Χωρίς αγωγή

Του Κώστα Βαξεβάνη

Οι παλιοί δημοσιογράφοι (επιμένω να θεωρώ άλλους πιο παλιούς από μένα, τουλάχιστον για ψυχολογικούς λόγους) έλεγαν πως οι αγωγές και οι μηνύσεις είναι τα παράσημα του επαγγέλματος. Έχουμε λοιπόν πολλά παράσημα. Αγωγές κυρίως. Η διαφορά της μήνυσης από την αγωγή είναι πως στη μήνυση ο κατήγορος είναι εκεί, τον ρωτάς, τον βάζεις να απαντήσει σε διάφορα στοιχεία, υπάρχουν μάρτυρες και μια διαδικασία που πολλές φορές γυρίζει μπούμερανγκ. Στις αγωγές, ένα δικαστήριο που πριν από λίγο δίκαζε εργατικές διαφορές, με μια ακροαματική διαδικασία 30 λεπτών, εξετάζοντας έως δύο μάρτυρες,

βγάζει μια απόφαση. Τα ποσά που ζητούν οι «θιγόμενοι» με νόμο Βενιζέλου (ένας ακόμη αντισυνταγματικός νόμος του μεγάλου Συνταγματολόγου) είναι τεράστια.

Σε σοβαρές χώρες, η μήνυση, δηλαδή η ποινική διαδικασία, προηγείται της αστικής, της αγωγής. Αν κάποιος δικαιωθεί στα ποινικά δικαστήρια απαιτεί και την αποζημίωσή του. Στην Ελλάδα ισχύει το σχιζοφρενές, κάποιος να έχει δικαιωθεί στο ποινικό δικαστήριο και να καταδικάζεται στο αστικό. Πολλές φορές, ακροβατώντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί, οι δικαστές παραβιάζουν το όριο της νομικής προσέγγισης και μπαίνουν σε ρόλο αρχισυντάκτη ενός ρεπορτάζ, αναζητώντας αν έπρεπε να γραφτεί έτσι, πράγμα που ανήκει ως ευθύνη στους δημοσιογράφους. Αλλά όπως και να έχει, σπάνια αδικούνται δημοσιογράφοι σε αγωγές. Η νομολογία που υπάρχει οδηγεί σε απόρριψη των αγωγών, ειδικά όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα. Τα δικαστήρια έχουν αποφανθεί πως ο δημοσιογράφος είναι υποχρεωμένος να ασκεί έλεγχο και κριτική ή να εκφράζει άποψη και να κάνει αξιολογική κρίση ακόμη και αν αυτή φαίνεται άδικη για το δημόσιο πρόσωπο.
Η ελευθερία του Τύπου, δεν μπορεί να προσδιορίζεται από την δυσφορία των δημοσίων προσώπων. Η συκοφαντική δυσφήμηση δηλαδή, πρακτικά αποδεικνύεται μόνο όταν χρησιμοποιούνται στοιχεία σε ένα ρεπορτάζ που δεν είναι αληθή. Συνήθως, πρέπει να αποδειχθεί και δόλος.
Πάμε τώρα λοιπόν στο τι συμβαίνει. Τα δημόσια πρόσωπα που κατά κόρον πια καταφεύγουν στα δικαστήρια, δεν το κάνουν για να δικαιωθούν όπως λένε. Το κάνουν για να αποφύγουν να απαντήσουν σε όσα τους καταλογίζονται. Ξέρουν ότι είναι χαμένη υπόθεση. Είναι δικαίωμα οποιουδήποτε να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη και να χρησιμοποιεί ένδικα μέσα. Πριν από αυτό όμως, ειδικά όταν πρόκειται για δημόσιο πρόσωπο, οφείλει να απαντήσει σε όσα του καταλογίζονται, στα πλαίσια του κοινωνικού ελέγχου που ασκεί ένας δημοσιογράφος. Η ελευθερία του λόγου, η αλήθεια και η διαφάνεια, ούτε μπορούν να συμψηφίζονται ούτε να αντικαθίστανται από μηνύσεις. Συνεπώς, ο κ. Βγενόπουλος, ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης, ο Εφραίμ, όλοι αυτοί οι οποίοι είναι δημόσια πρόσωπα τα οποία μάλιστα αρέσκονται να εμφανίζονται δημόσια, αλλά περιέργως όχι για να απαντήσουν σε ντοκουμέντα ενός ρεπορτάζ, είναι υποχρεωμένοι να απαντήσουν. Αν θέλουν να κάνουν και αγωγές και μηνύσεις ας το κάνουν, αλλά πρώτα να απαντήσουν.

Το επιχείρημα «θα τα πούμε στα δικαστήρια» είναι η αντίληψη Άκη, και όλων αυτών οι οποίοι ακόμη και την ώρα που όλα αποδεικνύουν την ενοχή τους, χρησιμοποιούν την ίδια την Δικαιοσύνη που τους διώκει, ως ασπίδα.
Οι κύριοι και οι κυρίες αυτές, ξεφεύγουν απλώς από αυτό που θεωρητικά απαιτεί η διαφάνεια στη λειτουργία των δημοσίων προσώπων, κραδαίνοντας δήθεν την Δικαιοσύνη ως υπέρτατη απειλή. Και γιατί αφού δεν διστάζουν να επιλέξουν το ύψιστο όπλο, δεν επιλέγουν και το πολύ υποδεέστερο; Αυτό της απάντησης, αφού όχι μόνο κανένας δεν τους την αρνείται, αλλά τη ζητάει κιόλας επιτακτικά.
Η κυρία Τρέμη, ο Εφραίμ, ο Βγενόπουλος και πολλοί άλλοι, δημόσια πρόσωπα, με δημόσιο λόγο και μέσο να τον εκφράσουν, δεν είναι καθόλου φειδωλοί σε όσα λένε. Αλλά όταν πρέπει να μιλήσουν για την ταμπακιέρα, να απαντήσουν επίσημα δηλαδή, στρίβουν δια της…αγωγής.
Η βιομηχανία μηνύσεων και αγωγών έχει έναν ακόμη σκοπό. Την ομηρία και την εξόντωση του δημοσιογράφου. Ένας δημοσιογράφος με αγωγές εναντίον του και μηνύσεις, γίνεται πιο «προσεκτικός», φοβάται μήπως «γίνει καμία στραβή» και βέβαια πρέπει να πληρώσει αρκετά χρήματα μόνο για να παρασταθεί στα δικαστήρια. Όταν μετά από χρόνια εκδικαστεί η υπόθεση, ο δημοσιογράφος θα αθωωθεί, αλλά θα έχει ταλαιπωρηθεί. Και ο «πονηρούλης» που έπρεπε να απαντήσει, δεν θα το έχει κάνει.

Θεωρώ πως η χαμένη τιμή της δημοσιογραφίας θα έχει αποκατασταθεί, όταν η κοινή γνώμη και οι δημοσιογράφοι καταφέρουν όλοι αυτοί οι «θιγόμενοι» να απαντούν σε όσα σκανδαλώδη αποκαλύπτονται εναντίον τους. Και μετά ας πάνε σε όσα δικαστήρια θέλουν. Αυτό θα είναι νίκη της κοινωνικής αγωγής. Οι άλλες αγωγές, τουλάχιστον εμένα προσωπικά, δεν με πτοούν και δεν με ενδιαφέρουν.

Keywords
Τυχαία Θέματα