Η δίκαιη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας

Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και ΟΟΣΑ συμφωνούν ότι οι κλασσικοί φορολογικοί νόμοι κανονισμοί πρέπει να προσαρμοσθούν με τρόπο τέτοιο που να αντιμετωπίσουν δίκαια και ισότιμα την ραγδαία αναπτυσσόμενη ψηφιακή οικονομία.

Τα ψηφιακά μέσα και ότι είναι γύρω από αυτά, εξελίσσονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Η ανάπτυξη αυτή αντικατοπτρίζεται στον πίνακα κατάταξης των επιχειρήσεων με την μεγαλύτερη αξία παγκοσμίως, όπου 9 από τις 20 κορυφαίες είναι ψηφιακές, ενώ πριν 10 χρόνια ήταν 1 στις 20.

Ο ΟΟΣΑ

έχει εκδώσει από το 2015 μια ενδιάμεση έκθεση, στο πλαίσιο της δέσμης μέτρων για αντιμετώπιση της παραποίησης του ύψους των κερδών των επιχειρήσεων (BESP), στην οποία γίνεται σημαντική ανάλυση των θεμάτων, με στόχο να εκδώσει το σχέδιο για την αντιμετώπιση του φαινομένου ως το 2020.

Η ΕΕ από την άλλη, δείχνει πως έχει μια άποψη περισσότερο προληπτική και φαίνεται πιο αποφασισμένη να στηρίξει τα προσωρινά μέτρα που εφαρμόζονται μέχρι να βρεθεί μια ολοκληρωμένη λύση.

Το ψηφιακό δίλημμα

Η πρόσφατη περίπτωση του Facebook που δίνει πρόσβαση των δεδομένων του στην Cambridge Analytica περιγράφει σχετικά καλά έναν από τους βασικούς τομείς της ψηφιακής οικονομίας που οι κυβερνήσεις παγκοσμίως θα επιδιώξουν να φορολογήσουν.

Μέχρι να έρθει το ζήτημα των δεδομένων στο προσκήνιο, οι περισσότεροι άνθρωποι απολάμβαναν δωρεάν κοινωνικά δίκτυα και, εκτός από την διαφήμιση, δεν αντιλαμβανόταν ότι αυτοί ή τα δεδομένα τους δημιούργησαν εμπορική αξία. Η προσέγγιση που επικρατεί είναι πως αφού δεν πληρώνεις για μια υπηρεσία, τότε στην πραγματικότητα είσαι η ίδια η υπηρεσία. Ουσιαστικά δηλαδή τα προσωπικά δεδομένα των ατόμων-χρηστών μια υπηρεσίας γίνονται ένα σοβαρό περιουσιακό στοιχείο πνευματικής ιδιοκτησίας, το οποίο μπορούν να χρησιμοποιήσουν απευθείας οι ψηφιακές επιχειρήσεις, (πχ το Facebook ) για τη δημιουργία εσόδων.

Με βάση την έκθεση του ΟΟΣΑ που προαναφέρθηκε, η αξία που δημιουργούν για τις ψηφιακές εταιρείες οι χρήστες των ψηφιακών μέσων κατατάσσεται σε τρεις κατηγορίες.

1. Δέσμευση χρήστη – «bookmarks», τα «likes», τα «comments» κλπ.
2. Δεδομένα χρήστη – δημογραφικά στοιχεία, κοινωνικό υπόβαθρο, εκπαίδευση, προφίλ αγορών, ιστορικό περιήγησης, και κοινωνικά δίκτυα.
3. Περιεχόμενο δημιουργούμενο από τον χρήστη – αυτό μπορεί για παράδειγμα να είναι η μεταφόρτωση βίντεο στο YouTube, η συμμετοχή σε άρθρα κλπ.

Το φορολογικό ζητούμενο

Καθώς όμως όλες αυτές οι ψηφιακές δράσεις κι αλληλεπιδράσεις μετατρέπονται σε πλούτο για τις μεγάλες παγκόσμιες επιχειρήσεις, τα κράτη θέλουν να εντοπίσουν πού δημιουργείται αυτή η αξία και να επιδιώξουν την φορολόγηση της.

Στην μέχρι σήμερα «παραδοσιακή οικονομία» έχουμε την έννοια της μόνιμης εγκατάστασης για να προσδιορίσουμε το τόπο που μια επιχείρηση παράγει κέρδος. Η έννοια και ο ορισμός του πότε υφίσταται περίπτωση Μόνιμης Εγκατάστασης είναι αρκετά σαφής. Στην ψηφιακή οικονομία όμως οι επιχειρήσεις - πάροχοι δεν έχουν ή δεν δημιουργούν κατ’ ανάγκη μόνιμες εγκαταστάσεις στις χώρες στις οποίες βρίσκονται οι χρήστες τους. Συχνά δε τα κέρδη τους καταλήγουν να φορολογούνται σε χώρες χαμηλής φορολογίας.

