Ο 16χρονος Ρομά δεν ήταν κλέφτης!

Η καταγωγή του εγκλήματος είναι αναμφισβήτητα κοινωνική. Θεωρίες που στήριζαν την εξήγηση της εγκληματικής συμπεριφοράς σε κληρονομικούς και φυλετικούς παράγοντες δεν άντεξαν στο χρόνο. Ωστόσο, κατάλοιπα αυτής της αντίληψης της βιολογικής αιτιοκρατίας, ενυπάρχουν ακόμη και μερικές φορές καλά καμουφλαρισμένα, στη συνείδηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας.

Η κυρίαρχη ιδεολογία ορίζει την «κανονικότητα» και δίνει τους «στόχους» για την κοινωνική επιτυχία. Οι προοπτικές που υπόσχεται όμως για ανοδική κοινωνική κινητικότητα, γρήγορα αποκαλύπτουν τη παραπειστική της φύση. Έτσι, η κυρίαρχη ιδεολογία

δεν διδάσκεται μόνο στα σχολεία αλλά επιβάλλεται και από τα δικαστήρια. Οι δάσκαλοι και οι δικαστές είναι οι κύριοι πρωταγωνιστές της κοινωνικής ζωής.

Είναι οι ρυθμιστές της «κανονικότητας», ενώ συχνά ανταλλάσσουν ρόλους. Ασκούν το δικαίωμα τους στην επιείκεια και τη νουθεσία αλλά επιβάλλουν και βαρύτατες ποινές, ανάλογα πάντα με το ποιός θα τύχει να σταθεί απέναντι τους.

Μπορεί το εγκληματικό φαινόμενο να φαίνεται ότι απασχολεί και ότι τρομάζει τα χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, τρομάζει όμως πολύ περισσότερο την κυρίαρχη τάξη, της οποίας την ιδεολογία αμφισβητεί. Η κοινωνική συμπεριφορά, είναι κάτι που μαθαίνεται στο πλαίσιο της κοινωνικοποίησης. Στη διαδικασία αυτή είμαστε όλοι εμπλεκόμενοι. Πότε ως «μαθητές», πότε ως «δάσκαλοι», πότε ως «δικαστές».

Ωστόσο, το έγκλημα έχει πάντα δύο διατυπώσεις, δύο αξιολογήσεις, δύο ορισμούς.

Από τη μια πλευρά είναι η αντίληψη που έχει η κοινωνία και από την άλλη πλευρά η αντίληψη που έχει το κράτος. Η πρώτη εκφράζεται κυρίως με το θυμικό και τις διάφορες «μυθολογίες», ενώ η δεύτερη με τις διατυπώσεις του Νόμου και τον εξαναγκασμό. Αυτές οι δύο όμως αντιλήψεις κάποιες φορές ταυτίζονται…

Έτσι, όταν έρχεται στα χέρια κάποιου ο λογαριασμός κάποιας εταιρείας παροχής ενέργειας κι αυτός αποφασίσει να μην την πληρώσει, να μην εκπληρώσει δηλαδή την υποχρέωση του προς την αντισυμβαλλόμενη πλευρά για την καταβολή του αντιτίμου, παραβιάζει την «καλή πίστη» που διατρέχει όλες τις αστικής φύσεως συναλλαγές. Παρ’ όλα αυτά, δεν θεωρείται από το κοινωνικό σύνολο ως εγκληματίας, καθότι με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά το μεγαλύτερο τμήμα της κοινωνίας εμπλέκεται οριακά λόγω ακρίβειας, φτώχειας, ανέχειας. Και βέβαια, τα ζητήματα αυτά το αστικό κράτος έχει προβλέψει να ρυθμίζονται ρητά από το Αστικό Δίκαιο, το οποίο αφορά τις συναλλαγές, και όχι από το Ποινικό Δίκαιο, το οποίο αφορά τα εγκλήματα. Έτσι, κράτος και κοινωνία έχουν την ίδια αντίληψη για την συγκεκριμένη συμπεριφορά, την οποία δεν αξιολογούν ως έγκλημα, αλλά ως αστικής φύσεως διαφορά! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μεταξύ των δύο Δικαίων, Αστικού και Ποινικού, το ηπιότερο και λιγότερο στιγματιστικό είναι το πρώτο!

