Σε διαβούλευση ο νέος Ποινικός Κώδικας

Σημαντικές αλλαγές σε διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που είχαν προκαλέσει έντονο κοινωνικό αντίκτυπο επιφέρει το νομοσχέδιο του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνταντίνου Τσιάρα, που δόθηκε ήδη για διαβούλευση.

Με τις νέες διατάξεις η χώρα μας εναρμονίζεται σε πολλές ρυθμίσεις με την ευρωπαϊκή νομοθεσία και παράλληλα προβλέπεται αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου για την υπό όρους αποφυλάκιση σε πολυϊσοβίτες.

Ζητήματα που αφορούν σε υποθέσεις τρομοκρατίας αντιμετωπίζονται, επίσης, με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία και αναβαθμίζεται σε κακούργημα το αδίκημα της δωροδοκίας που είχε προκαλέσει

ενστάσεις από τον ΟΟΣΑ.

Διαβάστε παρακάτω όλη την αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης με τις τροποποιήσεις στον Ποινικό Κώδικά και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ

Άρθρο 1

Στο άρθρο 57 παρ. 2 προστίθεται ο προσδιορισμός του ύψους της χρηματικής ποινής όταν αυτή απειλείται διαζευκτικά με την ποινή της παροχής κοινωφελούς εργασίας και ορίζεται ότι αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ενενήντα ημερήσιες μονάδες, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά.

Στην παράγραφο 5 του άρθρου 80 προστίθεται τελευταίο εδάφιο, ώστε να αποσαφηνιστεί ότι το αίτημα αλλαγής του τρόπου έκτισης της χρηματικής ποινής δεν υποβάλλεται άπαξ. Κάθε συγκεκριμένο αίτημα μπορεί να υποβληθεί μία φορά, που σημαίνει ότι ο καταδικασθείς θα μπορούσε να υποβάλει τρία αιτήματα διαφορετικού περιεχομένου, σύμφωνα με όσα ορίζει ειδικότερα η συγκεκριμένη παράγραφος.

Στο άρθρο 94 προστίθεται τέταρτη παράγραφος, που συνιστά εξαίρεση στον κανόνα των άρθρων 94 παρ. 1 και 97, βάσει της οποίας, ποινές στερητικές της ελευθερίας ανώτερες του ενός έτους που επιβάλλονται για κακούργημα ή πλημμέλημα με δόλο, το οποίο τέλεσε κρατούμενος κατά τη διάρκεια της αδείας του, εκτίονται ολόκληρες μετά την έκτιση της ποινής που επιβλήθηκε ή θα επιβληθεί για την πράξη για την οποία ήταν κρατούμενος.

Στο άρθρο 99 τροποποιείται το τελευταίο εδάφιο της πρώτης του παραγράφου και διευκρινίζεται ότι ο χρόνος της αναστολής αρχίζει από τη δημοσίευση της απόφασης που χορηγεί την αναστολή, εάν ο καταδικασθείς είναι παρών, ενώ σε περίπτωση που είναι απών, η έναρξη της αναστολής τοποθετείται στον χρόνο επίδοσης της απόφασης.

Στο άρθρο 104Α προστίθεται τελευταίο εδάφιο στην πρώτη παράγραφο προκειμένου να περιοριστεί η παροχή κοινωφελούς εργασίας σε στοιχειωδώς εφαρμόσιμο πλαίσιο. Ορίζεται ειδικότερα ότι ενώ κάθε ημέρα φυλάκισης δεν μπορεί να αντιστοιχεί σε περισσότερες από τρεις ώρες κοινωφελούς εργασίας, σε κάθε περίπτωση, η διάρκεια της κοινωφελούς εργασίας δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες ώρες.

Στο άρθρο 110Α αυξάνεται ο ελάχιστος χρόνος παραμονής στη φυλακή προκειμένου να απολυθεί ο καταδικασθείς υπό τον όρο της κατ’ οίκον έκτισης της ποινής με ηλεκτρονική επιτήρηση. Αντί των αρχικά προβλεπόμενων δεκαεπτά ετών, το όριο αυτό αυξάνεται στα είκοσι δύο έτη στην παράγραφο 2 εδ β’, ενώ σε περίπτωση ευεργετικού υπολογισμού το όριο αυξάνεται από τα δεκαέξι στα είκοσι έτη στην παράγραφο 4 εδ. τελευταίο.

Άρθρο 2

Στο άρθρο 137Α προστίθεται δεύτερη παράγραφος, ώστε η χώρα μας να υιοθετήσει πλήρως τον ορισμό της Διεθνούς Σύμβασης για τα βασανιστήρια. Με βάση τη Σύμβαση, για την τέλεση της πράξης δεν είναι αναγκαίο σε κάθε περίπτωση να αποβλέπει ο δράστης σε κάποιους σκοπούς. Το έγκλημα τελείται ακόμα και όταν, ανεξαρτήτως σκοπών, η επιλογή του παθόντος έχει γίνει λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, όπως του φύλου, της θρησκείας κλπ.

Λόγω της προσθήκης της παραγράφου αυτής, τροποποιείται η αρίθμηση των επόμενων παραγράφων και εν μέρει το περιεχόμενό τους, ώστε πλέον να καλύπτεται η αναφορά στις αναριθμημένες παραγράφους του άρθρου.

Τέλος, σε ό,τι αφορά την έννοια των βασανιστηρίων, χρησιμοποιείται ο όρος «εσκεμμένη» αντί του παλαιοτέρου «μεθοδευμένη», ο οποίος είχε δημιουργήσει σύγχυση στη νομολογία. Με τον όρο «εσκεμμένη» αποδίδεται ο όρος «intentionally» του αγγλικού κειμένου. Ειδικότερα, με τη χρήση του όρου αυτού επιχειρείται να αποσαφηνιστεί ότι από την έννοια των βασανιστηρίων αποκλείεται μόνο η «απαράσκευη» πρόκληση πόνου, εξάντλησης κλπ – η οποία έχει εξαιρεθεί και από το ΕΔΔΑ από την έννοια των βασανιστηρίων.

Άρθρο 3

Στο άρθρο 142 απλώς διορθώνεται η σειρά των απειλούμενων ποινών και η χρηματική ποινή, ως βαρύτερη, προηγείται της κοινωφελούς εργασίας, σύμφωνα με τις επιλογές του νομοθέτη που ισχύουν και στα υπόλοιπα εγκλήματα του Ποινικού Κώδικα.

