Ολίβια Ρουίζ: «Δεν μπορώ να ξεχάσω ό,τι με έχει βλάψει»

Η αφήγηση της Ολίβια Ρουίζ στο «Ακου τη βροχή που πέφτει» (εκδ. Κριτική, μτφ. Φωτεινή Βλαχοπούλου) μας ταξιδεύει στην Ισπανία της δεκαετίας του 1970. Η Κάρμεν αναθυμάται το παρελθόν της. Εκείνη και οι δύο αδελφές της, κόρες ισπανών Δημοκρατικών, είχαν σταλεί από τους γονείς τους στη Γαλλία, όταν ήταν παιδιά ακόμη, για να γλιτώσουν από τη δικτατορία του Φράνκο. Κατέληξαν στη Μαρσεγιέτ του Νότου, όπου δούλευαν μαζί στο οικογενειακό ξενοδοχείο. Η Κάρμεν ασφυκτιά, ερωτεύεται έναν περαστικό ταυρομάχο, τον Αντόνιο,
και φεύγει μαζί του στη Μαδρίτη. Εκεί φυλακίζεται για επτά χρόνια ως συνεργός του σε παράνομες δραστηριότητές του. Στη φυλακή υφίσταται βία και ταπεινώσεις, εθίζεται στα ναρκωτικά, αλλά σώζεται κυρίως χάρη στη φιλία που αναπτύσσει με μια μεγαλύτερη σε ηλικία κρατούμενη και στην παρηγοριά που βρίσκει στην ανάγνωση μυθιστορημάτων. Από το μυθιστόρημα, όπου η μεγάλη Ιστορία εισχωρεί στις ιστορίες των ανθρώπων, προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα με την άδεια του εκδοτικού οίκου:

Κι ενώ μπορούσα πάντα να πιαστώ από κάπου, σ’ αυτό το καφέ, όπου έχει πια χαθεί κάθε ελπίδα, είναι σαν να βρισκόμαστε στη μέση της ερήμου. Σε τι ωφελεί να έχεις δύναμη στα χέρια αν δεν υπάρχει ούτε ίχνος δέντρου στον ορίζοντα για να κρατηθείς; Περιμέναμε την Αλμά σαν μεσσία, κι άλλο τόσο, αν όχι περισσότερο, λαχταρούσαμε να σε δούμε να γίνεσαι μητέρα.

Όμως εκείνη την Πρωτοχρονιά του 1977 μας περίμεναν τα χειρότερα. Γιατί αυτό που συνέβη ήταν χειρότερο και από τη φυλακή. Χειρότερο και από την τραγική μοίρα των γονιών μου, που αυτοκτόνησαν για να μην πέσουν στα χέρια ενός γαμημένου δικτάτορα. Χειρότερο και από το ψύχος που μας θέρισε στον δρόμο από την Καταλονία μέχρι το στρατόπεδο συγκέντρωσης της Αρζελές. Χειρότερο και από τον φόβο ότι ο ήλιος δεν θ’ ανατείλει ποτέ ξανά. Χειρότερο απ’ ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί. Ακόμη και για μένα, που είχα περάσει διά πυρός και σιδήρου…

Φαίνεται πως, στο μυαλό μου, οι μνήμες κάθε χρονιάς έρχονται να σβήσουν τις προηγούμενες. Στον ναό των αναμνήσεών μου, οι θέσεις συνεχώς λιγοστεύουν· γι’ αυτό και είναι τόσο πολύτιμες. Έχω μάθει να ζω με αυτό. Εκείνο όμως που δεν μπορώ με τίποτα να διανοηθώ είναι το ενδεχόμενο να ξεχάσω ό,τι με έχει βλάψει. Τρέμω στην ιδέα πως μπορεί να ξαναφάω το κεφάλι μου, επειδή έχω λησμονήσει τα παθήματα του παρελθόντος.

Και το κακό είναι πως, από τότε που γύρισα εδώ, έχω ξεχάσει σχεδόν όλα όσα με πλήγωσαν. Το μυαλό μου ξεδιαλέγει αυθαίρετα αυτά που θέλει να κρατήσει. «Είναι θέμα επιβίωσης», μου πέταξε αδιάφορα η Λεονόρ όταν της μίλησα για τα κενά της μνήμης μου, που χάσκουν σαν κρατήρες.

Πρέπει να είχα διαλέξει κακή στιγμή· υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα μου έλεγε τη γνώμη της ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές. Τα μισόλογα ήταν δικό μου προνόμιο. Για να πω την αλήθεια, είμαι άνθρωπος περισσότερο της δράσης παρά της σκέψης. Γι’ αυτό άλλωστε και έχω γνωρίσει τόσα μέρη, ενώ οι αδερφές μου δεν το κούνησαν ρούπι από αυτόν τον τόπο μια ζωή.

