ΔΝΤ: To χρέος παραμένει μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο

Τα ξημερώματα της Παρασκευής 22 Ιουνίου στο European Convention Center του Λουξεμβούργου η γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ μετρούσε πολύ προσεκτικά τα λόγια της για το ελληνικό χρέος.

Του Αργύρη Παπαστάθη

Το κρίσιμο Eurogroup της 21ης Ιουνίου μόλις είχε τελειώσει με συμφωνία

για μια περιορισμένη ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Δίπλα της, στη συνέντευξη Τύπου, που άρχισε στις 2 τα χαράματα, ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί και ο πρόεδρος του Eurogroup Μάριο Σεντένο μιλούσαν για μια ιστορική μέρα, τόνιζαν ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές. Χωρίς να χαλάσει το κλίμα της βραδιάς η κυρία Λαγκάρντ κράτησε διακριτικές αποστάσεις από τις δηλώσεις των Ευρωπαίων αφήνοντας με τα λεγόμενά της να εννοηθεί ότι η απόφαση του Eurogroup δεν αλλάζει και πολλά ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους.

«Τα πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που ανακοινώθηκαν σήμερα θα μετριάσουν τους μεσοπρόθεσμους κινδύνους αναχρηματοδότησης της Ελλάδας και θα βελτιώσουν τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές χρέους της», είπε η κυρία Λαγκάρντ, για να προσθέσει κατόπιν: «Θα εξετάσουμε τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους κατά τη διάρκεια της επερχόμενης διαβούλευσης με την Ελλάδα για το άρθρο 4, η οποία αρχίζει την επόμενη εβδομάδα».

Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα, ή μάλλον άρχισαν, καθώς όλα δείχνουν ότι τα τεχνικά κλιμάκια του ΔΝΤ που πέρασαν αυτή την εβδομάδα από την Αθήνα βλέπουν ότι παρά την απόφαση της 21ης Ιουνίου το ελληνικό χρέος παραμένει μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο.

Το Ταμείο αναμένεται να δημοσιοποιήσει τη δική του Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους πριν από το τέλος Ιουλίου. «Δεν θέλει και πολλή σκέψη. Αν το ΔΝΤ πίστευε ότι η ελάφρυνση χρέους που προσέφεραν οι Ευρωπαίοι στην Ελλάδα ήταν αρκετή για να καταστήσει μακροπρόθεσμα βιώσιμο το ελληνικό χρέος, τότε το Ταμείο θα ενεργοποιούσε κανονικά το πρόγραμμά του», σημειώνει ανώτερος τραπεζικός παράγοντας που ενημερώθηκε για τις επαφές αυτής της εβδομάδας.

Στην κυβέρνηση έχουν πάρει το μήνυμα ότι το Ταμείο όχι μόνο δεν θα αναβάλει τη δημοσιοποίηση της έκθεσής του για το φθινόπωρο, όπως επιθυμούσε το υπουργείο Οικονομικών, αλλά και ότι θα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό χρέος είναι μακροπρόθεσμα μη βιώσιμο παρά την απόφαση της 21ης Ιουνίου στο Λουξεμβούργο. Αιτίες είναι η χαμηλή ανάπτυξη, το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και η ευκαιρία που χάθηκε στο Λουξεμβούργο (στην πραγματικότητα, πολύ πριν από τη συνεδρίαση) για μια φιλόδοξη αναδιάρθρωση του χρέους η οποία θα αντιμετώπιζε ριζικά το πρόβλημα και θα πρόσφερε στην Ελλάδα τη σφραγίδα βιωσιμότητας έναντι των θεσμικών επενδυτών που λειτουργούν κυρίως με μεσο-μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις.

Κι όμως, το 2014 ήταν βιώσιμο

Πέρα από την ουσία, ένα από τα θέματα που θα επιθυμούν να διαχειριστούν επικοινωνιακά στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Οικονομικών είναι και το γεγονός ότι η Εκθεση Βιωσιμότητας (DSA), που είχε δημοσιοποιηθεί το καλοκαίρι του 2014 το ΔΝΤ επί κυβέρνησης Σαμαρά - Βενιζέλου, ανέφερε ότι, παρά τους κινδύνους που υπήρχαν, το χρέος ήταν βιώσιμο χάρη και στις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων. Αραγε οι δεσμεύσεις αυτές δεν κρίνονται πλέον αρκετές; Τι άλλαξε; Εκτός από το δημογραφικό που υπήρχε και τότε ως πρόβλημα, το νέο στοιχείο είναι ότι το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι συγκλίνουν πλέον ότι η ανάπτυξη μετά το 2023 θα είναι χαμηλή, μόλις 1%.