Στο άρθρο 142Α, αντί για τα αρχικά ΕΕ, αναφέρεται η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Στα άρθρα 159 και 159Α (παράγραφος 1) η διατύπωση εναρμονίζεται, προκειμένου οι διατάξεις περί δωροληψίας και δωροδοκίας πολιτικών προσώπων να εφαρμόζονται κατ’αντίστοιχο τρόπο και στους βουλευτές, στο σύνολο των καθηκόντων τους και όχι μόνο κατά το μέτρο που αυτά συνδέονται με τη συμμετοχή σε εκλογή ή ψηφοφορία. Περαιτέρω, καλύπτεται το κενό ως προς τους Υφυπουργούς που δεν αποτελούν μέλη της Κυβέρνησης με αποτέλεσμα να μην καταλαμβάνονται από την προϋφιστάμενη διατύπωση, χωρίς να συντρέχει προς τούτο επαρκής δικαιολογητική βάση.

Στο άρθρο 159Α τροποποιείται η τρίτη παράγραφος, προκειμένου να διευκρινιστεί αφενός ότι η ευθύνη του διευθυντή επιχείρησης ή άλλου προσώπου που έχει την εξουσία λήψης αποφάσεων ή ελέγχου σε επιχείρηση θεμελιώνεται μόνο όταν το πρόσωπο αυτό παραβιάζει συγκεκριμένο καθήκον επιμέλειας και αφετέρου ότι η ευθύνη θεμελιώνεται μόνο όταν η παραβίαση του καθήκοντος καλύπτεται από δόλο.

Στο άρθρο 169Α προστίθεται δεύτερη παράγραφος, με την οποία ανάγεται σε πλημμέλημα η παραβίαση των περιοριστικών όρων σχετικά με την ελευθερία κίνησης και διαμονής που έχουν επιβληθεί με δικαστική απόφαση ή με βούλευμα, μετά τη συμπλήρωση του εκάστοτε ανώτατου ορίου της διάρκειας της προσωρινής κράτησης. Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου αναριθμείται σε τρίτη.

Τροποποιείται το εδάφιο β’ της 2ης παράγραφος του άρθρου 173, ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι η συμμετοχή υπαλλήλου επιφορτισμένου με τη φύλαξη των φυλακισμένων ατόμων αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα βαρύ πλημμέλημα, που συνεπάγεται έκτιση της ποινής στη φυλακή.

Στο άρθρο 187 προστίθεται παράγραφος που φέρει τον αριθμό 4 και η υφιστάμενη παράγραφος 4 αναριθμείται σε παράγραφο 5, με την οποία ανάγονται σε αυτοτελές έγκλημα, πράξεις συμβολής στις δραστηριότητες της εγκληματικής οργάνωσης της παρ. 1, ακόμα και αν δεν αποδεικνύεται η σύνδεσή τους με την τέλεση συγκεκριμένων εγκλημάτων, ώστε η Χώρα μας να εναρμονιστεί με την απόφαση πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ του Συμβουλίου της Ευρώπης και ειδικότερα με τις επιταγές του άρθρου 2 της απόφασης αυτής.

Στο άρθρο 187Α πραγματοποιούνται ουσιώδεις αλλαγές, προκειμένου να εναρμονιστεί το ελληνικό δίκαιο με την Οδηγία 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ειδικότερα, στην παράγραφο 1 η αναφορά στα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα αντικαθίσταται από την αναφορά στα εγκλήματα γενικής διακινδύνευσης, ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι περιλαμβάνονται και όχι μόνο τα εγκλήματα του 13ου κεφαλαίου του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα, αλλά όλα τα εγκλήματα που δημιουργούν κίνδυνο για αόριστο αριθμό προσώπων. Προστίθεται ακόμα η αναφορά στα εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης, προκειμένου να συμπεριληφθούν όλες οι πράξεις που σχετίζονται με αγορά ή κατοχή όπλων.

Στην παράγραφο 5, το έγκλημα της παροχής εκπαίδευσης στην κατασκευή ή χρήση εκρηκτικών, όπλων κλπ. μετατρέπεται σε έγκλημα σκοπού, όπως απαιτεί η Οδηγία. Διευκρινίζεται ειδικότερα ότι για την τέλεση του εγκλήματος απαιτείται αυτό να τελείται με σκοπό την τέλεση ή τη συμβολή στην τέλεση ενός από τα εγκλήματα της παραγράφου 1 και με επίγνωση του γεγονότος ότι η παρασχεθείσα τεχνογνωσία πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό αυτόν. Στην ίδια παράγραφο εντάσσεται και το έγκλημα της παρακολούθησης εκπαίδευσης, όταν τελείται με τον ίδιο σκοπό.

Στην παράγραφο 6 αυξάνεται η ποινή της δημόσιας απειλής τέλεσης τρομοκρατικών πράξεων ή της δημόσιας διέγερσης σε τέλεση τέτοιας πράξης, ώστε αυτή να αντιστοιχεί απολύτως προς τη βαρύτητα της πράξης αυτής. Κατά τα λοιπά το έγκλημα παραμένει δυνητικής διακινδύνευσης.

Στην παράγραφο 7 εντάσσεται ως αξιόποινη πράξη η πραγματοποίηση ταξιδιού με σκοπό την τέλεση, τη συμβολή στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος ή τη συμμετοχή στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό προσφοράς ή παρακολούθησης εκπαίδευσης για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, εφόσον το ταξίδι διευκολύνει την πραγμάτωση των σκοπών αυτών.

Στο άρθρο 187Β γίνεται μια αναγκαία διόρθωση στο τελευταίο εδάφιο της 1ης παραγράφου. Πιο συγκεκριμένα, το «σκοπείται» αντικαθίσταται από το «σκοπεί».

Προστίθεται επίσης 4η παράγραφος στο ίδιο άρθρο, ώστε η Ελλάδα να είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις της που πηγάζουν από την κύρωση της Σύμβασης Νο. 198 του Συμβουλίου της Ευρώπης. Βάσει του άρθρου 11 της Σύμβασης αυτής, οι αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις δικαστηρίων κρατών μερών στη συγκεκριμένη Σύμβαση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ως επιβαρυντικές περιστάσεις κατά την επιμέτρηση της ποινής της υποστήριξης τρομοκρατικών πράξεων.

Στο άρθρο 213, παράγραφοι 2 και 3 διαγράφεται ο όρος «κιβδηλεία», που από παραδρομή είχε παραμείνει μετά την κατάργηση του ομώνυμου εγκλήματος.

