηση περίπου 19% και η Κρήτη με αύξηση των απασχολουμένων κατά περίπου 14%. Από την έναρξη της ανάκαμψης του αριθμού των απασχολουμένων το 2014, πάνω από τις μισές περιφέρειες εμφανίζουν διψήφια αύξηση των απασχολουμένων. Περιέργως, στις τρεις περιφέρειες με την ισχυρότερη αύξηση περιλαμβάνεται, εκτός της Κρήτης (17,7%) και των Ιόνιων νησιών (15,1%), και η Κεντρική Μακεδονία (15,3%)

Αύξηση παρατηρείται στον αριθμό των κατόχων διδακτορικού. Ωστόσο η μελέτη αφήνει αιχμές ότι η υπερεκπαιδευμένοι δεν απορροφώνται εύκολα από την αγορά εργασίας .

Ειδικότερα, τη μέγιστη αύξηση εμφάνισαν οι κάτοχοι διδακτορικού ή/και μεταπτυχιακού τίτλου, τόσο σε επίπεδο τετραετίας (περίπου 40%), όσο και τον τελευταίο χρόνο (17%). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση ότι και σε επίπεδο τριμήνου, δηλαδή το 2018β έναντι του 2018α, είναι η ίδια ομάδα που εμφανίζει τη μέγιστη αύξηση (5,5%). Αν αυτή η αύξηση καλύπτει ανάγκες της αγοράς εργασίας ή πρόκειται για το φαινόμενο της υπερ-εκπαίδευσης3 είναι ένα ερώτημα που ξεφεύγει από τα όρια αυτού του άρθρου, ωστόσο είναι μια πιθανότητα που δύσκολα μπορεί να απορριφθεί. Πάντως, αξίζει να σημειωθεί ότι παρόμοια ισχυρές αυξήσεις εμφάνισε το αντίστοιχο εργατικό δυναμικό, πιθανόν σε μια προσπάθεια να βελτιωθούν οι προοπτικές απασχόλησης. Ισχυρή αύξηση εμφανίζουν και οι κάτοχοι πτυχίου τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης σε επίπεδο τετραετίας (22%) και έτους (6,5%), μετά από τους κατόχους διδακτορικού ή/και μεταπτυχιακού τίτλου. Όπως σημειώθηκε σε προηγούμενα τεύχη των Οικονομικών Εξελίξεων οι απόφοιτοι πανεπιστημίου δεν έχουν αντίστοιχες επιδόσεις, καθώς μέχρι και οι απασχολούμενοι κάτοχοι απολυτηρίου μέσης εκπαίδευσης αυξήθηκαν ταχύτερα.

Κυριαρχούν έως 56% οι ελαστικές μορφές απασχόλησης

Οι ελαστικές μορφές απασχόλησης κυριαρχούν ωστόσο διαφαίνεται μικρή αύξηση και των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Συγκεκριμένα , το δεύτερο τρίμηνο του 2018 το 90,6% των θέσεων απασχόλησης είναι πλήρους απασχόλησης. Σε ετήσια βάση, οι θέσεις μερικής απασχόλησης μειώθηκαν ελαφρώς ως μερίδιο του συνόλου, καθώς εμφάνισαν μείωση κατά 3,4% έναντι αύξησης 2,4% των θέσεων πλήρους απασχόλησης. Παρά το γεγονός ότι η εποχική αύξηση της απασχόλησης (2018α-2018β) αφορούσε και θέσεις μερικής απασχόλησης, η αύξηση υπολειπόταν σημαντικά της αντίστοιχης των θέσεων πλήρους απασχόλησης (1,4% έναντι 3,8%).