Γύρισα, όμως σύντομα θα ξαναφύγω. Τίποτα δεν με κρατάει πια εδώ. Θα ξεκινήσω πάλι απ’ το μηδέν, γιατί είμαι σίγουρη πως υπάρχει κάπου στον κόσμο ένας σπουδαίος ρόλος που προορίζεται αποκλειστικά για μένα. Απομένει να τον ανακαλύψω.

Το ταξίδι από την Ισπανία στη Γαλλία, στην ηλικία των έξι ετών, μου άφησε μόνο την αίσθηση του ψύχους και, ίσως ακόμη πιο έντονα, της πείνας. Του πόνου από το σφίξιμο στο άδειο στομάχι. Έτσι εξηγείται η στρογγυλεμένη μου φιγούρα.

Έχοντας ζήσει μέρες απόλυτης εξαθλίωσης, πλέον μεριμνώ για τα αποθέματά μου. Πριν πέσω για ύπνο, αλλά και μόλις ξυπνήσω, βάζω πάντα μια μπουκιά στο στόμα. Ποτέ δεν ξέρεις.

Από τους γονείς μου, το μόνο που μου έχει μείνει είναι η μουσική.

Η χαρωπή βαβούρα στο σπίτι, που γέμιζε από αλλόκοτες φιγούρες σε κάποια αποστολή, και στο φόντο το παράνομο ραδιόφωνο που έπαιζε συνεχώς, εκτός από τις μέρες των γιορτών, όταν την τιμητική τους είχαν τα παραδοσιακά τραγούδια, που μπλέκονταν με το κροτάλισμα των χαμηλών τακουνιών μας πάνω στα πολύχρωμα πλακάκια, καθώς χορεύαμε φορώντας τα καλά μας.

Όταν της το επιτρέπω, η μνήμη μου ανασύρει σκόρπιες κουβέντες. Το βουητό τους ηχεί σαν γλυκιά μελωδία στα αυτιά μου, κατακλύζει το μυαλό μου σαν το μέλι που απλώνεται στα τοιχώματα του βάζου καθώς κυλά αργά αργά. Αχ, αυτός ο ήχος… Ζεστός, θωπευτικός, μεστός και ακαθόριστος μαζί.

Από τη στενή πάλι, το μόνο που έχω συγκρατήσει είναι η μυρωδιά. Μπορεί να είμαι πια ανίκανη να μυρίσω το παραμικρό, όμως θυμάμαι πολύ καλά την αποφορά της υγρασίας που πότιζε τους τοίχους, την μπόχα της πράσινης μούχλας στον νιπτήρα, τη μεταλλική οσμή του αίματος. Θαρρώ πως έχασα την όσφρησή μου όταν αυτή η σκρόφα η Ντολόρες μού έσπασε τη μύτη. Αδυνατώ παρ’ όλα αυτά να θυμηθώ αν το ένα έφερε το άλλο· έχω χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου. Το πιο ακραίο μου τόλμημα μου έχει αφήσει μόνο μια πικρή επίγευση.

Που μου καίει τα σωθικά ανεβαίνοντας από το στομάχι στον λαιμό, σαν όξινη αναγούλα. Αναβλύζει από μέσα μου, με διαβρώνει, με τρώει σαν σαράκι.

Κι από σένα, Καλί, τι θα κρατήσω άραγε;

Η λιπόψυχη μνήμη μου με είχε βολέψει μια χαρά μέχρι στιγμής, καθώς έσβηνε τις αναμνήσεις που ήταν πολύ βαριές για να τις σέρνω πίσω μου… όμως σήμερα η μεροληψία της με παραλύει. Γιατί δεν θέλω να λησμονήσω τίποτα που να σχετίζεται με σένα. Ούτε μια απόστροφο, ούτε ένα κόμμα της κοινής μας ζωής. Η ζεστασιά από το παιδικό σου κορμάκι, όταν σε ένα ξέσπασμα τρυφερότητας ερχόσουν να κουρνιάσεις πάνω μου, θέλω να με συντροφεύει μέχρι το τέλος της ζωής μου, θέλω να την πάρω μαζί μου, ει δυνατόν, και στον θάνατο. Σε είχα σαν κόρη μου, Καλί, αλλά και σαν μικρότερη αδερφή μου. Αν το καλοσκεφτείς, εξάλλου, από σένα με χωρίζουν δεκατέσσερα χρόνια, και από τη μεγαλύτερη αδερφή μου δέκα.

Keywords
Τυχαία Θέματα