PWC: Ενας στους τρεις οργανισμούς αντιμετώπισε οικονομικά εγκλήματα

Πάνω από ένας στους τρεις οργανισμούς (36%) αντιμετώπισαν περιστατικά οικονομικού εγκλήματος τα τελευταία δύο χρόνια, με το ηλεκτρονικό έγκλημα να επηρεάζει σχεδόν το ένα τρίτο αυτών (32%), το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα από την παγκόσμια έρευνα της PwC για το οικονομικό έγκλημα η οποία διεξάγεται κάθε δυο χρόνια.

Τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης συνοψίζονται στα εξής:

- Οι φόβοι των οργανισμών για το ηλεκτρονικό

έγκλημα αγγίζουν τα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας εξαετίας
- Τις μεγαλύτερες επιπτώσεις του οικονομικού εγκλήματος εντός των οργανισμών τις υφίσταται το ηθικό των εργαζομένων
- Το 44% των οργανισμών πιστεύουν ότι οι τοπικές διωκτικές αρχές υστερούν σε κατάρτιση και πόρους για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος.

Στην έρευνα της PwC Global Economic Crime Survey 2016 συμμετείχαν πάνω από 6.000 άτομα από 115 χώρες. Παρά την οριακή μείωση του οικονομικού εγκλήματος που καταγράφηκε συνολικά το οικονομικό κόστος έχει αυξηθεί. Το 14% των ερωτηθέντων υπέστησαν ζημιές που ανέρχονται σε πάνω από 1 εκατ. δολάρια τα τελευταία δύο χρόνια.

- Συγκεντρωτικά στοιχεία: Το συνολικό ποσοστό του οικονομικού εγκλήματος που καταγράφηκε έχει οριακά μειωθεί, για πρώτη φορά από την έναρξη της οικονομικής κρίσης, σε 36% από 37% που ήταν το 2014. Σε περιφερειακό επίπεδο, τα χαμηλότερα ποσοστά οικονομικού εγκλήματος καταγράφηκαν σε Νότια Αμερική (37% έναντι 41%), Ανατολική Ευρώπη (33% έναντι 39%), Ασία-Ειρηνικό (30% έναντι 32%) και Λατινική Αμερική (28% έναντι 35%). Αύξηση σημείωσε η Αφρική (57% έναντι 50%), η Δυτική Ευρώπη (40% έναντι 35%) και η Μέση Ανατολή (25% έναντι 21%).

- Συνηθέστερα οικονομικά εγκλήματα: Κατάχρηση περιουσιακών στοιχείων (64%), ηλεκτρονικό έγκλημα (32%) και δωροδοκία και διαφθορά (24%).

- Χώρες που υπέστησαν τη μεγαλύτερη αύξηση: Το 68% των Γάλλων και το 55% των Βρετανών ερωτηθέντων ανέφεραν οικονομικά εγκλήματα τους τελευταίους 24 μήνες, μια αύξηση της τάξης του 25% σε σχέση με πέρυσι. Το 61% των ερωτηθέντων από τη Ζάμπια ανέφεραν περιπτώσεις οικονομικού εγκλήματος, σημειώνοντας αύξηση της τάξης του 31% σε σχέση με πέρυσι.

- Επιπτώσεις ανά κλάδο: Ο μεγαλύτερος αριθμός οικονομικών εγκλημάτων κατά την διάρκεια της διετίας, παρουσιάστηκε στον κλάδο των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ενώ ακολουθούν οι κρατικοί οργανισμοί και ο κλάδος λιανικού εμπορίου και καταναλωτικών αγαθών. Ο κλάδος αεροδιαστημικής και άμυνας σημείωσε τη μεγαλύτερη άνοδο κατά την εξεταζόμενη περίοδο αγγίζοντας το 9%. Οι διάφοροι τύποι εγκλημάτων πλήττουν διαφορετικά τους κλάδους. Για παράδειγμα στον κλάδο μεταφορών και διαχείρισης εφοδιαστικής αλυσίδας έχει καταγραφεί αύξηση της δωροδοκίας και διαφθοράς κατά 16%.