Η ετήσια αρνητική μεταβολή των θέσεων μερικής απασχόλησης, ενώ αυξάνονται οι θέσεις πλήρους απασχόλησης, εντοπίζεται τα δύο τελευταία τρίμηνα του 2015 και τα πρώτα δύο τρίμηνα του 2018. ∆εν είναι απίθανο η τάση να αντιστραφεί, όπως συνέβη και το 2015, ωστόσο οφείλει να επισημανθεί η αισιοδοξία που δημιουργούν τα στοιχεία, η οποία όμως δεν εντείνεται όταν λάβει κανείς υπόψη ότι αυξήθηκε το μερίδιο αυτών που δηλώνουν ότι απασχολούνται μερικώς, επειδή δεν μπορούν να βρουν πλήρη απασχόληση. Αυτοί αποτελούν το 68,2% των μερικώς απασχολουμένων το 2018β, ενώ αποτελούσαν το 67,2% το 2017β και το 65,7% το 2014β. Με βάση τις εκθέσεις του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», το πρώτο εξάμηνο του έτους πραγματοποιήθηκαν 1.359.805 προσλήψεις, από τις οποίες ποσοστό που κυμαίνεται από 44% έως 56% μηνιαίως είναι προσλήψεις που αφορούν ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ήτοι μερική και εκ περιτροπής εργασία. Με εξαίρεση τον Απρίλιο, το υπόλοιπο εξάμηνο οι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης μετά βίας φτάνουν το 50% του συνόλου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι το πρώτο εξάμηνο του έτους καταγράφεται σταδιακή αποκλιμάκωση των προσλήψεων σε θέσεις ευέλικτων μορφών απασχόλησης και ισχνή ενίσχυση των προσλήψεων πλήρους απασχόλησης σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη.

Εντούτοις, το πρώτο εξάμηνο του 2018 μετατράπηκαν 22.757 συμβάσεις πλήρους απασχόλησης σε συμβάσεις ευέλικτης απασχόλησης (περίπου 64% σε μερικής, 24% σε εκ περιτροπής και 12% σε εκ περιτροπής χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του απασχολούμενου). Σε σύγκριση με το αντίστοιχο πρώτο εξάμηνο του 2017 διαπιστώνεται μείωση των μετατροπών μετά από διαδοχικές ετήσιες αυξήσεις τα περασμένα έτη. Επιπλέον, από τις συμβάσεις που μετατράπηκαν αυξήθηκε πιο γρήγορα το μερίδιο των μετατροπών σε συμβάσεις μερικής απασχόλησης και μειώθηκε το μερίδιο των μετατροπών χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του εργαζόμενου. Αν και είναι νωρίς για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, τα στοιχεία δημιουργούν μια αισιοδοξία ότι εικόνα αλλάζει, έστω και αργά.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και την Έρευνα Εργατικού ∆υναμικού, στη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας, η αύξηση των απασχολουμένων συνοδεύτηκε από αύξηση αυτών που υποαπασχολούνται (των μερικώς απασχολουμένων που θα ήθελαν να εργαστούν περισσότερες ώρες συμπεριλαμβανομένων). Η αύξηση την περίοδο 2014β-2018β έφτασε τις 17 χιλ. περίπου και αφορά στη συντριπτική πλειονότητα γυναίκες (σχεδόν 82%). Επιπλέον, η υποαπασχόληση αφορά την ηλικιακή ομάδα 25-29 και την ομάδα 45-64. Το παρήγορο είναι ότι τον τελευταίο χρόνο καταγράφεται ισχυρή μείωση του αριθμού των υποαπασχολούμενων κατά περίπου 11 χιλ. άτομα, η οποία αφορά πρωτίστως τις γυναίκες (66%), αφού αυτές υποφέρουν περισσότερο, και τα άτομα 45-64 ετών. Η εποχική διακύμανση της απασχόλησης (2018α-2018β) ευνοεί την αύξηση της υποαπασχόλησης, προφανώς λόγω του τύπου των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, και τα άτομα ηλικίας 25-29 ετών και 30-44 ετών, ενώ άξια λόγου μείωση της υποαπασχόλησης καταγράφεται στα άτομα ηλικίας 45-64 ετών.

Ανεργία

Η αύξηση της απασχόλησης συνοδεύτηκε από τη μείωση της ανεργίας, η οποία το δεύτερο τρίμηνο του έτους σημείωσε πτώση κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες, τόσο σε ετήσια, όσο και σε τριμηνιαία βάση και διαμορφώθηκε στο 19%. Οι γυναίκες συνεχίζουν να έχουν υψηλότερη ανεργία από τους άνδρες (23,7% έναντι 15,2%), όμως το ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι η διαφορά μεταξύ τους διευρύνθηκε σε 8,5 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το δεύτερο τρίμηνο του 2017. Σημειώνεται ότι πρόκειται για μία από τις ευρύτερες διαφορές από την έναρξη της κρίσης.

