Η αμηχανία και η ντροπή

Θέλω να πω κάτι ως πολίτης αυτής της χώρας: συχνά ντρέπομαι με όσα εξελίσσονται γύρω από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Δεν είμαι άνθρωπος υπερευαίσθητος, αλλά νομίζω ότι όπως εγώ ντρέπονται πολλοί. Που παρακολουθούν αυτή την τραγωδία να γίνεται λόγος για να ζούμε καθημερινά πολλά που δεν τιμούν το σύνολο των εμπλεκομένων – εξαιρώ τους χαροκαμένους γονείς που πολύ φοβάμαι όμως πως αργά ή γρήγορα θα μπουν και αυτή στο μίξερ της πιο ανατριχιαστικά βέβηλης πολιτικής έντασης.

Αυτό που παρακολουθούμε εδώ και μήνες είναι μια ανακριτική διαδικασία που αργά αλλά σταθερά αποκτά διαστάσεις ριάλιτι

σόου. Μια ανακριτική διαδικασία που θα έπρεπε να διεξάγεται μακριά από την πάντα αδηφάγα επικαιρότητα, γίνεται πλέον αντικείμενο σχεδόν καθημερινής προβολής στα τηλεοπτικά κανάλια, πεδίο ατελείωτων διενέξεων στα social media και λόγος καθημερινών σχεδόν πολιτικάντικων αντιπαραθέσεων στο ίδιο το κοινοβούλιο. Στο σόου παίρνουν μέρος οι πάντες – κυρίως όλοι όσοι θα έπρεπε να μένουν σιωπηλοί μπροστά στο δράμα. Δικηγόροι που κάνουν καθημερινές εμφανίσεις, αλλά και επιλεκτικές «διαρροές». Πραγματογνώμονες που μας προκύπτουν ακόμα και από το εξωτερικό. Δημοσκόποι μου μετράνε πώς και πόσο «τα Τέμπη» (έτσι το λένε, λες και μιλάμε για μια περιοχή κι όχι για ένα πολύνεκρο δυστύχημα) επηρεάζουν το εκλογικό σώμα. Συνταγματολόγοι που μας δίνουν τα φώτα τους για τις προανακριτικές, λες και μιλάμε για νέες διατάξεις στον Αστικό Κώδικα. Κυρίως πολιτικοί που αλληλοκατηγορούνται, άλλοι μπουρδολογώντας, άλλοι τσιρίζοντας, άλλοι κατηγορώντας τη Δικαιοσύνη κι άλλοι βρίσκοντας απλώς την ευκαιρία για το προσωπικό τους σόου που θεωρούν πολιτική. Παρακολουθούμε μια κυβέρνηση που εύχεται να ξεχάσουμε ως διά μαγείας όλο όσα έγιναν και μια αντιπολίτευση που σχεδόν μας εκλιπαρεί να τη χειροκροτήσουμε για την ευαισθησία της. Δεν είναι τυχαίο που το 80% του κόσμου πιστεύει πως υπάρχουν λανθασμένες κυβερνητικές ενέργειες και το ίδιο ποσοστό τονίζει πως η αντιπολίτευση προσπαθεί να εκμεταλλευθεί ψηφοθηρικά το γεγονός: ισχύουν δυστυχώς και τα δύο.

Οσο οι μέρες περνούν ολοένα και νέοι καβγάδες προκύπτουν. Ανακαλύπτεις ότι θεσμικές προσωπικότητες όπως ο πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου ξεχνάνε ή κρύβουν πορίσματα, που οι ίδιοι ζήτησαν να εκδοθούν. Ακούς να αμφισβητείται η επάρκεια των πραγματογνωμόνων. Εμφανίζονται δικηγόροι που μιλάνε για διαφορετικές θέσεις των γονιών των θυμάτων. Παρακολουθείς δημοσιογράφους που παίζουν τον ρόλο του κατηγόρου ή του υπερασπιστή της κυβέρνησης. Διαβάζεις συγκρίσεις για το είδος της τωρινής λαϊκής αγανάκτησης με αυτήν που υπήρξε για τα όσα τραγικά έγιναν στο Μάτι. Και κυρίως παρακολουθείς αμήχανα και νέες συζητήσεις – ατελείωτες συζητήσεις. Για τη δημοσιογραφική δεοντολογία, για τις προανακριτικές, για το αν η κυρία  Καρυστιανού θα κάνει κόμμα, κ.τ.λ. κ.τ.λ.  Ολα αυτά προκαλούν θλίψη και δυσφορία. Οσο περίπου και οι εκτιμήσεις για το πόσο το θέμα θα μείνει στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας – λες και το πρόβλημα είναι αυτό κι όχι ότι πάνω από πενήντα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Υπάρχει μόνο ένα δεδομένο. Το τραγικό αυτό δυστύχημα δεν θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχαν εγκληματικές αμέλειες. Γι’ αυτό και όλοι σχεδόν δέχονται πως υπήρξε έγκλημα στα Τέμπη: δεν ήταν μια «κακιά στιγμή», ούτε «ένα ατύχημα στη βάρδια». Υπάρχουν άνθρωποι που ταξίδευαν αμέριμνα κι έχασαν τη ζωή τους. Είναι δουλειά της Δικαιοσύνης να αποδώσει ευθύνες. Ολοι, μα όλοι οι υπόλοιποι που φωνασκούν, αλληλοκατηγορούνται, παριστάνουν τους κατηγορουμένους και τους υπερασπιστές, δεν σέβονται τη μνήμη των νεκρών. Ο κόσμος μπορεί να τους παρακολουθεί αμήχανος. Αλλά ούτε θα τους ξεχάσει ούτε θα τους συγχωρέσει.

Keywords
Τυχαία Θέματα