Η... τραγωδία ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών

Του Στέλιου Μορφίδη

Μόλις 5,7 δισ ευρώ θα μπορούσαν να ανακτηθούν απ' τα συνολικά 45,4 δισ ευρώ που διοχέτευσε το ελληνικό Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ στις τράπεζες, εκτιμά το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο στην έκθεση του για τα τρία προγράμματα προσαρμογής στη χώρα μας. Και αυτό, όπως σημειώνει η σχετική έκθεση, σε βάθος χρόνου από πιθανή αύξηση της τιμής των μετοχών των συστημικών τραπεζών. Τα υπόλοιπα απλά θα «παραμείνουν μέρος του δημόσιου

χρέους της Ελλάδας», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.

Στην έκθεση, που αφορά όλο το πλέγμα των παρεμβάσεων που έχουν γίνει στα τρία προγράμματα προσαρμογής, τηρείται επικριτική στάση στο θέμα των χειρισμών που έγιναν και της αποτελεσματικότητας των ανακεφαλαιοποιήσεων απ' το 2013 έως σήμερα καθώς επίσης στην εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών και του ΤΧΣ αλλά και την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Από την άλλη αναγνωρίζει ότι η θέση των ελληνικών τραπεζών σήμερα έχει σταθεροποιηθεί και βελτιωθεί.

Ακολουθεί το κομμάτι της έκθεσης για το τραπεζικό σύστημα:

Μεταρρυθμίσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα

Η διασφάλιση της εγχώριας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας ήταν ένας από τους κύριους πυλώνες των ελληνικών προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, τα προγράμματα περιελάμβαναν όρους για την ενίσχυση της ευρωστίας και της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίοι προέβλεπαν την αύξηση των κεφαλαίων των τραπεζών, τη διατήρηση επαρκούς ρευστότητας, την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και τη βελτίωση της διακυβέρνησης και της εποπτείας. Η ανάλυσή μας επικεντρώθηκε στα μέτρα που ελήφθησαν για την αναδιάρθρωση και την ανακεφαλαιοποίηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και τις 58 μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν τη διακυβέρνηση και την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού, ειδικότερα δε τα ΜΕΔ.

Παρά τη χαμηλή ζήτηση δανείων κατά την περίοδο των προγραμμάτων, όλα τα προγράμματα προέβλεπαν πολύ περιορισμένο αριθμό μεταρρυθμίσεων στον χρηματοπιστωτικό τομέα για την άμεση αντιμετώπιση του προβλήματος του περιορισμού των χορηγήσεων στην Ελλάδα, από άποψη είτε παροχής είτε κόστους των τραπεζικών πιστώσεων. Οι περιορισμοί στη διαθεσιμότητα πιστώσεων υπονόμευσαν τις προσπάθειες αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι εγχώριες ΜΜΕ αντιμετώπισαν σημαντικές δυσκολίες πρόσβασης σε χρηματοδότηση.

Σχεδιασμός των όρων

Η ανάλυση της Επιτροπής δεν αιτιολογούσε πάντοτε επαρκώς τους κινδύνους ορισμένων επιλογών πολιτικής. Παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών του 2013, η Επιτροπή εξέτασε αρκετές εναλλακτικές δυνατότητες για την προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών. Καθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προτάσεις των ελληνικών αρχών περιείχαν υπερβολικά δελεαστικά κίνητρα για τους ιδιώτες επενδυτές, επέλεξε τελικά την έκδοση δικαιωμάτων αγοράς μετοχών (warrants). Ωστόσο, στην ανάλυση δεν εντοπίζονταν κατά τρόπο διεξοδικό ορισμένοι από τους κινδύνους των εν λόγω τίτλων, π.χ. ο πιθανός αντίκτυπός τους στις τιμές των μετοχών των τραπεζών

