«Όχι» στους λαδέμπορες και τους πατριδοκάπηλους

Οχτώ δεκαετίες και κάτι δεκαδικά μετά το «Όχι», που δεν ήταν «Όχι» αλλά «Συνεπώς Έχουμε Πόλεμο», η Ελλάδα έχει στο τιμόνι της τον γιο του καιροσκόπου που στην Κατοχή έτρωγε από τρία συσσίτια, στους υπουργικούς θώκους κάμποσους ζηλωτές του Μεταξά και απογόνους χουντοβασιλικών, και σε καίριες θέσεις έναν εσμό από σύγχρονους λαδέμπορες, που πλουτίζουν πίνοντας το αίμα του κοσμάκη, όπως τότε.

Η δε Ιταλία ψήφισε προ διμήνου μία ακραιφνή νοσταλγό του Μουσολινισμού, σάρκα εκ σαρκός της παράταξης που σκαρφάλωσε στο άρμα του

Χίτλερ, αιματοκύλισε την οικουμένη και μέσα στην αναμπουμπούλα εισέβαλε στην Ελλάδα, με γυαλισμένα τα όπλα και με  μπριγιαντίνη στο μαλλί. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν…

Οι ταγματασφαλίτες και οι προδότες του ’40 άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ελληνική κοινωνία και έσπειραν –έμμεσα ή και άμεσα- Χριστοφοράκους, Βορίδηδες, Πλεύρηδες, Πάτσηδες, Μαραβέγιες, Αδωναίους, Μητσοτάκηδες. Άφταστη στην υποκριτική δεινότητα, λες και βγήκε από τη σχολή του Λιγνάδη, η Ελλάδα πανηγυρίζει κάθε χρόνο όχι την απελευθέρωσή της, αλλά –μόνη αυτή από όλα τα υπό τον ήλιο έθνη- την έναρξη του Πολέμου και την επέτειο της υποδούλωσης .

Διότι, απλούστατα, εάν αποφάσιζε να γιορτάσει τον διωγμό των Γερμαναράδων και των Ιταλαράδων, θα ήταν υποχρεωμένοι να αποθεώνει άπαξ ετησίως τον ΕΑΜ, τον ΕΛΑΣ, τους απελευθερωτές που σταυροκοπιούνται με το αριστερό χέρι, τους κομμουνιστές, την Αριστερά. Και πώς να αντέξει κάτι τέτοιο η ψυχή των ελληνόψυχων και η καρδιά των γερμανόκαρδων;

Συνεπώς, ζήτω ο Μεταξάς, που μας έκανε να κοιμόμαστε με τα παράθυρα ανοιχτά, για να φεύγει η μυρωδιά από τα πτώματα του λιμού. Ζήτω ο Τσολάκογλου και ο Ράλλης και οι άλλοι «πρωθυπουργοί» και «υπουργοί» του γερμανοπροσκυνήματος. Ζήτω το πλυντήριο, που χωράει όλο το συρφετό, δικτάτορες, πραξικοπηματίες, δολοφόνους, δοσίλογους και βασανιστές, αρκεί να ομνύουν στην πατρίδα, στη θρησκεία και στην οικογένεια.

Σημαιούλες του ’40 να μη ξεχάσουμε να βγάλουμε, για να τιμήσουμε τη μνήμη του λαοπρόβλητου ηγέτη Μεταξά. Όταν με το καλό αποδημήσει για τον κάτω κόσμο ο πρύτανης του μεταξισμού Κωνσταντίνος Πλεύρης, να θυμηθούμε να τον κηδέψουμε δημοσία δαπάνη, σαν τον Ζάχο Χατζηφωτίου. Με το δεξί του χέρι τεντωμένο, σε αιώνιο rigor mortis, να προεξέχει από το έδαφος για να βάζει τρικολοποδιές στα περαστικά κομμούνια.

Ε, λοιπόν, όχι. Όχι. Δεν θα την κρεμάσω τη ρημάδα τη σημαία στο μπαλκόνι μου, μέχρι να την αφήσουν χάμω τα βρώμικα χέρια και οι πατριδοκάπηλοι. Δεν θα ευχηθώ τίποτε στον τόπο που μου τρώει το μεδούλι ούτε θα καυλώσω ελληνοπρεπώς μπροστά στα τανκς. Εθνική υπερηφάνεια θα νιώσω όταν υπάρξει ψωμί σε κάθε τραπέζι και φάρμακο σε κάθε κρεβάτι αρρώστου.