Τροποποιείται η 4η παράγραφος του άρθρου 235 ώστε να είναι απολύτως σαφές ότι τα διευθυντικά στελέχη θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροληψίας.

Στην 2η παράγραφο του άρθρου 236 αυξάνεται η προβλεπόμενη ποινή για την ενεργητική δωροδοκία χάριν πράξεων αντιτιθέμενων στα καθήκοντα του υπαλλήλου, η οποία από πλημμέλημα μετατρέπεται σε κακούργημα, με απειλούμενη ποινή κάθειρξης έως οκτώ έτη.

Η 3η παράγραφος του άρθρου τροποποιείται, ώστε να είναι σαφές πως τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροδοκίας.

Τέλος, στην 4η παράγραφο διευκρινίζεται ότι και η πλημμεληματική πράξη ενεργητικής δωροδοκίας που τελείται στην αλλοδαπή από ημεδαπό διώκεται αυτεπαγγέλτως, και δεν απαιτούνται οι όροι του άρθρου 6 παράγραφος 3.

Η 3η παράγραφος του άρθρου 237 τροποποιείται, ώστε να είναι σαφές πως τα διευθυντικά στελέχη νομικών προσώπων θα πρέπει να καλύπτουν με δόλο την παραβίαση συγκεκριμένων καθηκόντων τους, λόγω της οποίας, από αμέλειά τους καθίσταται δυνατή μια πράξη δωροδοκίας.

Άρθρο 4

Προστίθεται παράγραφος 2 στο άρθρο 272 ΠΚ, στην οποία προβλέπεται κακουργηματική μορφή του αδικήματος όταν αυτό τελείται από δράστη ο οποίος συμμετέχει σε πλήθος που διαπράττει βιαιοπραγίες εναντίον προσώπων ή πραγμάτων ή εισβάλλει παράνομα σε ξένα σπίτια ή άλλα ακίνητα (άρθρο 189 παρ. 1-3 ΠΚ). Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται στην περίπτωση αυτή λόγω της αμεσότητας του κινδύνου που ενέχει η κατοχή εκρηκτικών υπό αυτές τις περιστάσεις.

Στο ίδιο άρθρο αναριθμείται η παράγραφος 2 σε 3.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 290, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων. Η τροποποίηση αυτή κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 290Α, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων, όπως και στο προηγούμενο άρθρο.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 291, προκειμένου οι προβλεπόμενες σε αυτό αυξημένες ποινές για τα εκ του αποτελέσματος διακρινόμενα εγκλήματα να ισχύουν σε όλες τις μορφές των βασικών εγκλημάτων, όπως και στα προηγούμενα δύο άρθρα.

Άρθρο 5

Προστίθεται κακουργηματική μορφή κλοπής ως περίπτωση δ’ στο άρθρο 374 παρ. 1 ΠΚ, όταν αυτή τελείται με διάρρηξη από δύο ή περισσότερα μέλη συμμορίας (άρθρο 187 παρ. 3 ΠΚ) που έχουν οργανωθεί για την διάπραξη κλοπών αυτού του είδους. Η απειλή κάθειρξης έως δέκα έτη δικαιολογείται από τον συνδυασμό των χαρακτηριστικών της πράξης με την επικινδυνότητα της συμμορίας. Η εν λόγω διακεκριμένη μορφή κλοπής θα συρρέει φαινομενικώς με την πράξη της παρ. 3 του άρθρου 187 ΠΚ, όπως και με εκείνη του άρθρου 334 ΠΚ.

Τροποποιείται η 1η παράγραφος του άρθρου 405, διότι, κατά την άποψη που επικράτησε, όλες οι μορφές απιστίας, εκτός εκείνων που στρέφονται κατά του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, πρέπει να διώκονται κατ’ έγκληση. H ρύθμιση αυτή εναρμονίζεται με την κατ’ έγκληση δίωξη του πυρήνα των περιουσιακών εγκλημάτων (απάτη, υπεξαίρεση, καταδολίευση κ.λπ.) στον ιδιωτικό τομέα και έχει την αυτή δικαιολογία, δηλαδή τον ατομικό χαρακτήρα των προσβαλλόμενων εννόμων αγαθών. Κατά την μειοψηφήσασα άποψη, η κατ’ έγκληση δίωξη δεν αρμόζει σε πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα και εμφανίζεται κατ’ εξοχήν προβληματική όταν εγκλήματα όπως η απάτη, η υπεξαίρεση ή η απιστία στρέφονται κατά νομικών προσώπων.

Άρθρο 6

Σε εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες για απιστία κατ’ άρθρ. 390 παρ. 1 εδάφ. β’ εφαρμόζεται το άρθρο 464 ΠΚ. Η προθεσμία των τεσσάρων μηνών αρχίζει από τη δημοσίευση του παρόντος όπως και για τα λοιπά κατ’ έγκληση περιουσιακά εγκλήματα που διώκονταν αυτεπαγγέλτως από το προηγούμενο καθεστώς.

Στη μεταβατική διάταξη του άρθρου 465 προστίθεται εδάφιο δεύτερο, βάσει του οποίου, σε περίπτωση αρχικής ή επιγενόμενης συρροής χρηματικής ποινής του άρθρου 80 του ισχύοντος ΠΚ με χρηματική ποινή του άρθρου 57 του προϊσχύσαντος ΠΚ ή ειδικών ποινικών νόμων που εξακολουθούν να ισχύουν, αυτές εκτίονται αθροιστικά. Η αθροιστική έκτιση των υπό συζήτηση χρηματικών ποινών επιβάλλεται από τη διαφορετική φύση τους και τον διαφορετικό τρόπο εκτέλεσής τους που οδηγούν σε αδυναμία ενσωμάτωσής τους σε ενιαία συνολική τιμή.

