Για τις συναυλίες του ΛΕΞ – Μεταξύ μας, δεν εξηγείται η αλήθεια

Από τη συναυλία του ΛΕΞ στο γήπεδο της Νέας Σμύρνης και έπειτα, το ελληνικό ίντερνετ έχει κατακλυστεί από άρθρα που επιχειρούν να ερμηνεύσουν και να εξηγήσουν ένα φαινόμενο: πώς το άλλοτε περιθωριακό ραπ κατάφερε να γίνει τόσο δημοφιλές που να γεμίζει ολόκληρα στάδια;

Ο ΛΕΞ δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να αποτυπώνει την καθημερινότητα ανθρώπων, που πολλοί έχουμε συναντήσει, αλλά δεν ήταν κάτι το οικείο ποτέ ώστε να τους προσεγγίσουμε και να τους γνωρίσουμε πραγματικά. Τώρα που κάποιος σαν αυτούς είναι «θαυμαστός», όλο και περισσότεροι

ποθούν να μάθουν κάτι για ένα άτομο που περιτριγυριζόταν απ’ ό,τι αποκλείει κατά κανόνα ως άγνωστο η φοβισμένη ελληνική κοινωνία.

Οποιαδήποτε επιχείρηση ανάλυσης του ΛΕΞ θα είναι κενή, γιατί κανείς δεν μπορεί να επεξηγήσει περαιτέρω την ήδη βιωμένη κοινωνική αλήθεια. Αυτό που δε λέγεται, αλλά κρυφά όλοι το βλέπουν, και αδιαφορούν. Όσο μεγαλύτερη η απόσταση του ατόμου από την κοινωνία, τόσο μεγαλύτερη η έκπληξη του από «το φαινόμενο». Όσο περισσότεροι ανακάλυπταν τους στίχους αυτού του καλλιτέχνη, τόσο μεγάλωνε το κοινό που συνειδητοποιούσε ότι κάποιος μιλά με αξιοπρέπεια για τις ζωές τους.

Ο στίχος αυτός δεν είναι πολιτικός, αλλά κοινωνικός, με αποτέλεσμα να μπορεί να υποδεχθεί μια μεγάλη μερίδα κόσμου, από διαφορετικά κομμάτια της κοινωνίας. Ο ίδιος ο ΛΕΞ έχει αναφέρει ότι δεν είναι ζήτημα ταξικό, πολιτικό, οπαδικό ή μουσικό. Η σύνδεση είναι σε μοριακό επίπεδο, σε κάτι που χωρά – χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις – στη φράση «δικά μας παιδιά».

Η απόπειρα πολλών να ερμηνεύσουν «το φαινόμενο», δεν επιδιώκει απλά να εξηγήσει στο κοινό «τι εστί ΛΕΞ», αλλά θέλει να μάθει και η ίδια ποιος είναι αυτός ο καλλιτέχνης. Αν αποτύχει να μάθει, τουλάχιστον θα έχει κατασκευάσει μια εικόνα σύμφωνα με τα πρότυπα της. Στόχος αυτής της προσέγγισης είναι να καταστεί και αυτό το είδος mainstream. Ένα είδος μουσικής, που από τη γέννα του προσδιοριζόταν από το «αντί», να χαθεί μαζί με την αυθεντική κριτική του, βυθισμένο στη δόξα.

Η δυσανεξία του ΛΕΞ στις συνεντεύξεις καθιστά αυτό το έργο όλο και πιο δύσκολο. Οι περισσότεροι καταφεύγουν στους στίχους του, αφού έχουν αποτύχει να κλέψουν κάτι από τον ίδιο. Θέλουν να εξάγουν συμπεράσματα, όχι πια για τον καλλιτέχνη αλλά για το κοινό του, μιλώντας για μια πολιτική γενιά που είναι και ανήσυχη. Θέλουν να εξηγήσουν και να αναλύσουν τα πάντα γύρω του. Μεταξύ μας, δεν εξηγείται η αλήθεια.

Η μουσική του ΛΕΞ είναι βίωμα βασισμένο στους δρόμους της πόλης του, της Θεσσαλονίκης. Μια πόλη που έχει εμποτίσει κάποια από τα χαρακτηριστικά της μέσα στον ίδιο τον καλλιτέχνη, κάνοντας τον σάρκα από τη σάρκα της. Αμφότεροι οι καταθλιπτικοί τους τόνοι γίνονται αποδεκτοί, όχι ως αρνητικό συναίσθημα και τέλμα, αλλά ως κατάσταση αποδοχής του παρόντος. Προάγουν μια ανοίκεια θελκτικότητα, που συντηρείται από κάτι γκρίζο που κανείς δεν καταφέρνει να γνωρίσει πραγματικά. Είναι παρών ένας εντεινόμενος φόβος και πόνος, ο οποίος κρύβεται επιμελώς πίσω από τη δόξα. Τέλος, η Αθήνα θυμάται την ύπαρξη τους μια φορά το χρόνο, πέριξ του φθινοπώρου.

Η Αθήνα βέβαια δεν έχει λόγο να ανησυχεί, πλέον εκπροσωπείται από τον Εθισμό.

Keywords
Τυχαία Θέματα