Μια πρόσφορη ερμηνεία είναι ότι η κρίση προκάλεσε την είσοδο γυναικών με μειωμένα προσόντα στην αγορά εργασίας, οι οποίες προ κρίσης δεν συμμετείχαν, και, επομένως, είχαν λιγότερες πιθανότητες να βρουν απασχόληση. Ωστόσο, ως ποσοστό του εργατικού δυναμικού, η θέση των γυναικών δεν έχει αλλάξει και συνεχίζουν να αποτελούν περίπου το 44% του εργατικού δυναμικού. Μια άλλη ερμηνεία είναι ότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται είναι σε τομείς που παραδοσιακά απασχολούν άνδρες. Αυτή η υπόθεση είναι λιγότερο εύκολο να απορριφθεί χωρίς τη χρήση λεπτομερέστερων δεδομένων που θα καταδείξουν τη σύνθεση ως προς το φύλο των απασχολουμένων στους διάφορους κλάδους και πώς αυτή μεταβλήθηκε.

Η ανεργία για τους νέους 15-24 ετών, αντίστοιχα, μειώθηκε σε 38,8%, πέντε ολόκληρες εκατοστιαίες μονάδες κάτω σε σύγκριση με το 2017 και 5,6 εκατοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2018. Το δεύτερο οφείλεται στην εποχική διακύμανση, η οποία φαίνεται να ευνοεί τους νέους, όμως το πρώτο οφείλεται στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Η αποκλιμάκωση λόγω βελτίωσης των οικονομικών συνθηκών είναι ταχύτερη για τους νέους, όπως αντικατοπτρίζεται στη συρρίκνωση του χάσματος ανεργίας μεταξύ των ατόμων 15-24 και 25+ από 24 σε περίπου 21 εκατοστιαίες μονάδες. Η διαχρονική βελτίωση της θέσης των νέων σε όρους ανεργίας αντανακλάται εν μέρει και στη μείωση του μεριδίου των νέων στους ανέργους (10,6% το 2018β), τόσο σε σύγκριση με το 2014β (12,4%) όσο και σε σύγκριση με το 2017β (11,6%). Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο της εκπαίδευσης, τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό ανεργίας.

Το δεύτερο τρίμηνο του 2018 η εικόνα αυτή δεν αλλάζει. Οι κάτοχοι διδακτορικού ή/και μεταπτυχιακού τίτλου έχουν ποσοστό ανεργίας 9,4%, οι απόφοιτοι πανεπιστημίου 14,1% και οι κάτοχοι πτυχίου τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης 19,8%, πολύ κοντά με τους αποφοίτους λυκείου. Ωστόσο, την τελευταία τετραετία το ποσοστό ανεργίας εμφανίζει μεγαλύτερη αποκλιμάκωση για τους απόφοιτους γυμνασίου (10,3 εκατοστιαίες μονάδες), ακολουθούν οι απόφοιτοι λυκείου και οι κάτοχοι πτυχίου ανώτερης τεχνικής επαγγελματικής εκπαίδευσης (7,7 εκατοστιαίες μονάδες). Τον τελευταίο χρόνο η εικόνα της τελευταίας ομάδας έχει βελτιωθεί περισσότερο από τις υπόλοιπες (2,5 εκατοστιαίες μονάδες).

Η εποχική διακύμανση, από την άλλη πλευρά, ευνοεί περισσότερο τις ίδιες ομάδες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε βάθος χρόνου. Όπως και στην περίπτωση της απασχόλησης, εποχική διακύμανση, από την άλλη πλευρά, ευνοεί περισσότερο τις ίδιες ομάδες που έχουν καλύτερες επιδόσεις σε βάθος χρόνου. Όπως και στην περίπτωση της απασχόλησης, έτσι και στην περίπτωση της ανεργίας, η υπηκοότητα έχει μεγάλη σημασία. Ενώ στην αρχή της κρίσης οι αλλοδαποί είχαν καλύτερες προοπτικές απασχόλησης από τους Έλληνες και ποσοστό ανεργίας μία εκατοστιαία μονάδα χαμηλότερο, στην κορύφωση της κρίσης το 2014β, το ποσοστό ανεργίας για τους αλλοδαπούς ήταν πέντε εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερο από τους ημεδαπούς (30,3% έναντι 25,1%).