Ειδική διάταξη

Μετά την κατάργηση των πταισμάτων με την διάταξη του άρθρου 468 παρ.1 ΠΚ, επιβάλλεται για την άμεση και αδιάκοπη προστασία του ευαίσθητου ζητήματος της κοινής ησυχίας, η αναγωγή τους σε ελαφρά πλημμελήματα, ώστε να εξασφαλίζεται η βεβαίωση αυτών των ποινικών παραβάσεων από τα αρμόδια αστυνομικά όργανα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΚΩΔΙΚΑΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Άρθρο 7

Με την με αριθμ. 61574/φ.333/13.8.2019 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης συγκροτήθηκε η ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή με αντικείμενο την κατάρτιση σχεδίου νόμου για την τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τη σύνταξη της σχετικής αιτιολογικής έκθεσης και της έκθεσης αξιολόγησης συνεπειών ρυθμίσεων. Ως μέλη της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής ορίστηκαν οι: 1. Θεοχάρης Δαλακούρας του Ιωάννη, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, ως Πρόεδρος. 2. Γεώργιος Γεράκης του Κωνσταντίνου, Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου. 3. Νικόλαος Νικολάου του Ανδρέα, Αντεισαγγελέας Εφετών Πειραιά, αποσπασμένος στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. 4. Ευστάθιος Βεργώνης του Κωνσταντίνου, Αντεισαγγελέας Εφετών Αθηνών, Β’ Αντιπρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. 5. Χαράλαμπος Σεβαστίδης του Θεμιστοκλή, Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. 6. Ευάγγελος Ιωαννιδης του Βασιλείου, Εισαγγελέας και Διευθύνων την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, εκπρόσωπος της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος. 7. Ιωάννης Γιαννίδης του Κωνσταντίνου, Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 8. Αθανάσιος Ζαχαριάδης του Κωνσταντίνου, Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με αναπληρωτή τον Δημήτριο Συμεωνίδη του Γεωργίου, Επίκουρο Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. 9. Αριστομένης Τζαννετής του Βασιλείου, Επίκουρος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. 10. Σταύρος Σπυρόπουλος του Αθανασίου, Νομικός Σύμβουλος του Κράτους και 11. Βασίλειος Δημακόπουλος του Διονυσίου, Δικηγόρος Αθηνών, ως μέλη. Χρέη γραμματέα ορίστηκε να εκτελέσει η Μαρία Κατσίγιαννη του Κωνσταντίνου, υπάλληλος, με αναπληρώτρια αυτής την Ευγενία-Μαρία Στάππα του Παναγιώτη, υπάλληλο.

Η εν λόγω Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της και δια του Προέδρου της συνέταξε την απαραίτητη αιτιολογική έκθεση η οποία έχει ως εξής:

Ι. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

1. Τροποποίηση άρθρου 4 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ιδιαίτερη σοβαρότητα των εγκλημάτων για τα οποία αποφαίνεται το συμβούλιο πλημμελειοδικών, ύστερα από τη μεταφορά αρμοδιότητας σ’ αυτό με τον νέο ΚΠΔ φαίνεται εκ πρώτης όψεως ασύμβατη με τη δυνατότητα αναπλήρωσης των πρωτοδικών στα συμβούλια πλημμελειοδικών από ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη. Υπό εγγύτερο πρίσμα, ωστόσο, και λαμβάνοντας υπόψη αφενός την πρόβλεψη της ανάλογης δυνατότητας στο τριμελές πλημμελειοδικείο και αφετέρου την υποστελέχωση των δικαστηρίων αλλά και την επικείμενη αναβάθμιση των πταισματοδικών – ειρηνοδικών, η δυνατότητα αυτή εμφανίζεται ως δικονομικά πρόσφορη λύση που καθίσταται αναγκαία για λόγους εύρυθμης λειτουργίας των συμβουλίων πλημμελειοδικών.

2. Προσθήκη στο άρθρο 14 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ρύθμιση συμπερίληψης στις περιπτώσεις αποκλειόμενων προσώπων του δικαστή και του εισαγγελέα που συνέπραξαν στην έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος ή στην παραπομπή του κατηγορουμένου με απευθείας κλήση κατ’ άρθρο 309 αποσκοπεί στη διαμόρφωση μιας ενιαίας λύσης σε όλες τις όμοιες περιπτώσεις παραπομπής. Η ρύθμιση ενσαρκώνει την αξίωση αμεροληψίας όλων των προσώπων που έχουν προηγούμενη ενασχόληση με την υπόθεση, ώστε να αποτρέπεται η δημιουργία υπονοιών αντικειμενικής μεροληψίας κατά τις διακρίσεις του ΕΔΔΑ. Ενδεχόμενη διαφορετική ερμηνεία κατά την εφαρμογή όμοιας λειτουργικής αρμοδιότητας θα ήταν ασύμβατη, άλλωστε, τόσο υπό το πρίσμα της αρχής της ισότητας όσο και υπό συστηματικό πρίσμα γενικότερα.
Αυτονόητο είναι, ωστόσο, ότι η κρίση για το ανέφικτο της συγκρότησης του δικαστηρίου λειτουργεί και εν προκειμένω ως μηχανισμός αποσυμπίεσης στις περιπτώσεις πραγματικής αδυναμίας συγκρότησης του δικαστηρίου. Εφικτή οφείλει να θεωρείται, εξάλλου, η συγκρότηση του δικαστηρίου από άλλα πρόσωπα, όταν ο δικαστής ή ο εισαγγελέας μπορεί να αναπληρωθεί από τον τυχόν ορισθέντα για τη συγκεκριμένη δικάσιμο αναπληρωτή του. Αν ούτως ή άλλως δεν είναι δυνατός ο ορισμός αναπληρωτή λόγω του μικρού αριθμού υπηρετούντων δικαστών ή εισαγγελέων, τότε η συγκρότηση του δικαστηρίου οφείλει να θεωρείται ανέφικτη.

3. Προσθήκη στο άρθρο 29 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προτεινόμενη ρητή εξαίρεση στο δικαίωμα του Υπουργού Δικαιοσύνης να αναβάλει ή να αναστείλει την ποινική δίωξη συνδέεται με τις συστάσεις της GRECO και την πληρότητα του νομικού μας πλαισίου σε σχέση με την καταπολέμηση της διαφθοράς στον δημόσιο τομέα και ιδίως την καταπολέμηση της δωροληψίας. Η υποχρέωση συμμόρφωσής μας συστοιχείται με τη διαβάθμιση της Χώρας στη διεθνή σχετική κλίμακα καταπολέμησης της Διαφθοράς και αποσκοπεί στην αποτροπή εντυπώσεων μέσω του νομικού πλαισίου ως προς την αποφασιστικότητα και ετοιμότητα της Χώρας μας να αποτρέψει συμπεριφορές διαφθοράς.