- Ηλεκτρονικό έγκλημα: Τα περιστατικά που καταγράφηκαν αυξήθηκαν κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε 32% και περισσότεροι από τους μισούς (53%) ερωτηθέντες θεωρούν ότι ο κίνδυνος διαδικτυακών επιθέσεων έχει αυξηθεί τους τελευταίους 24 μήνες. Το 34% θεωρεί πιθανό οι οργανισμοί τους να αντιμετωπίσουν περιστατικά ηλεκτρονικού εγκλήματος στους επόμενους 24 μήνες. Παρά τις σημαντικές οικονομικές απώλειες που συνδέονται με το ηλεκτρονικό έγκλημα, οι ερωτηθέντες υποστηρίζουν ότι οι μεγαλύτερες επιπτώσεις για τους οργανισμούς τους προέρχονται από το πλήγμα που υφίσταται η φήμη τους καθώς και από τη δικαστική δαπάνη και το κόστος και δίωξης των υπευθύνων.

- Καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος: Μόνο το 37% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι διαθέτουν πλήρες επιχειρησιακό σχέδιο αντιμετώπισης περιστατικών ηλεκτρονικού εγκλήματος. Σχεδόν το ένα τρίτο αυτών δεν διαθέτουν κανένα σχέδιο, ενώ το 14% των ερωτηθέντων δεν σκοπεύουν να εκπονήσουν τέτοιο σχέδιο. Το 45% των ερωτηθέντων υποστηρίζουν ότι οι τοπικές διωκτικές αρχές δεν διαθέτουν τις απαιτούμενες δεξιότητες και τους απαραίτητους πόρους για να αντιμετωπίσουν το ηλεκτρονικό έγκλημα.

- Κίνδυνος και χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες: Πάνω από το ένα τέταρτο των εταιρειών παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών δεν έχουν πραγματοποιήσει αξιολογήσεις κινδύνου για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Το ένα τρίτο των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι η ποιότητα των δεδομένων όσον αφορά τα στοιχεία των πελατών είναι η σημαντικότερη πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν στα συστήματα που εφαρμόζουν ενάντια στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Ένας στους πέντε οργανισμούς του χρηματοπιστωτικού κλάδου έχει υποστεί κυρώσεις από τις ρυθμιστικές αρχές.

- Δωροδοκία: Πάνω από τους μισούς (54%) ερωτηθέντες δήλωσαν ότι η διοίκηση του οργανισμού τους θα επέλεγε να χάσει μια επιχειρηματική συμφωνία παρά να διαπράξει δωροδοκία. Το 13% αυτών ανέφεραν ότι τους έχει ζητηθεί να δωροδοκήσουν τα τελευταία δύο χρόνια, ενώ το 15% πιστεύει ότι έχει χάσει ευκαιρίες έναντι ανταγωνιστών που πιθανώς επέλεξαν να δωροδοκήσουν.

- Το προφίλ των δραστών: Σχεδόν στο 50% των περιστατικών οικονομικής απάτης, ο δράστης ήταν εργαζόμενος του οργανισμού εις βάρος του οποίου διαπράχθηκε η απάτη. Οι εσωτερικοί δράστες είναι στην πλειοψηφία τους άνδρες απόφοιτοι πανεπιστημίου με εργασιακή εμπειρία από 3 έως 5 χρόνια, ηλικίας μεταξύ 31-40 ετών που καταλαμβάνουν μεσαίες/ανώτερες διοικητικές θέσεις.

- Τα κίνητρα των εγκλημάτων: Εφτά στους δέκα οργανισμούς υποστηρίζουν ότι η «ευκαιρία» αποτελεί το κυριότερο κίνητρο των οικονομικών εγκλημάτων που διαπράττονται εσωτερικά.

- Τι επιφυλάσσει το μέλλον; Το 20% των ερωτηθέντων θεωρούν πιθανό το ενδεχόμενο οι οργανισμοί τους να αποτελέσουν θύματα κάποιας από τις συνηθέστερες οικονομικές απάτες

-κατάχρησης περιουσιακών στοιχείων, ηλεκτρονικού εγκλήματος ή δωροδοκίας και διαφθοράς- μέσα στους επόμενους 24 μήνες. Έξι από τα μέλη της ομάδας G20 (Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ, Ιταλία, Γαλλία, Καναδάς και Αυστραλία) εκτιμούν ότι την επόμενη διετία το ηλεκτρονικό έγκλημα θα αποτελέσει τη μεγαλύτερη απειλή για τους οργανισμούς τους όσον αφορά το οικονομικό έγκλημα.