Αναδιάρθρωση και ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου

α) Εκτιμήσεις κεφαλαιακών αναγκών

Οι εκτιμήσεις των κεφαλαιακών αναγκών που προβλέπονταν στα δύο πρώτα προγράμματα δεν βασίζονταν πάντοτε σε αρκούντως συντηρητικές παραδοχές. Παραδείγματος χάριν, ακόμη και το δυσοίωνο σενάριο για την αύξηση του ΑΕγχΠ, που είχε διατυπωθεί τον Ιανουάριο του 2011, ήταν θετικότερο από τις πραγματικές οικονομικές επιδόσεις κατά 4,6 εκατοστιαίες μονάδες, 7,8 εκατοστιαίες μονάδες και 4,7 εκατοστιαίες μονάδες για τα έτη 2011, 2012 και 2013, αντίστοιχα. Επιπλέον, το ύψος των εναπομενόντων κεφαλαίων του δεύτερου προγράμματος (περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ) επηρέασε εν μέρει την ανάλυση που πραγματοποίησε η Επιτροπή με αντικείμενο την επακόλουθη εκτίμηση των κεφαλαιακών αναγκών, την οποία διενήργησε η ΤτΕ στις αρχές του 2014.

β) Αξιολόγηση της βιωσιμότητας

Όρος του δεύτερου προγράμματος προέβλεπε ότι η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) έπρεπε να αξιολογήσει ποιες από τις 15 εγχώριες τράπεζες ήταν βιώσιμες και, επομένως, επιλέξιμες για ανακεφαλαιοποίηση με τη χρήση κεφαλαίων του προγράμματος. Οι υπόλοιπες επρόκειτο να εξυγιανθούν, εκτός εάν υπήρχε δυνατότητα άντλησης ιδιωτικών κεφαλαίων. Το πρόγραμμα δεν απαιτούσε από την ΤτΕ να διασφαλίσει ότι η διαδικασία θα ήταν αρκούντως διαφανής. Παραδείγματος χάριν, οι τράπεζες δεν είχαν πρόσβαση στην αξιολόγηση που τις αφορούσε, ούτε στους υποκείμενους υπολογισμούς.

γ) Ανακεφαλαιοποιήσεις τραπεζών το 2014 και το 2015

Οι όροι του δεύτερου και του τρίτου προγράμματος επέτρεπαν τη χρήση του ΤΧΣ μόνον ως ύστατη πηγή στήριξης των ανακεφαλαιοποιήσεων του 2014 και του 2015 ). Αυτό σήμαινε ότι το ΤΧΣ δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις ανακεφαλαιοποιήσεις των τραπεζών σε περίπτωση ενδιαφέροντος από ιδιώτες επενδυτές, προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η περαιτέρω χορήγηση δημόσιων κεφαλαίων. Επομένως, κατά τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης, ασκήθηκαν σημαντικές πιέσεις στις τιμές των μετοχών, με αποτέλεσμα τη σημαντική ποσοστιαία απομείωση της συμμετοχής του ΤΧΣ, το οποίο ήταν ήδη πλειοψηφικός μέτοχος των τραπεζών μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2013.

Ποιότητα στοιχείων ενεργητικού – Μη εξυπηρετούμενα δάνεια

Στην περίπτωση της διαχείρισης των ΜΕΔ, η δημιουργία εταιρείας κατοχής και διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων (asset management company, AMC) είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες λύσεις διεθνώς. Ωστόσο, η λύση αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε στα ελληνικά προγράμματα, λόγω χρηματοδοτικών περιορισμών και άλλων παραγόντων, όπως η διαφοροποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας, ζητήματα διακυβέρνησης και επιφυλάξεις σχετικά με τη νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων της ΕΕ. Ανεξάρτητα από τους δυνητικούς περιορισμούς, οι εκτιμήσεις της Επιτροπής σχετικά με τις χρηματοδοτικές ανάγκες μιας AMC δεν ήταν αρκετά συγκεκριμένες, ώστε να αξιολογείται διεξοδικά το κατά πόσον το μέτρο ήταν κατάλληλο για την ελληνική πραγματικότητα.

