HSBC: Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη στις ελληνικές τράπεζες

Οι επενδυτές έχουν χάσει παντελώς την εμπιστοσύνη τους στις ελληνικές τράπεζες, επισημαίνει η HSBC στην τελευταία της έκθεση.

Η τράπεζα τονίζει πως κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, η κεφαλαιοποίηση των ελληνικών συστημικών μειώθηκε κατά 1,6 δισ. ευρώ, ενώ οι μετοχές τους εμφάνισαν από τις πιο απογοητευτικές επιδόσεις, έχοντας υποχωρήσει κατά 25% σε όρους δολαρίου.

Η HSBC

στέκεται στο ότι η καταπολέμηση των NPEs θα έρθει με μεγάλο κόστος, γεγονός που οδηγεί τους επενδυτές στο να αμφιβάλλουν πως οι τράπεζες μπορούν να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια με τρόπο που να είναι φιλικός προς τους μετόχους και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Υπάρχουν επίσης επίμονα ερωτήματα ως προς την ικανότητά τους να διατηρήσουν την προ-προβλέψεων κερδοφορία τους, δεδομένου ότι τα αποτελέσματα δείχνουν πιέσεις στα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια, ενώ ουσιαστικά απουσιάζει η ανάπτυξη στα δάνεια.

Πάντως η HSBC εξακολουθεί να διατηρεί τη σύσταση buy για τις ελληνικές τράπεζες και σχολιάζει πως η αντίδραση της αγοράς αυτή τη στιγμή φαίνεται υπερβολική: «Τα πράγματα φαίνονται χειρότερα απ’ όσο ελπίζαμε, αλλά καλύτερα απ’ όσο φοβόμαστε».

Πιο αναλυτικά, όπως γράφει στην έκθεσή της η HSBC, κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, η συνδυασμένη κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μειώθηκε κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ.

Πρόκειται για την τρίτη υποχώρηση της κεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών τους τελευταίους πέντε μήνες, μετά την απώλεια περίπου 2,2 δισ. ευρώ τον Μάιο και επιπλέον 1,2 δισ. ευρώ τον Αύγουστο. Και ενώ οι πρώτες δύο πτώσεις συνδέονταν στενά με το ελληνικό κράτος, αντανακλώντας τις φιλοδοξίες για τη μεταμνημονιακή δομή της Ελλάδας στην πρώτη και τη γενικότερη αποστροφή έναντι του ρίσκου στις αναδυόμενες αγορές στη δεύτερη, η υποχώρηση του Σεπτεμβρίου συντελέστηκε εν μέσω ανόδου των ελληνικών κρατικών ομολόγων.

Η HSBC λέει πως κατανοεί κάπως τις ανησυχίες των επενδυτών αναφορικά με το top line: αναμένει τα καθαρά έσοδα από τόκους να μειωθούν κατά 13% φέτος, κατά 2% το 2019 και κατά 1% το 2020. Όμως, ενώ η πίεση στα καθαρά έσοδα από τόκους οπωσδήποτε δεν είναι θετική, ωστόσο πιστεύει πως είναι σημαντικό ότι δεν προέρχεται από ανταγωνιστικές δυνάμεις που οδηγούν σε υποχώρηση της διαρθρωτικής κερδοφορίας του χαρτοφυλακίου των εξυπηρετούμενων δανείων. Αντιθέτως, είναι η συνέπεια της αντιμετώπισης του μεγάλου αποθέματος των προβληματικών assets, είτε λόγω της αναδιάρθρωσης που μειώνει τα σωρευτικές επιδόσεις (accruing rates) αλλά αντισταθμίζεται από τις χαμηλότερες προβλέψεις, ή λόγω των μειωμένων εκθέσεων (μέσω προβλέψεων, πωλήσεων ή ρευστοποιήσεων).

Η επανεμφάνιση των ανησυχιών αναφορικά με τα NPEs είναι λιγότερο κατανοητή. Οι τράπεζες βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη διαδικασία υποβολής των τριετών σχεδίων τους στην εποπτική αρχή, τα οποία θα εκτείνονται μέχρι το 2021. Αν και η HSBC κατανοεί την αβεβαιότητα, ωστόσο, όπως αναφέρει, αν τα δημοσιεύματα στα ΜΜΕ είναι σωστά, τότε το μέγεθος της οραματιζόμενης μείωσης ευθυγραμμίζεται με τις προσδοκίες της.

Η επιτάχυνση του ρυθμού της οργανικής και ανόργανης μείωσης των NPEs από τις τράπεζες μέχρι στιγμής υπήρξε επαρκής. Πράγματι, όμως, το μείγμα φαίνεται να είναι λιγότερο ευνοϊκό απ’ όσο αναμενόταν, καθώς δίνεται μεγαλύτερη βαρύτητα στις πιο κοστοβόρες πωλήσεις, στις τιτλοποιήσεις και στις ρευστοποιήσεις, απ' ό,τι στις αναδιαρθρώσεις, αντανακλώντας τη σχετική επιτυχία που είχαν οι τράπεζες στην πρώτη περίπτωση και έλλειψη επιτυχίας στη δεύτερη.

Όμως, τονίζει η HSBC, το σημαντικό σημείο είναι πως η εποπτική αρχή φαίνεται πως εξακολουθεί να είναι πρόθυμη να δώσει στις τράπεζες τον απαραίτητο χρόνο και χώρο για να διευθετήσουν το μεγάλο απόθεμα προβληματικών στοιχείων ενεργητικού με τρόπο που δεν επηρεάζει τα κεφάλαια.

Keywords
Τυχαία Θέματα