Όταν ο τόπος απολαύσει λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική δικαιοσύνη, οικονομική αυτοτέλεια και πραγματική εθνική ανεξαρτησία. Δεν μου αρκεί η μνήμη των ηρώων του αλβανικού μετώπου για να αισθανθώ ανάταση, εφ’ όσον μάλιστα που οι ανάπηροι του πολέμου αντιμετωπίστηκαν ως παρίες όταν επέστρεψαν στην ταλαίπωρη πατρίδα.

Όχι. Όχι, με κεφαλαίο «Ο», όπως αυτό που υποτίθεται ότι αναφώνησε ο δικτάτορας Μεταξάς όταν τον επισκέφτηκε ο Ιταλός πρέσβης Εμανουέλε Γκράτσι για να το παραδώσει το μπουγιουρντί. Ο θρύλος λέει ότι ο Γκράτσι πέθανε μετανοημένος για τη συμμετοχή του στις μουσολινικές επιχειρήσεις, αλλά εδώ στην Ελλάδα, του «Όχι», αυτή η λέξη είναι άγνωστη. Ουδείς μετανοεί και ουδείς ζητάει συγχώρεση, για την οσφυοκαμψία στον κατακτητή και αργότερα στον εγχώριο εχθρό.

Τώρα που το καθεστώς Μητσοτάκη απενοχοποίησε τις ακροδεξιές πεποιθήσεις και ώθησε τα ούγκανα να ξεχυθούν από τις σπηλιές, τα social media έβγαλαν στην επιφάνεια την ακραία αγραμματοσύνη και την ανιστορησιά. «Αν δεν ήταν ο Μεταξάς, θα είχατε γίνει όλοι μπολσεβίκοι και θα σας έλεγαν Νικολάι και Λεονίντ», μου έγραψε κάποιος στο Twitter, όταν επισήμανα ότι οι μεταξοσκώληκες και τα χουντοσπέρματα ονειρεύονταν και ονειρεύονται μία Ελλάδα από Κλάους, Φριτς και Ούρσουλες.

Όχι, μωρέ, όχι. Ο παππούς μου δεν πολέμησε στο μέτωπο για να έχω εγώ πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη, υπουργό Εσωτερικών τον Βορίδη και υπουργό Υγείας τον Πλεύρη. Δεν γύρισε από την Πίνδο με κρυοπαγήματα για να παίρνει το σπίτι του δισέγγονού του το κοράκι των Γρεβενών. Η γιαγιά μου η προσφυγοπούλα δεν έπλεκε κάλτσες για να πνίγει σήμερα τους πρόσφυγες το λιμενικό του Μηταράκη.

Την ελληνική σημαία θα την βγάλω στο μπαλκόνι και θα την ανεμίσω όταν αφυπνιστούμε, βγούμε στους δρόμους και εξοστρακίσουμε τους πατριδοκάπηλους και τους ελλαδέμπορους στον Καιάδα της ιστορίας. Τότε ναι, θα έχουμε εθνική εορτή, αντάξια όλων των παρελάσεων του κόσμου.

‘Ωσπου να ξημερώσει εκείνη η μέρα, δεν έχω τίποτε να γιορτάσω, παρά μόνο τη θύμηση των αθώων ανθρώπων που έπεσαν στα βουνά της Αλβανίας ή και στους δρόμους της Αθήνας. Δεν πιστεύω σε θεό, αλλά θα πάω να ανάψω ένα κερί στη μνήμη τους, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Χαϊδαρίου, πέντε βήματα από το σπίτι μου. Και, εάν στον δρόμο μου συναντήσω κάποιον από αυτούς που μας απειλούν για «νέο 1942» την ίδια ώρα που μπουκώνονται με χρυσά κουτάλια, μπορεί να τους ανταμείψω με κανένα επετειακό πτύελο.

Keywords
Τυχαία Θέματα