Στο πλαίσιο των δύο πρώτων προγραμμάτων δόθηκε έμφαση στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την παροχή ρευστότητας, αλλά δεν ακολούθησαν αποτελεσματικά μέτρα για τη διαχείριση των ΜΕΔ (π.χ. το πρώτο πρόγραμμα προέβλεπε μόνο δέσμευση για την αξιολόγηση της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας). Στο δεύτερο πρόγραμμα το πρόβλημα των ΜΕΔ επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστεί κυρίως μέσω της εσωτερικής διαχείρισής τους από τις τράπεζες, η οποία, αν και αναγκαία, αποδείχθηκε σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματική. Κατά την εφαρμογή του δεύτερου προγράμματος, δόθηκε μεγαλύτερη προτεραιότητα στην ικανότητα διαχείρισης των ΜΕΔ από τις τράπεζες, ωστόσο μόνο με το τρίτο πρόγραμμα θεσπίστηκαν απτές μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση των εσωτερικών διαδικασιών διαχείρισης.

Ως προς την αφερεγγυότητα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων στην Ελλάδα, οι όροι του πρώτου και του δεύτερου προγράμματος παρέμειναν γενικοί, και οι διάφορες νομοθετικές τροποποιήσεις που θεσπίστηκαν δεόντως για τον χειρισμό προβληματικών στοιχείων ενεργητικού ήταν, ως επί το πλείστον, περιορισμένης εμβέλειας και αναποτελεσματικές. Πολλές από αυτές ήταν αποσπασματικές και περιελάμβαναν ποικιλία πολιτικών προτεραιοτήτων που συνεπάγονταν συχνά αντικρουόμενους στόχους πολιτικής. Ενίοτε, αποφασίζονταν ακόμη και χωρίς κατάλληλη διαβούλευση με τους ενδιαφερομένους ούτε ανάλυση επιπτώσεων. Η πολυπλοκότητα του πλαισίου αφερεγγυότητας παρέτεινε μάλλον επ’ αόριστον το πρόβλημα των ΜΕΔ, αντί να συμβάλει στην αντιμετώπισή του με βάση ένα συνεκτικό, κεντρικό στρατηγικό πλαίσιο με σαφείς πολιτικές προτεραιότητες. Ο σχεδιασμός του πλαισίου δεν έλαβε επίσης υπόψη την περιορισμένη ικανότητα της δικαιοσύνης να χειριστεί αποτελεσματικά μεγάλο αριθμό υποθέσεων. Όλα αυτά τα προβλήματα πολυπλοκότητας και ικανότητας από κοινού προκάλεσαν καθυστερήσεις, με αποτέλεσμα η στρατηγική αθέτηση υποχρεώσεων και ο ηθικός κίνδυνος να διαδοθούν σε ολόκληρο το σύστημα.

Μόνο στο τρίτο πρόγραμμα περιελήφθη όρος που προέβλεπε τη δημιουργία ενεργού δευτερογενούς αγοράς για τη διαχείριση και πώληση ΜΕΔ. Ωστόσο, αρκετά βασικά εμπόδια δεν ήρθησαν ούτε από τον νόμο που ψηφίστηκε στα τέλη του 2015 ούτε από τις δύο περαιτέρω τροποποιήσεις του το 2016 (οι οποίες περιελάμβαναν και τα εξυπηρετούμενα δάνεια), και το νομικό πλαίσιο παρέμεινε γραφειοκρατικό.

Οι δραστηριότητες των υπό ειδική εκκαθάριση τραπεζών που χειρίζονταν κυρίως μη εξυπηρετούμενα δάνεια ήταν κατακερματισμένες για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα χαμηλή αποδοτικότητα όσον αφορά την είσπραξη των ΜΕΔ και υψηλά λειτουργικά έξοδα. Παραδείγματος χάριν, η λειτουργική ενοποίηση πράξεων (16 οντότητες σε μία) προβλεπόταν ως όρος μόνο στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος και υλοποιήθηκε περισσότερο από τρία χρόνια μετά την αρχική πρόταση εξωτερικών συμβούλων. Η διαδικασία εκκαθάρισης απορρόφησε 13,5 δισεκατομμύρια ευρώ από τους πόρους των προγραμμάτων που διατέθηκαν μέσω του ΤΧΣ ), καθώς και 1,7 δισεκατομμύρια ευρώ από το εθνικό Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων (ΤΕΚΕ).

