«Μνήμη Ιωάννη Συκουτρή»

Πριν από 87 χρόνια, τον Σεπτέμβριο του 1937, χάθηκε μια σημαντική, πολυσχιδής, βαθύτατα πνευματική προσωπικότητα του τόπου μας και των γραμμάτων στον 20ό αιώνα: ο σπουδαίος κλασικός φιλόλογος και δάσκαλος Ιωάννης Συκουτρής. Αυτοκτόνησε μόλις στα 36 του χρόνια και αφού είχε ήδη αφήσει πίσω του μια εξαιρετική παρακαταθήκη στον μεγάλο τομέα που ακούει στο όνομα Φιλολογία και Ελληνικά Γράμματα. Τον Φεβρουάριο του 1988, 50 χρόνια μετά την εκδημία του, έδωσα μια διάλεξη στη φιλόξενη στέγη της «Εταιρείας Σπουδών» της Σχολής Μωραΐτη για την ανεκτίμητη προσφορά

αυτού του σπουδαίου γραμματικού στην ελληνική πνευματική ζωή. Επιτρέψτε μου σήμερα να παραθέσω μερικά αποσπάσματα από αυτή μου την ομιλία:

«Γεννήθηκα τέσσερις μέρες πριν από το θάνατο του Συκουτρή (21 Σεπτεμβρίου 1937) και μπήκα στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, πρωτοανέβηκα τα σκαλιά, τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν έβγαινε από το τυπογραφείο η κατάθεση του Αντώνη Μωραΐτη (προσωπικού μαθητή του Συκουτρή), το “Μελέται και Αρθρα”, ουσιαστικά το εργαλείο που συνέδεσε τον μύθο του Συκουτρή με τη νεώτερη γενιά. Ετσι, κατά κάποιον τρόπο, ο λόγος ο δικός μου σε σχέση με αυτή την προσωπικότητα είναι και σωματικός. Τι ήταν για μας ο Συκουτρής; Για μας που βγαίναμε από τον Εμφύλιο, για μας που ερχόμαστε από τη μίζερη ελληνική επαρχία χωρίς βιβλία, χωρίς παιδεία. Για μας, όπως εγώ, που ακούσαμε όσα γράμματα μπορέσαμε ν’ ακούσουμε από ταμένους δασκάλους μέσα σε οστεοφυλάκια αντί αιθουσών. Τι ήταν για μας ο Συκουτρής που μας χώριζε απ’ αυτόν η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι; Τι ήταν για μας ο Συκουτρής που ερχόταν από μια χώρα που ήταν πολύ πρόσφατες για μας οι μνήμες οι απεχθείς; Τι ήταν για μας ο Συκουτρής που μετέφερε ένα πλέγμα ουμανισμού που όλοι μας το είχαμε δει μέσα στον ορυμαγδό του πολέμου να καταρρέει; Οταν αυτή η γενιά προσπάθησε να ξαναβρεί τα νήματα της παράδοσης με την επιστήμη της, βρήκε μπροστά της σωσίβιο, όχι επιστήμης, σωσίβιο ζωής τον Συκουτρή. Διότι, πάνω από όλα και μέσα από τις γραμμές – γιατί δεν είχαμε εμείς μπροστά μας αυτό το τίμιο πρόσωπό του – φαινόταν ακριβώς η κατάθεση του δασκάλου.

Και εκείνο που μας έλειπε ήταν ο δάσκαλος. Μας έλειπε περισσότερο στα μίζερα χρόνια των πρώτων πανεπιστημιακών μας ετών, παρ’ όλο που κι εμείς ευτυχήσαμε να έχουμε κάποιους από κείνους που μας συνέδεαν με τη μορφή, όπως π.χ. τον Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο. Ετσι, λοιπόν, ανακαλύψαμε τον δάσκαλο μέσα από την απουσία του. Και προσπαθήσαμε να αναπληρώσουμε αυτή την έλλειψη μέσα από το νόημα των γραπτών του. Διότι έχει πολύ σωστά ειπωθεί ότι φιλόλογος δεν είναι αυτός που διαβάζει γράμματα, αλλά αυτός που διαβάζει νοήματα και που γράφει νοήματα. Και ο Συκουτρής ήταν ένας τέτοιος φιλόλογος, γιατί ήταν μεγάλος γραμματικός πάνω απ’ όλα. Διότι το να φτάσεις κάποια στιγμή στο νόημα, να υπερβείς, αν θέλετε, τα γράμματα, σημαίνει ότι πρώτα πρέπει να θεμελιώσεις το γράμμα. Και ο Συκουτρής απέδειξε με την επιστημονική του κατάθεση ότι είναι, πάνω απ’ όλα, ένας μεγάλος γραμματικός.