Ο κ. Andrew Gordon, επικεφαλής του παγκόσμιου δικτύου της PwC στον τομέα Forensic Services, σχολιάζει σχετικά «Η μικρή πτώση σε μερικούς δείκτες της έρευνάς μας δεν θα πρέπει να μας ξεγελάει. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα ιδιαίτερα περίπλοκο παραβατικό περιβάλλον όπου οι διαδικτυακές απειλές και το πιεστικό ρυθμιστικό πλαίσιο οδηγούν σε οικονομικά εγκλήματα τα οποία είναι όλο και περισσότερο ζημιογόνα. Είναι πολύ λίγες οι εταιρείες που προσαρμόζουν έγκαιρα το πλαίσιο αξιολόγησης κινδύνου και τις δικλείδες ασφαλείας που χρησιμοποιούν. Η αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος δεν αποτελεί ευθύνη ενός ατόμου ή μιας ομάδας, αλλά πρέπει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κουλτούρας ενός οργανισμού».

Σε γενικές γραμμές, από την έρευνα συμπεραίνεται ότι τα επιχειρησιακά σχέδια ανίχνευσης και αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος δεν προσαρμόζονται έγκαιρα στο επίπεδο και το εύρος των απειλών που αντιμετωπίζουν οι οργανισμοί, ενώ φαίνεται να επικρατεί η τάση η ανίχνευση της απάτης να αφήνεται μάλλον στην τύχη. Η έκθεση προειδοποιεί ότι «μια παθητική προσέγγιση στην ανίχνευση και αποτροπή του οικονομικού εγκλήματος αποτελεί συνταγή αποτυχίας».

Η ποιότητα των δεδομένων, οι δεξιότητες, οι πόροι και η δέσμευση σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου συγκαταλέγονται μεταξύ των πιο συχνών θεμάτων που ανέφεραν οι ερωτηθέντες, τα οποία όταν συνδυάζονται μεταξύ τους καθιστούν τα συστήματα ανίχνευσης και ελέγχου που εφαρμόζουν οι οργανισμοί ανίκανα να τους προστατεύουν επαρκώς.
Επίσης, η έκθεση επισημαίνει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των οργανισμών που διαθέτουν κώδικα δεοντολογίας (86%) και των οργανισμών στους οποίους πραγματοποιείται τακτική εκπαίδευση και παρέχεται σχετική υποστήριξη (64%). Προειδοποιεί ότι τέτοια κενά κατάρτισης μπορούν να δημιουργήσουν χώρο «για να ανθήσουν παράνομες δραστηριότητες».

Ο κ. Trevor White, partner και επικεφαλής του τομέα Forensic Services and Survey της PwC, επισημαίνει: «Η συχνότερη αντίδραση σε μια απειλή είναι η άσκηση περισσότερου ελέγχου. Όμως η έκθεση μας δείχνει ότι τα εταιρικά περιβάλλοντα ελέγχου είναι 7% λιγότερο αποτελεσματικά στην ανίχνευση και αποτροπή του οικονομικού εγκλήματος από ό,τι δύο χρόνια πριν. Η αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος απαιτεί ισχυρή κουλτούρα και έμφαση στον κώδικα δεοντολογίας καθώς και αποτελεσματικά προγράμματα παρακολούθησης και συμμόρφωσης. Η διαφορά μεταξύ του 90% των διευθύνοντων συμβούλων που δηλώνουν ότι οι αξίες του οργανισμού τους είναι ξεκάθαρες και αντιληπτές και μόλις του 84% των μάνατζερ που υποστηρίζουν το ίδιο δείχνει πώς μπορούν να δημιουργηθούν κενά μεταξύ του τι σκέφτονται οι ηγέτες και πώς το αντιλαμβάνονται οι οργανισμοί τους στην καθημερινότητα».

Keywords
Τυχαία Θέματα