Διακυβέρνηση

α) Διακυβέρνηση των τραπεζών

Μολονότι οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα απέκτησαν μεγαλύτερη σημασία κατά τη διάρκεια του πρώτου προγράμματος, το ίδιο το πρόγραμμα δεν προέβλεπε όρους για τη βελτίωση της διακυβέρνησης των τραπεζών. Ωστόσο, προβλήματα διακυβέρνησης (π.χ. δανεισμός συνδεδεμένων μερών με όρους ευνοϊκότερους από εκείνους της αγοράς) υπήρχαν πολύ πριν από την κρίση, καθώς η εταιρική διακυβέρνηση των ελληνικών τραπεζών κατά μέσο όρο υστερούσε εξαρχής σημαντικά έναντι εκείνης των ευρωπαϊκών.

Το δεύτερο πρόγραμμα προέβλεπε ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές («συστημικές») τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιούνταν κυρίως με κεφάλαια του προγράμματος μέσω του ΤΧΣ, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται επαρκής έλεγχος του ιδιωτικού τους μάνατζμεντ. Σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, οι ιδιοκτησιακές μεταβολές, που οδήγησαν το 2013 στη σχεδόν πλήρη εθνικοποίηση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αλλαγές στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση παρέμεινε στους ιστορικούς μετόχους και το ΤΧΣ δεν είχε δικαίωμα να την αξιολογήσει από άποψη πείρας, φήμης και ανεξαρτησίας. Όρος σχετικά με την αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών περιελήφθη μόλις στο τρίτο πρόγραμμα, με το ΤΧΣ να πρέπει να αξιολογήσει όλα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών Για τον σκοπό αυτό, και προκειμένου να αντιμετωπιστούν δυνητικές πολιτικές ή επιχειρηματικές παρεμβάσεις, το τρίτο πρόγραμμα περιέλαβε αυστηρότερα κριτήρια επιλογής όόσον αφορά τα προσόντα και την πείρα των μελών των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Ωστόσο, βάσει των σχετικών κριτηρίων, οι υποψήφιοι περιορίζονταν σε εκείνους που είχαν τραπεζική και χρηματοοικονομική πείρα· η απαίτηση αυτή δεν εναρμονιζόταν πλήρως με τις διεθνείς πρακτικές και τις απαιτήσεις της ΕΕ / του ΕΕΜ, οι οποίες προάγουν, κατ’ αρχήν, τη διαφοροποιημένη σύνθεση και τη συλλογική γνώση των διοικητικών συμβουλίων.

Εξάλλου, οι μεταρρυθμίσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα δεν επικεντρώθηκαν επαρκώς στη διακυβέρνηση και την εγχώρια εποπτεία των λιγότερο σημαντικών τραπεζών.

Σχεδόν έξι χρόνια μετά τη θέσπιση του πρώτου προγράμματος, επιτόπιος έλεγχος που διενεργήθηκε από την ΤτΕ και τον ΕΕΜ τον Μάρτιο του 2016 ανέδειξε στη μεγαλύτερη εξ αυτών τράπεζα σοβαρές εσωτερικές αδυναμίες όσον αφορά τη διακυβέρνηση, τη διαχείριση των κινδύνων και τις πρακτικές δανεισμού.