4. Προσθήκες στα άρθρα 33 και 35 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η υπό στοιχείο α) προσθήκη κατατείνει στην ρύθμιση της λειτουργικής σχέσης των δύο ειδικών εισαγγελέων. Στην κατεύθυνση αυτή αφαιρείται η φράση «εξαιρουμένων των περιπτώσεων του άρθρου 33» από το τέλος της παρ. 3 του άρθρου 35 και προστίθεται στο τέλος του εδαφίου α’ της παρ. 3 του άρθρου 33. Τούτο γιατί πριν την τροποποίηση αυτή φαίνονταν ότι οι περιπτώσεις που υπάγονται στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Διαφθοράς. Επειδή όμως η αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς ρυθμίζεται με κριτήριο την ιδιότητα του φερομένου ως δράστη, πρέπει να διατηρείται ακόμα και στις περιπτώσεις που τα διερευνώμενα αδικήματα υπάγονται στον Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος, του οποίου η αρμοδιότητα εκτείνεται επί όλων των οικονομικών εγκλημάτων, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του δράστη.
Η υπό στοιχείο β) προσθήκη ορισμού ενός νεότερου στην επετηρίδα αντεισαγγελέα εφετών, ως νόμιμου αναπληρωτή του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς κρίθηκε αναγκαία για την προώθηση λειτουργικών αναγκών των προσώπων αυτών.
Η τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 35 κατέστη αναγκαία για να διασαφηνιστεί ότι στην αρμοδιότητα του εισαγγελέα εγκλημάτων διαφθοράς υπάγονται τα κακουργήματα που τελούν υπουργοί ή υφυπουργοί μόνον όταν αυτά δεν καταλαμβάνονται από τις ρυθμίσεις της παρ. 1 του άρθρου 86 του Συντάγματος. Συνάμα για να καταστεί εναργέστερη η ρύθμιση σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία προσώπων που διαπράττουν κακουργήματα κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή επωφελούμενοι από την ιδιότητα τους, δηλαδή την κατηγορία που αποτελούν οι βουλευτές, γενικοί και ειδικοί γραμματείς υπουργείων, διοικητές, υποδιοικητές ή πρόεδροι διοικητικών συμβουλίων ή διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και αιρετά μονοπρόσωπα όργανα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, ακόμη και αν οι υπαίτιοι έχουν παύσει να φέρουν την ιδιότητα αυτή, εφόσον αυτά σχετίζονται με επιδίωξη οικονομικού οφέλους των ιδίων ή τρίτων ή την πρόκληση βλάβης στο δημόσιο, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.

5. Προσθήκες στο άρθρο 43 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις:
Στις τρείς πρώτες περιπτώσεις η συμπλήρωση των διατάξεων του άρθρου 43 είναι αναγκαία, καθόσον με αυτήν διασαφηνίζεται η λειτουργική πορεία της εισαγγελικής δράσης στις επιμέρους περιπτώσεις της δικαστηριακής πρακτικής. Η ρητή χορήγηση στον εισαγγελέα εφετών της δυνατότητας να διατάξει, πριν την υποβολή της πρότασής του στο συμβούλιο εφετών, προανάκριση για τη συμπλήρωση του αποδεικτικού υλικού καλύπτει το κενό που υπήρχε στις περιπτώσεις μερικής ανεπάρκειας του αποδεικτικού υλικού. Εξάλλου, η συμπλήρωση του γράμματος των παρ. 3 και 4 με την αξίωση σαφούς προσδιορισμού του νομικού χαρακτηρισμού της πράξης εντάσσεται στον λειτουργικό ρόλο των εισαγγελέων και συνάμα οριοθετεί το πλαίσιο των λειτουργικών καθηκόντων τους, ώστε να αποτρέπονται παραγγελίες αφηρημένου χαρακτήρα ή γενικού περιεχομένου που μεταβιβάζουν απλώς τη διαχείριση μιας υπόθεσης, οδηγώντας την είτε σε επικίνδυνες δικαιοκρατικά συμπληρώσεις είτε σε αδράνεια.
Στην τέταρτη περίπτωση η αντικατάσταση του «διατάσσει» με τη λέξη «διατάσσεται» είναι απαραίτητη, καθόσον δεν αναφέρονταν στο γράμμα της διάταξης υποκείμενο που να διατάσσει τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης.

6. Προσθήκες στα άρθρα 48, 49 και 50 για την αποχή

Αιτιολογικές σκέψεις: Α) Η προσθήκη και των πλημμελημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 386 παρ.1 εδ. α’, 386Α παρ. 1 και 386Β παρ. 1 περ. α’ στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 48 παρ. 2 για την αποχή από την ποινική δίωξη πλημμελημάτων υπό όρους γίνεται για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλλε την εφαρμογή της διάταξης για τα αδικήματα των άρθρων 375 και 390 ΠΚ. Η διαφοροποίηση σε σχέση με τα τελευταία δεν δικαιολογείται μετά την μετάταξη της απάτης στα κατ’ έγκληση διωκόμενα, κατά την παρ. 1 του άρθρου 405 ΠΚ.
Β) Η κατάργηση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 7 του άρθρου 48 δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι τα μεν αναφερόμενα στην παρ. 2 αφορούν ξεχωριστή κατηγορία περιπτώσεων αποχής υπό όρους, η οποία αντιδιαστέλλεται από την κατηγορία των περιπτώσεων αποχής από τη δίωξη λόγω μειωμένου δημοσίου συμφέροντος, τα δε αναφερόμενα στις παρ. 3 έως 5 αφορούν διαφορετική διαδικαστική φάση που αρμόζει στον εισαγγελέα. Έτσι, στο πλαίσιο της παρ. 7, ύστερα από την άσκηση ποινικής δίωξης το ποινικό δικαστήριο, εφόσον κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παρ. 1 για το μειωμένο δημόσιο συμφέρον, μπορεί να προβεί στην προσωρινή παύση της δίωξης, επιβάλλοντας τους αναγκαίους και ανάλογους προς την πράξη του κατηγορουμένου όρους. Στις λοιπές περιπτώσεις αποχής υπό όρους στα πλημμελήματα που αναφέρονται στην παρ. 2 του άρθρου 48 ΚΠΔ, δηλαδή στα πλημμελήματα των άρθρων 216, 242 παρ. 1 και 2, 375 παρ. 1, 386 παρ.1 εδ. α’, 386Α παρ. 1, 386Β παρ. 1 περ. α’, 390 παρ. 1 εδ. α’ ΠΚ κ.λ.π., η εφαρμογή του θεσμού της αποχής εξαντλείται χρονικά στο πριν την άσκηση της δίωξης στάδιο. Ύστερα από την άσκηση δίωξης στα εν λόγω εγκλήματα, η αντιμετώπιση του κατηγορουμένου οφείλει να ενταχθεί στις ρυθμίσεις της ποινικής συνδιαλλαγής επί πλημμελημάτων, με την οποία συνάδει διαδικαστικά η περίπτωση της ασκηθείσας δίωξης.
Γ) Για τον ίδιο λόγο που αναφέρεται στο Α) γίνεται, αντιστοίχως, η προσθήκη των κακουργημάτων που προβλέπουν τα άρθρα 386 παρ.1 εδ. β’, 386Α παρ. 1 εδ. β’ και 386Β παρ. 1 περ. β’ στο ρυθμιστικό πεδίο της διάταξης του άρθρου 49 για την αποχή από την ποινική δίωξη κακουργημάτων υπό όρους, δηλαδή για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλλε την εφαρμογή της διάταξης για τα αδικήματα των άρθρων 375 και 390 ΠΚ.
Δ) Ως συνακόλουθη προκύπτει, εξάλλου, και η προσθήκη στο πεδίο της διάταξης του άρθρου 50 για αποχή μετά από εντελή ικανοποίηση των εγκλημάτων που προβλέπονται στον Ν. 2803/2000 (ευρωαπάτη). Η οριστική αποχή από την ποινική δίωξη μετά από εντελή ικανοποίηση και για τα αδικήματα αυτά δικαιολογείται για την ταυτότητα του νομοθετικού λόγου που επέβαλε τη ρύθμιση αυτή και για την κοινή απάτη (άρθρ. 386 ΠΚ σε συνδυασμό με άρθρ. 405 παρ. 2 ΠΚ). Άλλωστε, για τα αδικήματα του Ν. 2803/2000 προβλέπεται ήδη η υπό όρους αποχή από την ποινική δίωξη κατά τα άρθρα 48 και 49 του ΚΠΔ, οπότε αποτελεί αξιολογική αδυναμία να μην ισχύσει και γι’ αυτά η διάταξη του άρθρ. 50.