Όταν, όμως ο ένας εκ των αντισυμβαλλόμενων είναι ΡΟΜΑ, μετανάστης, ομοφυλόφιλος, αναρχικός κλπ, τότε η αξιολόγηση είναι διαφορετική. Τότε, η μη καταβολή του αντιτίμου των 20 Ευρώ σε μια συμφωνηθείσα, αστικής φύσεως συναλλαγή, σε ένα πρατήριο υγρών καυσίμων από έναν ανήλικο ΡΟΜΑ, αξιολογείται ως έγκλημα, ως κλοπή, από την κοινωνία και τις διωκτικές αρχές του κράτους, οι οποίες τον καταδιώκουν μέχρι θανάτου. Η απόσταση που χωρίζει τον ανήλικο ΡΟΜΑ από την «κανονικότητα» τον κατέστησε στη συνείδηση κοινωνίας και κράτους, εγκληματία – κλέφτη και όχι αντισυμβαλλόμενο αστικής συναλλαγής!

Το στίγμα του εγκληματία, αναπαράγεται για μια σειρά λόγων, όπως της ευαλωτότητας των μειονοτικών κοινωνικών ομάδων απέναντι στο σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Η ανικανότητα για αποτελεσματική νομική υπεράσπιση και η συχνή εμπλοκή τους με τις διωκτικές αρχές, «κανονικοποιεί» τη βία απέναντι σε αυτές τις ομάδες από την κοινωνία και το κράτος. Αυτό όμως εγείρει σοβαρά ζητήματα δημοκρατίας και ισονομίας. Έτσι, η ίδια η κοινωνία και το ίδιο το κράτος υπονομεύουν την ενσωμάτωση τους, παίζοντας ένα ρόλο προβοκάτορα ηθικού
αυτουργού. Αυτή η προβοκατόρικη ηθική αυτουργία μετέτρεψε τον ανήλικο ΡΟΜΑ σε φυγά, για ένα έγκλημα που ωστόσο, δεν έκανε!

Αν και κανένας νόμος του ίδιου αστικού κράτους δεν στέρησε από τον βενζινοπώλη το δικαίωμα του να στραφεί αστικά κατά του ασυνεπή αγοραστή, και κανένας νόμος ή κανονισμός δεν υπαγόρευσε στον αστυνομικό να αξιολογήσει ως ποινικά κολάσιμη τη συμπεριφορά του ανήλικου, η καταδίωξη του ως εγκληματία και η δικαιολόγηση της βίας απέναντι του, έχουν βαθιά κοινωνική προέλευση. Είναι η διαιώνιση μιας αντικοινωνικής συμπεριφοράς απέναντι σε μεγάλα αλλά «διαφορετικά» τμήματα του πληθυσμού, τα οποία κράτος και κοινωνία θεωρούν «ένοχα μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου». Οι ίδιοι μηχανισμοί κοινωνικής μάθησης λειτουργούν κι εδώ, τόσο επίσημα όσο και άτυπα. Έτσι, η κοινωνία εκπαιδεύεται να δικαιολογεί τη βία απέναντι σε κάθε «μη κανονικό» και να απαιτεί από το κράτος την όλο και περισσότερη άσκηση της σε βάρος των «διαφορετικών». Ο «αποδιοπομπαίος τράγος» θυσιάζεται πάντα στο βωμό της «κανονικότητας» από τους «ιερείς» του κράτους, για να ξεπλύνουν τελετουργικά την αναπαραγωγή της εγκληματικής κοινωνικής αδικίας.

Ο Πέτρος Γαλιατσάτος είναι Κοινωνιολόγος

*Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στην Κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας «Αυγή»

Keywords
Τυχαία Θέματα