Η αίθουσα πλήττει αξιοπρεπέστατα

Βρίσκομαι σε κεντρική αίθουσα της Αθήνας και παρακολουθώ την ομιλία κορυφαίου πολιτειακού παράγοντα. Με έχουν τοποθετήσει στην πρώτη σειρά ως «εκπρόσωπο», μου είπαν, του «πνευματικού κόσμου». Εγώ δεν είμαι ικανός να εκπροσωπήσω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή εσωτερική σύγκρουση – ποια πλευρά μου να εκπροσωπήσω; Τη σκωπτική ή τη νουνεχή; Την περιπετειώδη ή την αφοσιωμένη; Τον οσονούπω εξηντάρη που βλέπει τα μαλλιά του να ασπρίζουν ή τον ευτράπελο πιτσιρικά που σπαρταράει εντός μου; Ακου «του πνευματικού κόσμου»! Κάγχασα. Αλλά κάθισα.

Φοράω – καλοκαιράκι γαρ – πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια. Παπούτσια περιπάτου χωρίς κάλτσες. Αισθάνομαι σαν τη μύγα μες στο γάλα. Ολοι εδώ είναι στην πένα. Γραβάτες και μανικετόκουμπα, αστραφτερά σκαρπίνια, κουπ κομμωτηρίου ως και οι νεαρότερες κυρίες, ο απεσταλμένος του Αρχιεπισκόπου πρέπει να χτένιζε τη γενειάδα του τουλάχιστον μισή ώρα για να την κάνει τόσο αφράτη και στιλπνή. Δεν λειτουργούν τα κλιματιστικά ή τα έχουν στο ρελαντί από περιβαλλοντική υπευθυνότητα. Κάποιες πιο ηλικιωμένες και άρα πιο ξεψάρωτες κουνάνε νευρικά βεντάλιες. Οι υπόλοιποι έχουν παραδοθεί στον ιδρώτα.

Ο κορυφαίος πολιτειακός παράγων διαθέτει όψη παλιακή πλην συμπαθέστατη. Θυμίζει ελαφροχέρη παιδίατρο, που με ένα τσιμπιματάκι εμβολιάζει τα πιτσιρίκια. Θα μπορούσε και να υποδύεται, σε σίριαλ της δεκαετίας του ’90, τον κοτσονάτο παππού. Να κυκλοφορεί μέσα στο σπίτι – δηλαδή στο πλατό – με πιζάμες και με ρόμπα, με το παραμικρό να βάζει τις φωνές, μα να έχει καρδιά μάλαμα. Στον ρόλο της γιαγιάς η Κατερίνα Γιουλάκη.

Τώρα φοράει σκούρο κοστούμι και ενσαρκώνει, καθώς πρέπει, το έθνος. Κοιτάζει μια το χειρόγραφο, μια το ακροατήριο. Εχει προβάρει τις παύσεις, τους χρωματισμούς της φωνής του. Προσπαθεί να μην είναι μήτε ξύλινος μήτε υπερβολικά θεατρικός. Φιλοδοξεί τα λόγια του να μας μείνουν.

Τι να μας μείνει; Τα απολύτως αναμενόμενα;

Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, δεν χρειάζεται πια να γράφεις μόνος σου τέτοιους λόγους. Τροφοδοτείς τον υπολογιστή σου με πεντέξι απόψεις για τον κοινοβουλευτισμό, την κοινωνία των πολιτών, την αδιαπραγμάτευτη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη. Τους ασύμμετρους κινδύνους που ελλοχεύουν. Μέσα σε δευτερόλεπτα σου ξεφουρνίζει ένα κείμενο τσίλικο, με πλούσιο λεξιλόγιο και άφθονα καλολογικά στοιχεία. Μια έκθεση ιδεών που ο διορθωτής θα τη βαθμολογούσε με άριστα. Αριστα μετά πολλών χασμουρητών.

Από την άλλη μεριά, σκέφτομαι, στον καιρό του Τραμπ και του Πούτιν, το να υμνείται από τα πιο επίσημα εγχώρια χείλη η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει σημασία. Τίποτα δεν μας επιτρέπεται να θεωρούμε πλέον αυτονόητο.

Συμφωνώ με ό,τι λέει ο κορυφαίος πολιτειακός παράγων. Αναρωτιέμαι απλώς αν θα μπορούσε να τα διατυπώσει λιγάκι πιο πρωτότυπα. Ελάχιστα πιο συναρπαστικά. Αμφιβάλλω. Ο λόγος του – και ο ρόλος του όπως τον αντιλαμβάνεται – οφείλει να είναι απολύτως ισορροπημένος. Εντελώς στρογγυλός. Αν θέλαμε μπρίο και κέφι, ας βάζαμε στη θέση του έναν σταντ-απ κωμικό. Ή, ακόμα καλύτερα, τον Βασίλη Παπαβασιλείου που η γλώσσα του τσάκιζε κόκκαλα. Θα βρούμε ποτέ ως κοινωνία την αυτοπεποίθηση να τολμήσουμε κάτι τέτοιο;

Η αίθουσα πλήττει αξιοπρεπέστατα. Λίγοι έχουν το θράσος να κοιτάξουν το κινητό τους. Ακόμα λιγότεροι να ψιθυρίσουν στον διπλανό τους, να χαϊδέψουν από ανία και τρυφερότητα το χέρι της συζύγου τους ή να αμολήσουν μιαν υπόκωφη πορδή. Οι περισσότεροι έχουν βυθιστεί στις σκέψεις τους. Αλλος φτιάχνει τον προϋπολογισμό των διακοπών. Αλλος μελαγχολεί για την πρόωρη φαλάκρα του. Μια ζουμερή σαρανταπεντάρα στην τρίτη σειρά αποφασίζει να πατήσει το στεφάνι της, να ενδώσει επιτέλους στο φλερτ του Τάκη, μια ζωή την έχουμε, «yolo!» που λέει κι η κόρη της.

Φαντάζομαι τη γενική αμηχανία εάν ο ανώτατος πολιτειακός παράγων διέκοπτε ξαφνικά τον λόγο και μας ρωτούσε έναν-έναν «τι είπα μόλις;». Οι απρόσεκτοι να τιμωρούνταν με αφαίρεση διαβατηρίου – θα μας άξιζε.

Ολοκληρώνει αντί για αυτό με μια παραίνεση προς τους νέους. Η αίθουσα σείεται. Το χειροκρότημα ανακούφισης είναι κάποτε το καλύτερο.

Keywords