7. Προσθήκες στα άρθρα 51 και 53 για την έγκληση

Αιτιολογικές σκέψεις: Η συμπλήρωση των διατάξεων των άρθρων 51 και 53 για την έγκληση του παθόντος, ώστε αυτή αφενός να υποβάλλεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4 και αφετέρου επί απόρριψής της να επιδίδεται στον εγκαλούντα διαρθρώνει ένα σαφέστερο πλαίσιο για την ορθή εφαρμογή τους. Εξάλλου, η εξαίρεση από την υποχρέωση κατάθεσης παραβόλου των δικαιούχων νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του Ν. 3226/2004 προωθεί την πληρέστερη προστασία τους και συνάμα αποτρέπει τη διαφορετική αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων.

8. Προσθήκη παραγράφου στο άρθρο 57

Αιτιολογικές σκέψεις: Η διάταξη αυτή διασφαλίζει την τήρηση του δεδικασμένου και την αρχή ne bis in idem κατά το άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και αποτρέπει τη διενέργεια άσκοπων παράλληλων διαδικασιών που θα οδηγούσαν σε απαράδεκτο της δίωξης. Επιπλέον, είναι σύμφωνη με την απόφαση-πλαίσιο 2000/948/ΔΕΥ της 30ης Νοεμβρίου 2009 που προβλέπει τη διενέργεια διαδικασίας στην Eurojust με την οποία αποφασίζεται κατόπιν κοινής συμφωνίας των εισαγγελικών αρχών των κρατών μελών, η άσκηση δίωξης σε συγκεκριμένο κράτος μέλος.

9. Προσθήκες στα άρθρα 64, 65 και 83 για την υποστήριξη της κατηγορίας

Αιτιολογικές σκέψεις: Με τις δύο πρώτες προσθήκες διασαφηνίζεται αφενός μεν ότι οι κληρονόμοι του δικαιούμενου σε παράσταση υποστήριξης της κατηγορίας συνεχίζουν τη δηλωθείσα πριν τον θάνατό του παράσταση και αφετέρου ότι το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση οιονεί καθολικής διαδοχής νομικού προσώπου.
Η τρίτη προσθήκη είναι αναγκαία για να διευκρινιστεί ότι τυχόν απόσβεση της αστικής αξίωσης μετά τη δήλωση στην προδικασία και πριν την «επανάληψή» της στο ακροατήριο δεν επιφέρει κατάργηση του δικαιώματος παράστασης προς υποστήριξη της κατηγορίας. Αντιστοίχως αναγκαία είναι και η τελευταία προσθήκη, για να καταστεί σαφές ότι ο παριστάμενος για υποστήριξη της κατηγορίας πρέπει υποχρεωτικά να διορίσει συνήγορο στο ακροατήριο. Η ρύθμιση αυτή απηχεί τις ίδιες κατά κανόνα αντιλήψεις για τη θέση του πολιτικώς ενάγοντος στο προγενέστερο καθεστώς, αφού και υπό τον προϊσχύσαντα ΚΠΔ γινόταν δεκτή η υποχρέωση διορισμού συνηγόρου του πολιτικώς ενάγοντος ακόμα και στις περιπτώσεις παράστασης για υποστήριξη της κατηγορίας. Επίσης, η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τον κανόνα του άρθρου 36 παρ. 1 τελ. εδ. Ν. 4194/2013, που επιβάλλει την υποχρεωτική παράσταση των διαδίκων με δικηγόρο για όλες τις υποθέσεις και σε όλες τις διαδικασίες.

10. Προσθήκη στο άρθρο 99 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η διευκρίνιση στο τέλος του άρθρου 99 ΚΠΔ ότι ο κατηγορούμενος μπορεί να δηλώσει ρητά και ανέκκλητα ότι παραιτείται από το δικαίωμα διορισμού συνηγόρου έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη και υπό την αρχική μορφή της διάταξης αυτής, αλλά τέθηκε για να τονιστεί η δυνατότητα αυτή και να αποφευχθεί τυχόν παρερμηνεία και κυρίως για να διευκρινιστεί ότι η δήλωση αυτή είναι ανέκκλητη με την έννοια ότι δεν μπορεί να ανακληθεί ούτε με αναλογική εφαρμογή του άρθρου 90 ΚΠΔ, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται ο διορισμός συνηγόρου από τον ίδιο τον κατηγορούμενο.