β) Διακυβέρνηση του ΤΧΣ

Στο πρώτο πρόγραμμα σχεδιάστηκε η αρχική δομή διακυβέρνησης του ΤΧΣ, η οποία, ωστόσο, δεν εξασφάλιζε αυξημένη ανεξαρτησία από τις αρχές. Παρά τον όρο που περιλαμβανόταν στο δεύτερο πρόγραμμα, βάσει του οποίου το ΤΧΣ έπρεπε να έχει διοικητική δομή δύο επιπέδων (απαρτιζόμενη από το Γενικό Συμβούλιο και την Εκτελεστική Επιτροπή), τα προβλήματα ανεξαρτησίας δεν επιλύθηκαν. Της αδυναμίας αυτής επελήφθη το τρίτο πρόγραμμα, με την έμφαση που δόθηκε για πρώτη φορά στη διαδικασία επιλογής των ανώτατων στελεχών του ΤΧΣ. Ωστόσο, οι λύσεις που προτείνονταν στο δεύτερο και το τρίτο πρόγραμμα δεν διασφάλιζαν επαρκώς την αποδοτική διάκριση αρμοδιοτήτων και εξουσιών μεταξύ των δύο οργάνων λήψης αποφάσεων. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων του ΤΧΣ ήγειρε επίσης σοβαρές ανησυχίες ως προς τη διαφάνειά της. Παραδείγματος χάριν, το 2013, το ΤΧΣ ενέκρινε την πώληση πλειοψηφικής συμμετοχής σε θυγατρική τράπεζας, παρότι η συναλλαγή δεν βασίστηκε σε ανταγωνιστική διαδικασία υποβολής προσφορών με περισσότερους συμμετέχοντες.

Οι όροι του προγράμματος είχαν ως αποτέλεσμα συχνές αλλαγές στην ανώτατη διοίκηση του ΤΧΣ (34 στελέχη την πρώτη εξαετία, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων προέδρων και τεσσάρων διευθυνόντων συμβούλων), πρακτική η οποία ενείχε κινδύνους ασυνέχειας στη γνώση του αντικειμένου και μειωμένης επιρροής στις τράπεζες στις οποίες το ΤΧΣ ήταν μέτοχος.

Προσδοκώμενα οικονομικά αποτελέσματα

Έως τον Δεκέμβριο του 2016, το ΤΧΣ είχε διοχετεύσει στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο 45,4 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι αναμενόμενες ζημίες ανέρχονταν σε 36,4 δισεκατομμύρια ευρώ . Συνολικά, μόνον ένα ελάχιστο μέρος των αναμενόμενων ζημιών θα μπορούσε δυνητικά να ανακτηθεί σε βάθος χρόνου από πιθανή αύξηση της τιμής των μετοχών των συστημικών τραπεζών, και τα περισσότερα κεφάλαια του προγράμματος για τις εγχώριες τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας.

Αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας

Ο βαθμός επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα εξαρτάται επίσης από παράγοντες εξωτερικούς προς τα προγράμματα. Ωστόσο, βάσει ενός συνόλου δεικτών, είναι δυνατή η αξιολόγηση των γενικών εξελίξεων στον τραπεζικό κλάδο καθ’ όλη τη διάρκεια των προγραμμάτων και, κατ’ επέκταση, η διαπίστωση του βαθμού επίτευξης των ευρέων στόχων τους. Οι βασικές πτυχές που εξετάζονται στην παρούσα ανάλυση είναι η φερεγγυότητα, ο πιστωτικός κίνδυνος και η ποιότητα ενεργητικού, η ρευστότητα και η κερδοφορία· οι συγκεκριμένοι δείκτες κατείχαν επίσης κεντρική θέση στους όρους των προγραμμάτων και τα σχέδια αναδιάρθρωσης των τραπεζών που ενέκρινε η Επιτροπή.

Φερεγγυότητα

Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών βελτιώθηκαν σημαντικά, ακολουθώντας τις διεθνείς τάσεις από την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης, εν πολλοίς λόγω της εκτενούς χρηματοδότησης στο πλαίσιο των προγραμμάτων (31,9 δισεκατομμύρια ευρώ) και της αναδιάρθρωσης του κλάδου. Επομένως, ο κύριος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας (κοινές μετοχές κατηγορίας 1) αυξήθηκε στο 17 % το 2016, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ΕΕ (14,2 %) και το προ της κρίσης επίπεδο. Ωστόσο, τα υψηλά επίπεδα των φορολογικών απαιτήσεων έναντι του ελληνικού Δημοσίου και των μη εξυπηρετούμενων δανείων εξακολούθησαν να προκαλούν ανησυχίες ως προς τη φερεγγυότητα των τραπεζών.