Το δεύτερο τρίμηνο του 2018, ενώ το ποσοστό ανεργίας αποκλιμακώθηκε και για τις δύο ομάδες, η διαφορά τους διευρύνθηκε σε περίπου επτά εκατοστιαίες μονάδες (18,6% οι Έλληνες υπήκοοι έναντι 25,4% οι αλλοδαποί). Οι προοπτικές απασχόλησης δεν είναι ίδιες σε όλη τη χώρα. Το δεύτερο τρίμηνο του έτους η ανεργία κυμάνθηκε από 11,5% στην Κρήτη έως 27,1% στη ∆υτική Μακεδονία. Η Αττική βρίσκεται περίπου στον μέσο όρο της χώρας, ενώ η Κεντρική Μακεδονία (της Θεσσαλονίκης συμπεριλαμβανομένης) βρίσκεται περίπου δύο εκατοστιαίες μονάδες πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Η μεγαλύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας τον τελευταίο χρόνο καταγράφεται στις περιφέρειες της Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης και την Ήπειρο (4,3 εκατοστιαίες μονάδες). Ακολουθούν η Κρήτη (4 εκατοστιαίες μονάδες) και η ∆υτική Ελλάδα (3,1 εκατοστιαίες μονάδες).

Πολύ καλή εξέλιξη φαίνεται ότι έχει η ανεργία στην Κρήτη, όπου την τελευταία τετραετία μειώθηκε κατά περίπου 11 εκατοστιαίες μονάδες. Πολύ μεγάλη εποχικότητα εμφανίζεται στα Ιόνια νησιά, λόγω των τουριστικών ροών, το Νότιο Αιγαίο και την Κρήτη, όπου το ποσοστό ανεργίας έπεσε το δεύτερο τρίμηνο κατά 12,7, 9,6 και 8,4 εκατοστιαίες μονάδες, αντίστοιχα. ∆εδομένου ότι η Κρήτη, όπως και τα Ιόνια νησιά σε μικρότερο βαθμό, φαίνεται να εμφανίζουν μεγαλύτερη ικανότητα συγκράτησης των εποχικών διακυμάνσεων της ανεργίας, θα ήταν ενδιαφέρον να εξεταστούν τα κανάλια μέσω των οποίων οι εποχικές επιδράσεις διαχέονται στο σύνολο της τοπικής οικονομίας.

Το φαινόμενο που πολλάκις έχει επισημανθεί και πρέπει να ανησυχήσει τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικών απασχόλησης είναι η μακροχρόνια ανεργία, διότι μπορεί να μετατρέψει την κυκλική ανεργία σε διαρθρωτική, προκαλώντας την απαξίωση των γνώσεων και δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού και, κατά συνέπεια, να απαιτήσει πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες επανένταξης στην αγορά εργασίας των ανέργων (∆ιάγραμμα 3.1.4). Παρά τη μείωση της ανεργίας και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης τα τελευταία τέσσερα χρόνια, τρεις στους τέσσερις είναι μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή παραμένουν άνεργοι πάνω από δώδεκα μήνες. Αν και η ποσοστιαία μείωση του αριθμού των μακροχρόνια ανέργων σε επίπεδο τετραετίας είναι οριακά μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύνολο των ανέργων, ήτοι 31,4% έναντι 29,2%, ο ρυθμός μείωσης κρίνεται πολύ χαμηλός και πρέπει να γίνουν παρεμβάσεις, προκειμένου να αυξηθεί.

Η ανάκαμψη της απασχόλησης αφορά κυρίως Έλληνες υπηκόους. Η δυσκολία εύρεσης απασχόλησης που εντοπίζεται μεταξύ των αλλοδαπών πιθανόν προκαλεί τη μείωση του πληθυσμού.

Keywords
Τυχαία Θέματα