11. Τροποποίηση άρθρου 110 για μονομελές Εφετείο

Αιτιολογικές σκέψεις: Η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου ως δικαστηρίου εκδίκασης ορισμένων κακουργημάτων απηχεί την πολιτική βούληση του Υπουργείου Δικαιοσύνης και προωθείται αυτοτελώς με σκοπό την κάλυψη άμεσων αναγκών αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης μέχρις ότου αποδώσουν οι εναλλακτικοί θεσμοί απονομής ποινικής δικαιοσύνης. Παρά την επί της αρχής αντίθεση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του ΚΠΔ (βλ. Αιτιολογική Έκθεση Ν. 4620/2019) στην ανάθεση αρμοδιότητας στο Μονομελές Εφετείο σε υποθέσεις, που δεν εξαντλούνται σε επιμετρητική διαδικασία, αλλά προϋποθέτουν ουσιαστική διάγνωση της κατηγορίας στο πλαίσιο της κλασσικής κατ’ αντιδικίαν δίκης, η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου προωθείται αυτοτελώς από το Υπουργείο ως «ανεκτή και σκόπιμη» ώστε να αποσυμφορηθεί η ύλη του Τριμελούς και του Πενταμελούς Εφετείου. Άλλωστε, για την επιλογή αυτή συνεκτιμήθηκαν τα στατιστικά στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε σχέση με την λειτουργικότητα και αποτελεσματικότητα του Μονομελούς Εφετείου. Καθώς, λοιπόν, η άμεση αποσυμφόρηση της κακουργηματικής ύλης συνιστά πρόταγμα για τις λειτουργικές ανάγκες του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και καθώς επί του παρόντος δεν είναι προβλέψιμο το χρονικό διάστημα που θα χρειασθεί για την εμπέδωση των νέων εναλλακτικών θεσμών αποσυμφόρησης (αποχή, ποινική συνδιαλλαγή, ποινική διαπραγμάτευση), η νομοθετική παρέμβαση για την επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου ως Δικαστηρίου ουσίας κρίθηκε ως επιβεβλημένη τουλάχιστον για το μεταβατικό στάδιο της αποδοχής και αποτελεσματικής εφαρμογής των νέων εναλλακτικών θεσμών. Έτσι, παρά τον προβληματισμό που διατηρήθηκε στην πλειοψηφία των μελών της Αναθεωρητικής Επιτροπής του ΚΠΔ, η εν λόγω νομοθετική επιλογή είναι εκτάκτως αναγκαία για την ευόδωση του σκοπού άμεσης αποσυμφόρησης ύλης στις συγκεκριμένες περιπτώσεις κακουργημάτων που καταλάμβαναν τον μεγαλύτερο όγκο στα πινάκια του Μονομελούς Εφετείου κατά τα χρόνια λειτουργίας του ως δικαστηρίου ουσίας. Μετά ταύτα, η επαναφορά του Μονομελούς Εφετείου θεωρείται υπό το φως των παραμέτρων αυτών ότι μπορεί να γίνει «ανεκτή και σκόπιμη» στις περιπτώσεις των περιοριστικά απαριθμούμενων κακουργημάτων που καλύπτουν τα κριτήρια της «μαζικότητας» και της «αποδεικτικής ευκολίας» και ειδικότερα στις περιπτώσεις των κακουργημάτων της κλοπής, της ληστείας, των ναρκωτικών και των παράτυπων μεταναστών. Εξυπακούεται, άλλωστε, ότι αν βραχυπρόσθεσμα εμπεδωθούν ευρέως και αποτελεσματικά οι εναλλακτικοί θεσμοί αποσυμφόρησης της κακουργηματικής ύλης η «επιστράτευση» του Μονομελούς Εφετείου για την εκδίκαση των ανωτέρω εγκλημάτων θα μπορεί να θεωρηθεί λήξασα, έτσι ώστε η εκδίκασή τους να επανακάμψει στη φυσική αρμοδιότητα του Τριμελούς Εφετείου.

12. Συμπλήρωση του άρθρου 111 για την υλική αρμοδιότητα του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων

Αιτιολογικές σκέψεις: Η συμπλήρωση της συγκεκριμένης ρύθμισης ήταν επιτακτική ύστερα από τις νέες ρυθμίσεις του ΠΚ σε σχέση με την κακουργιοποίηση συγκεκριμένων πράξεων. Το ίδιο ισχύει για την πρόβλεψη της παρ. 7 του άρθρου 111 σε σχέση με τις εφέσεις κατά των αποφάσεων όχι μόνον του τριμελούς πλημμελειοδικείου αλλά και του μονομελούς εφετείου.

13. Τροποποίηση του άρθρου 120 για την καθ’ ύλη αναρμοδιότητα

Αιτιολογικές σκέψεις: Α) Η πρόβλεψη του εδαφίου β’ της παρ. 2 του άρθρου 120 που παρέχει στο δικαστήριο, το οποίο λόγω αναρμοδιότητας παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο, τις εξουσίες του άρθρου 315 για τη συνέχιση ή μη της προσωρινής κράτησης, την κατάργηση ή μη του εντάλματος σύλληψης, την επιβολή ή μη κατ’ οίκον περιορισμού ή περιοριστικών όρων, καθώς και τη διατήρηση ή μη της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων απηχεί τις δικαιοκρατικές αξιώσεις άμεσης εκ νέου αντιμετώπισης των ζητημάτων που συνδέονται με την παραπομπή του κατηγορουμένου. Προς αποφυγή καταχρήσεων οφείλει να διασαφηνιστεί ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει ως πεδίο αναφοράς τις περιπτώσεις αναρμοδιότητας δικαστηρίων κακουργημάτων, όπως λ.χ. της αναρμοδιότητας του μονομελούς εφετείου που παραπέμπει στο τριμελές εφετείο κακουργημάτων ή της αναρμοδιότητας του τριμελούς εφετείου κακουργημάτων που παραπέμπει στο ΜΟΔ. Στις περιπτώσεις αναρμοδιότητας τριμελούς πλημμελειοδικείου που παραπέμπει σε μονομελές πλημμελειοδικείο ή αντιστρόφως, η εφαρμογή των εξουσιών του άρθρου 315 είναι κατά κανόνα νοητή στις περιπτώσεις άρσης των τυχόν τεθέντων περιοριστικών όρων ή το πρώτον επιβολής τους σε εξαιρετικές περιστάσεις.
Β) Η κατάργηση του εδαφίου γ’ της παρ. 2 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «Το μονομελές πλημμελειοδικείο παραπέμπει την υπόθεση στον εισαγγελέα» κρίθηκε αναγκαία αφενός για λόγους οικονομίας της δίκης και αφετέρου γιατί η επί μονομελούς πλημμελειοδικείου διάσπαση του κανόνα παραπομπής της υπόθεσης από το αναρμόδιο δικαστήριο κατευθείαν στο αντίστοιχο αρμόδιο δεν είχε επαρκή δικαιολόγηση, αφού δεν συνδεόταν με ζητήματα περικοπής υπερασπιστικών δικαιωμάτων, όπως επί κακουργημάτων όπου η διαβίβαση της δικογραφίας στον εισαγγελέα για να ακολουθήσει κυρία ανάκριση είναι ενόψει της δίκαιης δίκης επιβεβλημένη.
Γ) Η κατάργηση του εδαφίου γ’ της παρ. 3 του άρθρου 120 που διαλάμβανε ότι «Αν η παραπομπή είχε διαταχθεί με βούλευμα, γίνεται κανονισμός αρμοδιότητας σύμφωνα με τα άρθρα 132 κ.ε.» κρίθηκε ως επιβεβλημένη, καθόσον η διαδικασία του κανονισμού αρμοδιότητας επί βουλευμάτων θεωρήθηκε ως πολυτελής διαδικασία για την επίλυση αντίστοιχων ζητημάτων.

