Και α και ου και ΣΥΡΙΖΑ που σου

Εχει αρχίσει να παίρνει πια  στοιχεία επιθεώρησης. Με σκετς, νούμερα, γκανγκς, αναρωτιέμαι μήπως στο άμεσο μέλλον εντάξουν και μουσικοχορευτικά. Ας πούμε με ιδέες «κλεμμένες» από το West Side Story που για τον προέδρο Κασσελάκη (ναι, στον ΣΥΡΙΖΑ αναφέρομαι) είναι, τουλάχιστον ως τίτλος, η ζωή του όλη. Να πάνε σε μια ωραία ταράτσα της Αθήνας (του Φοίβου ταιριάζει για πολλούς λόγους, θα μπορούσε

να πάρει μέρος και ο ίδιος σε ρόλο κονφερανσιέ που τόσο του αρέσει), να στηθούν από τη μια μεριά οι της Νέας Αριστεράς, από την άλλη της παλιάς, να κουνάνε τις φούστες τους τα κορίτσια, να χτυπάνε δυνατά τα πόδια τους τα αγόρια και μπαμ και μπουμ οι αντεγκλήσεις. Διανθισμένες με αξέχαστες επιτυχίες των παιδικών μας χρόνων τύπου «Σας πήραμε, σας πήραμε φλουρί κωνσταντινάτο», «Μας πήρατε, μας πήρατε βαρέλι δίχως πάτο». Μετά, η Αχτσιόγλου με τον Ευκλείδη, θα χορέψουν ένα ποπ τάνγκο, και λίγο πριν το φινάλε, θα βγαίνει θριαμβευτικά ο πρόεδρος Στέφανος για το καπιτάλε τραγούδι (όπου Πόρτο Ρίκο μπορεί να το αλλάζει με Πόρτο Ράφτη – ταιριάζει με το μουσικό μέτρο) και να τραγουδάει «Θέλω να ζω στο Αμέρικα» (ούτε θυμάμαι πότε και πού έχω δει την ελληνική βερσιόν του West Side Story και μου έχει μείνει αυτός ο στίχος).

Εν τω μεταξύ, μια ξανθιά βουλεύτρια θα βγαίνει – με μπικουτί στα μαλλιά – σε ένα παράθυρο και με το μόνιμα ξινισμένο ύφος της θα αναρωτιέται σε οπερατικό τόνο «Ποιος πήγε κι άπλωσε τα ρούχα στην ταράτσα;». Και η νεολαία, που της τα έχει και μαζεμένα, θα ραπάρει κάτω από το παράθυρό της: «Και α και ου και ΣΥΡΙΖΑ που σου». Α, κάθε τόσο, στο βάθος της σκηνής, θα περνάει – έτσι, χωρίς λόγο – ο Γιάννης Δραγασάκης με ένα παραφουσκωμένο χαρτοφύλακα, θα κοιτάει απορημένος και θα συνεχίζει προς την έξοδο. Και ο Αλέκος Φλαμπουράρης με ένα ποτήρι φρέντο καπουτσίνο (με πλαστικό καλαμάκι). Ενα άλλο γκανγκ θα μπορούσε να είναι με τον αρχηγό Στέφανο ο οποίος κάθε λίγο θα βγαίνει στο άσχετο και θα λέει «Θέλω να φάω τον Μητσοτάκη». Ακριβώς όπως έλεγε η Μάρθα Καραγιάννη στο «Κάτι να καίει» «Θέλω να φάω τη Βουγιουκλάκη».

Να σοβαρευτούμε; Πώς όμως; Είναι κι αυτός ο φίλος που μου τηλεφωνάει τα πρωινά και, αντί για καλημέρα, με ρωτάει «Ποιος έφυγε σήμερα, ποιοι τσακώθηκαν;». Και γελάει. Πικρά. Υποψιάζομαι όχι ακριβώς με αυτά που συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά για το πώς η διάσπαση, για ιδεολογικούς λόγους, ενός αριστερού κόμματος αυτού που, υποτίθεται, θα έκανε, ως κυβέρνηση, την «έφοδο στον ουρανό» προκαλεί, αντί για προβληματισμό, γέλιο. Ναι, καταλαβαίνω απόλυτα ότι ένα σερί από βαριές ήττες παράγει τριγμούς στα θεμέλια των κομμάτων και των ομάδων, ακόμη και των οικογενειών. Και οι τριγμοί μπορεί να φτάσουν ως τη διάλυση. Η διάλυση όμως θα έπρεπε, κανονικά, να είναι ο προθάλαμος της επανασύστασης.

Συμβαίνουν και στις καλύτερες οικογένειες

Δεν είναι η πρώτη φορά που, στην Ελλάδα, κόμματα που έχουν κυβερνήσει βλέπουν τα ποσοστά τους να καταρρέουν. Ας προσπεράσω την Ενωση Κέντρου και ας σταθώ στο ΠΑΣΟΚ που, στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015, τερμάτισε τελευταίο, έβδομο και καταϊδρωμένο και με ένα ποσοστό (4,68%) που το έβαλε στο τσακ στη Βουλή. Τα περισσότερα στελέχη του είχαν φύγει με χλαπαταγή και όχι να ιδρύσουν έναν νέο πολιτικό φορέα αλλά να προσχωρήσουν στον «εχθρό», στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι αποχωρήσεις όμως έμειναν, στοιχειωδώς, στο πλαίσιο της έστω και οξείας, πολιτικής αντιπαράθεσης. Δεν έγινε κωμική ρεβί πίστας.

Ο λόγος είναι προφανής. Ο ΣΥΡΙΖΑ που απέμεινε συμπεριφέρεται σαν επιθεωρησιακός ρόλος. Που, με το χέρι στη μέση, εγκαλεί αυτούς που έφυγαν. «Πάνε στα δεξιοκάναλα και μας βρίζουν και γίνονται το βούτυρο στο ψωμί των δεξιών». Και εκεί αρχίζει το παϊντιρντί. Οτι τι δηλαδή; Το διαζύγιο θα ήταν βελούδινο; Με τα ποσοστά του κόμματος να έχουν πέσει κάτω από το 10%; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα; Ή θα μπορούσαν να γίνονται μόνο όμως από ουσιαστικούς πολιτικούς. Οχι τουρίστες και μαζορέτες.

Keywords
Τυχαία Θέματα