[…] Αν σκύψουμε μέσα στα γράμματα του Συκουτρή, θα δούμε ακριβώς την παιδεία του, αυτή την καλλιέργεια που είναι αποτέλεσμα επαφής με τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας και αυτό είναι ορατό, φυσικά, στο έργο του. Δεν υπάρχει για τον Συκουτρή διάκριση ανάμεσα στις περιόδους της ελληνικής λογοτεχνίας. Δεν υπάρχει για τον Συκουτρή διάκριση μεθόδων για την προσπέλαση των κειμένων της ελληνικής, νεώτερης, μεσαιωνικής ή αρχαίας λογοτεχνίας. Ενιαία η μέθοδος και γι’ αυτό ήταν μεγάλος πρωτοδάσκαλος για σημερινούς αξιόλογους φιλολόγους. Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα σε λόγο και πάθος, διότι ως βίος, αλλά και ως επιστήμη, ο Συκουτρής ήταν ένας σπουδαίος συνδυασμός, μια ισορροπία, μια αρμονία αυτών των αντιθέτων. Ηταν πάθος, οίστρος και λόγος. Γι’ αυτό ακριβώς και προσπάθησε να ισορροπήσει τον Πλάτωνα με τον Παύλο. Τον χριστιανισμό και τον ελληνισμό. Παρότι δεν παρασύρθηκε αυτός από ιδεολογήματα του τύπου: ελληνικότητα. Δεν θα βρεθεί πουθενά μέσα στο έργο του αυτή η λέξη. Γιατί αυτή η λέξη σημαίνει ουσιαστικά απώλεια του αντικειμένου της. Οταν κανένας αισθάνεται ελληνικά, δεν έχει ανάγκη από ταυτότητες. Και εκείνος δεν είχε.

[…] Αλλά εκείνο που μας ενδιέφερε περισσότερο εμάς που βγαίναμε από την Κόλαση της Κατοχής και του Εμφυλίου ήταν αυτός ο μανικός έρως που αναδύεται μέσα από κάθε κείμενό του. Ο τρόπος, με τον οποίο προσεγγίζει το φαινόμενο, είτε αυτό είναι ένα απλό γραμματικό φαινόμενο, είτε είναι μια εποχή ή ένας συγγραφέας ή ένα μοτίβο, όταν πλησιάζει τέτοιου είδους αντικείμενα, τα πλησιάζει μ’ αυτόν τον έρωτα, δηλαδή με αυτή τη μανία να ανακαλυφθεί ουσιαστικά το έτερον. Και δεν ταυτίζω αυτή του την ιδιότητα με το συμπτωματικό γεγονός ότι είναι ο συγγραφέας της έξοχης εισαγωγής του πλατωνικού “Συμποσίου”.

Από κει και πέρα, εκείνο που αφήνει έκπληκτο έναν νέο άνθρωπο που προσεγγίζει αυτά τα κείμενα είναι το εύρος, είναι το κοίταγμα επί ίσοις όροις και η προσέγγιση κειμένων από τον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” του Παλαμά μέχρι τον Πλούταρχο και από τον Γκαίτε ως τον Νίτσε. Χωρίς να υπάρχει κάθε φορά ούτε κατ’ ελάχιστον η αίσθηση του παρέργου, ότι αυτή τη στιγμή ο κλασικός φιλόλογος ασχολείται με κάτι άλλο που τον γοητεύει. Είναι πάντα ο ίδιος ευσυνείδητος, επαγγελματίας επιστήμων. Διότι ξέρει κάθε φορά ότι, όταν πλησιάζει το αντικείμενό του, στο βάθος πλησιάζει το ενιαίον της γνώσης, που απλώς και μόνον κατακερματίζεται για λόγους μεθοδικούς ή εκφραστικούς».

Keywords
Τυχαία Θέματα