Στην έκθεση του Ιουνίου του 2014 μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης του δεύτερου μνημονίου το Ταμείο σημείωνε ρίσκα και κινδύνους, αλλά κατέγραφε την πτωτική τροχιά του χρέους στο 128% του ΑΕΠ το 2020 και στο 117% το 2022, «ως αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής προσπάθειας στο πλαίσιο του προγράμματος και της επιστροφής στη θετική οικονομική ανάπτυξη».

Η Ελλάδα είχε πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα από το 2013 (πιστοποιημένο από τη Eurostat τον Απρίλιο του 2014), είχε βγει δοκιμαστικά στις αγορές και το ΔΝΤ δεχόταν να συμμετάσχει στο πρόγραμμα και να εκταμιεύσει δόσεις βασιζόμενο στο PSI του 2012 και τις δεσμεύσεις των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν περαιτέρω το χρέος. Σήμερα, με τις χαμηλές προβλέψεις για την ανάπτυξη, ο κίνδυνος που βλέπει το Ταμείο είναι ότι το χρέος, το οποίο μετράται ως ποσοστό του ΑΕΠ, θα καθυστερήσει πολύ να μπει σε τροχιά βιωσιμότητας, καθώς, όσο δεν μειώνεται ο αριθμητής και δεν αυξάνεται με ικανοποιητικούς ρυθμούς ο παρονομαστής του κλάσματος, η εξίσωση δεν βγαίνει.

«Ως προς αυτό η ευθύνη της κυβέρνησης είναι σημαντική, καθώς όχι μόνο ανέκοψε τη δυναμική για υψηλή ανάπτυξη κατά τη διετία 2015-2016 που υπήρχε στις προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών το 2014, αλλά επιπλέον επέλεξε ένα φοροκεντρικό μοντέλο που δεν εμπνέει εμπιστοσύνη για το μέλλον», σημειώνει το ίδιο τραπεζικό στέλεχος.
Μέσα στην εβδομάδα η επικαιροποιημένη Ανάλυση Βιωσιμότητας Χρέους (DSA) που προσαρτήθηκε μετά το Eurogroup στην Εκθεση Συμμόρφωσης της Κομισιόν έριξε στο 1% την ανάπτυξη μετά το 2023, όταν τον Μάρτιο η αντίστοιχη έκθεση από την πλευρά των Ευρωπαίων έκανε λόγο για ανάπτυξη 1,5% από το 2023 έως το 2030 και 1,25% στη συνέχεια. Η εξέλιξη αυτή φέρνει πιο κοντά τους Ευρωπαίους στα συμπεράσματα του ΔΝΤ, ενώ για την ανάπτυξη οι δύο θεσμοί συνέκλιναν απολύτως.

Η ακτινογραφία

Οπως εξηγεί ο καθηγητής Οικονομικών Πάνος Τσακλόγλου, τα τελευταία μέτρα για το χρέος «είναι θετικά -ιδίως η δεκαετής παράταση της περιόδου χάριτος- και καθιστούν το χρέος μας βιώσιμο έως το 2032». Μετά όμως... οψόμεθα. «Ούτε ''γαλλικό κλειδί'', ούτε σφραγίδα βιωσιμότητας από το ΔΝΤ που θα βοηθούσαν πολύ την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές», προσθέτει ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.

Από την πλευρά του, ο οικονομολόγος Γιώργος Στρατόπουλος επισημαίνει ότι η συμφωνία τοποθετεί την Ελλάδα ξανά στην αφετηρία του 2014: «Πήραμε δέκα χρόνια επιμήκυνση σε μέρος των δανείων του EFSF, περίπου στο 70% του συνόλου (96,6 δισ. ευρώ)». Αυτά τα 96,6 δισ. ευρώ «αντιστοιχούν στο 30% του συνολικού χρέους της χώρας. Αρα, δεκαετής επιμήκυνση στο 30% του χρέους ισοδυναμεί με μεσοσταθμική επιμήκυνση τριών ετών στο σύνολο του χρέους. Αυτή η μέση τριετής επιμήκυνση μετά βίας ρεφάρει τη χαμένη τριετία 2015-2017, κατά την οποία, ενώ το ΑΕΠ παρέμεινε καθηλωμένο στα επίπεδα του 2014, όλες οι λήξεις του χρέους ήρθαν τρία χρόνια εγγύτερα», εξηγεί ο κ. Στρατόπουλος.

Keywords
Τυχαία Θέματα