Η έκθεση του ΟΟΣΑ αποδέχεται ότι η ψηφιακή οικονομία είναι ένας σοβαρότατος επιταχυντής της παγκόσμιας ανάπτυξης. Επομένως υπάρχει ο κίνδυνος εάν επιβαρυνθεί με υπερβολικές απαιτήσεις υποβολής στοιχείων στις αρχές και υψηλή φορολογία, αυτό να αποτελέσει σημαντική τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη.

Αντίστοιχα η έκθεση της ΕΕ λέει συγκεκριμένα: «Η ψηφιοποίηση φέρνει αμέτρητα οφέλη και ευκαιρίες. Αλλά απαιτεί επίσης προσαρμογές στους παραδοσιακούς κανόνες και τα συστήματά μας. Το ποσό των κερδών που δεν φορολογούνται δεν είναι αποδεκτό. Πρέπει να αναπροσαρμόσουμε επειγόντως τους φορολογικούς μας κανόνες στις συνθήκες του 21ου αιώνα, θέτοντας σε εφαρμογή μια νέα ολοκληρωμένη λύση για το μέλλον.»

Ποια είναι η λύση;

Κανένας από τους ΟΟΣΑ και ΕΕ δεν προβλέπει μακροπρόθεσμη λύση στο ζήτημα.

Ο ΟΟΣΑ είναι πολύ επιφυλακτικός και δεν βλέπει θετικά την εφαρμογή μονομερών λύσεων από τα κράτη, κάτι που θα μπορούσε να βλάψει τον παγκόσμιο φορολογικό σχεδιασμό.

Η ΕΕ αντίθετα, δημοσίευσε δύο επίσημα σχέδια οδηγιών στο πλαίσιο της φορολογικής της ατζέντας.

Το πρώτο προτείνει αλλαγές στο καθεστώς μόνιμης εγκατάστασης όταν παρέχονται ψηφιακές υπηρεσίες. Αυτό βασίζεται στα έσοδα που παράγονται από χρήστες σε ένα κράτος, τον αριθμό των πραγματικών χρηστών και τον αριθμό των ηλεκτρονικών συμβάσεων για την παροχή ψηφιακών υπηρεσιών στους χρήστες σε αυτό το συγκεκριμένο κράτος. Προτείνεται δηλαδή μια μέθοδος διαχωρισμού των εσόδων για να υπολογιστούν αυτά που αναλογούν σε κάθε κράτος για την απόδοση φόρου επί των κερδών σε αυτό.

Η δεύτερη οδηγία προτείνει φόρο ψηφιακών υπηρεσιών με συντελεστή 3% επί των εσόδων που προέρχονται από τη διαφήμιση, τις διαθέσιμες στους χρήστες πλατφόρμες πολλαπλών χρήσεων και από την πώληση δεδομένων. Το μέτρο αυτό απευθύνεται σε μεγάλους ομίλους με έσοδα πάνω από €750εκ.

Τι ακολουθεί

Η ΕΚ υιοθετεί μια πιο ενεργητική στάση, όμως εντός της ΕΕ απαιτείται ομόφωνη συμφωνία για την εφαρμογή οποιωνδήποτε προτάσεων. Ο ΟΟΣΑ, αντίθετα, χρειάζεται μόνο συναίνεση για να επιφέρει αλλαγές.

Γενικά όμως η προσέγγιση θέλει πολύ προσοχή διότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος αποτυχίας εάν εφαρμοστούν μονομερή μέτρα, πηγαίνοντας από τη μη-φορολόγηση στη υπερ-φορολόγηση. Έτσι, είναι πολύ εύκολο να δούμε δύο χώρες να υπολογίζουν και να φορολογούν τα κέρδη με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Συμπερασματικά παρατηρούμε πως ΟΟΣΑ και ΕΕ, συμφωνούν πως η ψηφιακή οικονομία είναι το μέλλον και επιθυμία τους δεν είναι να δημιουργηθεί ένα ξεχωριστό σύνολο κανόνων για τη φορολόγηση των κερδών από τις ψηφιακές επιχειρήσεις, αλλά να ανανεωθεί το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο, συμπεριλαμβάνοντας και τις νέες μορφές οικονομίας ώστε τα κέρδη τους να φορολογούνται δίκαια και ισότιμα.

Ας περιμένουμε όμως και την νέα ενδιάμεση έκθεση του ΟΟΣΑ για το 2019.

*Ο Γιάννης Κλεώπας είναι Διευθύνων Σύμβουλος της Kleopas Alliott Business Consultants

Keywords
Τυχαία Θέματα