Πιστωτικός κίνδυνος και ποιότητα ενεργητικού

Κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων, οι δείκτες πιστοληπτικής ικανότητας των τεσσάρων μεγαλύτερων ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν σημαντικά, με υποβάθμιση σε καθεστώς αθέτησης (default) το 2015. Παρά την ολοκλήρωση της τρίτης ανακεφαλαιοποίησης η οποία ενίσχυσε την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, το 2016 η πιστοληπτική αξιολόγηση όλων των τραπεζών παρέμενε στη μη επενδυτική βαθμίδα.Όσον αφορά την ποιότητα του ενεργητικού, κατά την έναρξη της παγκόσμιας κρίσης το 2008, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ελληνικών τραπεζών αντιστοιχούσαν συνολικά στο 5,5 % του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων (7 % το 2009), ήτοι το ποσοστό τους ήταν σημαντικά υψηλότερο από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ. Λόγω της πρωτοφανούς οικονομικής ύφεσης, της επακόλουθης αύξησης της ανεργίας και της μη αντιμετώπισης των αθετήσεων υποχρεώσεων από στρατηγικούς κακοπληρωτές, τα ΜΕΔ αυξήθηκαν ραγδαία κατά τη διάρκεια εφαρμογής των προγραμμάτων. Το 2016, βάσει ενός ευρύτερου ορισμού, τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ήταν τα υψηλότερα στην ΕΕ (45,9 %) και εννέα φορές υψηλότερα από τον μέσο όρο της (5,1 %)

Ρευστότητα

Ήδη από το πρώτο πρόγραμμα, ζητήθηκε από τις ελληνικές τράπεζες να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον δανεισμό της κεντρικής τράπεζας (ήτοι το Ευρωσύστημα), καθώς η ρευστότητά τους βρισκόταν ήδη υπό πίεση. Υπό αυτές τις συνθήκες, το πρώτο πρόγραμμα δεν κατάφερε να μειώσει την εξάρτηση από τον δανεισμό της κεντρικής τράπεζας, κάτι που επετεύχθη στο πλαίσιο του δεύτερου και του τρίτου. Παρ’ όλα αυτά, το 2016 οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της περιορισμένης ρευστότητας, καθώς η εξάρτησή τους από τον δανεισμό της κεντρικής τράπεζας υπερέβαινε κατά πολύ το επίπεδο του 2009 , καίτοι χαμηλότερη σε σχέση με την κορύφωσή της στα μέσα του 2015 (150 δισεκατομμύρια ευρώ). Όσον αφορά τις συνήθεις πηγές ρευστότητας, το 2016 δεν υπήρχε καμία ένδειξη σταθερής επιστροφής των καταθέσεων (μειωμένες κατά σχεδόν το ήμισυ σε σύγκριση με το 2009, από 238 δισεκατομμύρια ευρώ σε 121 δισεκατομμύρια ευρώ) και η πρόσβαση των εγχώριων τραπεζών σε άλλες πηγές χρηματοδότησης εξακολουθούσε να είναι περιορισμένη.

Κερδοφορία

Με τις πολιτικές που θεσπίστηκαν από τα προγράμματα επιχειρήθηκε η βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών μέσω συγχωνεύσεων και εκ βάθρων αναδιαρθρώσεων. Μειώνοντας σημαντικά το προσωπικό και τα καταστήματά τους, οι εγχώριες τράπεζες βελτίωσαν σημαντικά τον δείκτη κόστους/εσόδων (51,9 %, σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 65,7 % στην ΕΕ το 2016) και τις λειτουργικές δαπάνες τους. Ωστόσο, σε ενοποιημένη βάση, εξακολούθησαν να καταγράφουν ζημίες στο μεγαλύτερο μέρος της ως άνω περιόδου και οι επιδόσεις τους ως προς μια σειρά δεικτών κερδοφορίας συνέχισαν να συγκαταλέγονται στις χειρότερες της ΕΕ.

Συνολικά, τα προγράμματα δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τη ραγδαία επιδείνωση των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών, πρωτίστως λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Ο διαμεσολαβητικός ρόλος των τραπεζών υπονομεύθηκε και η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας όχι μόνο περιορίστηκε αλλά κατέστη και ακριβότερη.

Keywords
Τυχαία Θέματα