14. Συμπλήρωση του άρθρου 124 για την τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων Πειραιά.

Αιτιολογικές σκέψεις: Πρόκειται για τη ρύθμιση του εδαφίου β’ της παρ. 6 του άρθρου 111 του Ν. 4055/2012 που καταργήθηκε με τις μεταβατικές διατάξεις του ΚΠΔ (άρθρο 586 στοιχ. στ’ ΚΠΔ). Η επαναφορά της ισχύος της για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στον Νομό Αττικής και σχετίζονται με ναυτικές διαφορές κρίνεται απαραίτητη, καθόσον παραδοσιακά οι εν λόγω ναυτικές διαφορές υπάγονταν στα δικαστήρια Πειραιά.
Ταυτόχρονα προωθείται η ορθότερη ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου επί ζητημάτων ναυτικών διαφορών από τους πιο εξειδικευμένους στο εν λόγω αντικείμενο δικαστές του Πειραιά.

15. Συμπλήρωση του άρθρου 126 για την ένσταση αναρμοδιότητας

Αιτιολογικές σκέψεις: Η προσθήκη επιβάλλεται καθόσον διαφορετικά δεν θα είχε ο εισαγγελέας αρμοδιότητα για κήρυξη της τοπικής αναρμοδιότητας στην περίπτωση διενέργειας προανάκρισης.

16. Συμπλήρωση του άρθρου 127 για τη γενική διάταξη

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ρητή αναφορά στο εδ. γ’ και της περίπτωσης επιβολής του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση είναι επιβεβλημένη, ενόψει και του ότι κατά τον νέο ΚΠΔ γίνεται σαφής διάκριση των περιοριστικών όρων και του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και το ένα μέτρο δεν εμπεριέχει ούτε επικαλύπτει το άλλο. Η διατήρηση του κατ’ οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση και των περιοριστικών όρων μέχρι να αποφανθεί το συμβούλιο αποτελεί, άλλωστε, τη μοναδική δυνατή επιλογή, καθόσον η τυχόν δικονομική ταύτιση του κατ’ οίκον περιορισμού με την προσωρινή κράτηση θα οδηγούσε στην αυτόματη μετατροπή του κατ’ οίκον περιορισμού σε ένταλμα σύλληψης, όπερ είναι δικονομικά και συνταγματικά ανεπίτρεπτο. Συνεπώς, η δικονομική αντιμετώπιση του κατ’ οίκον περιορισμού οφείλει να είναι στο πλαίσιο του άρθρου 127 ανάλογη με αυτήν των περιοριστικών όρων.

17. Τροποποίηση άρθρου 132 ΚΠΔ

Αιτιολογικές σκέψεις: Η ανάγκη απάλειψης από την παρ. 1 του άρθρου 132 των λέξεων «ή του επιτρόπου» είναι αυτονόητη, αφού οι επίτροποι δεν έχο

Keywords
ποινικός κώδικας, ποινικός κώδικας, υπουργειο δικαιοσυνης, άρθρο 99, εν λόγω, το φως, οοσα, κεφαλαιο, συγκεκριμένο, σημαίνει, ηλεκτρονική, συμμετοχή, ψηφοφορία, υφιστάμενη, προσφορες, ελλαδα, βεβαίωση, πειραιας, αθηνα, ιωαννιδης, θεσσαλονικη, λύση, υπουργοι, μεταταξεις, bis, οιονεί, διευκρίνιση, ρητά, φως, επιστρατευση, μοδ, κινηση στους δρομους, διορισμος, σταση εργασιας, μετρο, τελος ακινητης περιουσιας, κυβερνηση εθνικης ενοτητας, σταυρος δημας, τελος ακινητων, Καλή Χρονιά, εκλογες 2012, η ημέρα της γης, βουλευτικές εκλογές 2012, θεμα εκθεσης 2012, αλλαγη ωρας 2012, αδεια ειδικου σκοπου, βουλευτες, ρητά, οψεως, ηλεκτρονική, ακινητα, οοσα, πλαισιο, υλη, φυσικη, φως, αγορα, αδρανεια, αδυναμια, άρθρο 99, αρθρα, αρθρο, απιστια, βεβαίωση, γεωργιου, γινει, γινεται, γραμμα, δευτερο, διαστημα, δυνατοτητα, δημοσιο, δηλωση, διευκρίνιση, δοθηκε, δολο, εγκληματα, ευγενια, εκθεση, ελευθερια, εν λόγω, εν μερει, ενενηντα, εννοια, ενσταση, επρεπε, ετη, ετων, ευθυνη, ζαχαριαδης, ιδια, ιδιο, εικοσι, υποθεση, ισχυει, ιωαννιδης, κυρια, κλιμακα, λύση, λογο, μοδ, μορφη, μαρια, οιονεί, οκτω, ορος, πεδιο, πρισμα, ρυθμισεις, ρυθμιση, ρολο, σαφης, συγκεκριμένο, συγκεκριμενα, συζητηση, συνταξη, σειρα, συμμετοχή, σκεψεις, σπιτια, ταυτοτητα, τιμη, το φως, τρια, τριτη, φυλακη, υφιστάμενη, υφυπουργοι, φυση, φορα, χρονος, χρονικα, ψηφοφορία, ιωαννης, ωρες, απων, bis, δικαιωμα, εφαρμογη, ενωση, χωρα, υπουργειο, κληση, κωνσταντινου, μια φορα, νομικου, ογκο, οργανα, σημαίνει, σπυροπουλος, ταξιδι, θεοχαρης
Τυχαία Θέματα