Δ.Παπαγγελόπουλος: Βολές κατά εισαγγελέων για τις λίστες των φοροφυγάδων

15:50 5/1/2016 - Πηγή: BankWars

Απάντηση σε ανακοίνωση των εισαγγελέων που αναφέρουν πως είναι αντισυνταγματικό να χρησιμοποιούν μη νόμιμες λίστες φοροφυγάδων, εξέδωσε ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης, Δημήτρης Παπαγγελόπουλος.

«Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ πως υπάρχει Έλληνας Εισαγγελέας, που θα προτιμούσε να μειώνονται δραστικά μισθοί και συντάξεις και ο ελληνικός λαός να πληρώνει αβάσταχτους φόρους, αντί να πληρώνουν τους φόρους τους οι φοροφυγάδες και τις νόμιμες υποχρεώσεις τους οι διαπλεκόμενοι και οι κλέφτες του δημοσίου χρήματος.
Επίσης, αναρωτιέμαι αν η ανακοίνωση, που υπογράφουν οι κ.κ. Τζαβέλας

και Ζημιανίτης, αναφέρεται σε συγκεκριμένη υπόθεση και ποια είναι αυτή. Προς το παρόν… αυτά».

Η ανακοίνωση των Εισαγγελέων

«Με τη νέα νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε στον νόμο για το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, με την οποία δίνεται η δυνατότητα στους εισαγγελείς οικονομικών εγκλημάτων κατά της διαφθοράς να χρησιμοποιούν μη νόμιμες λίστες φοροφυγάδων, κ.λπ., επέρχεται παρέμβαση σε εκκρεμή υπόθεση ενώπιον της Δικαιοσύνης. Αυτό υπογραμμίζει σε σημερινή ανακοίνωσή της η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος και εκφράζει επιφυλάξεις ως προς την συνταγματικότητά της.

Με τον νόμο 4356/2015 για την επέκταση του συμφώνου ελεύθερης συμβίωσης προβλέφθηκε (με τροποποιήσεις του άρθρου 177 Κώδικά Ποινικής Δικονομίας, ΚΠΔ) ότι επιτρέπεται η χρήση παρανόμως αποκτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε υποθέσεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς.

Συγκεκριμένα, η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος αναφέρει ότι με τον εν λόγω νόμο «εισήχθη παρέκκλιση από την εφαρμογή του άρθρου 177 § 2 ΚΠΔ, ώστε για ορισμένες κατηγορίες κακουργημάτων (αρμοδιότητας του Εισαγγελέα Οικονομικού Εγκλήματος ή του Εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς), εφεξής να επιτρέπεται κατ’ αρχήν η αποδεικτική αξιοποίηση στοιχείων που έχουν συλλεγεί με μη νόμιμο τρόπο».

Όμως, η Ένωση εκφράζει τις επιφυλάξεις, ιδίως, διότι:

Η τροποποίηση αφορά και πάλι σε βασική διάταξη του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρά το γεγονός ότι εκκρεμεί το έργο της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αναθεώρησης του ΚΠΔ και παρά το αίτημα που η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος -και άλλοι επιστημονικοί φορείς- έχουν πλειστάκις υποβάλλει, να μην τροποποιούνται τα κείμενα των Κωδίκων με άσχετα νομοθετήματα, χωρίς την απαιτούμενη συστηματική και δογματική επεξεργασία, καθώς οι εφαρμοστές του δικαίου αδυνατούν να παρακολουθήσουν τις συχνές και ευκαιριακές τροποποιήσεις του νόμου, με συνέπεια να γεννάται σύγχυση και ανασφάλεια δικαίου.
Η νέα διάταξη δεν είναι εμφανές εάν και πώς συνάδει με τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 19 § 3, σύμφωνα με την οποία “απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού (απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας) και των άρθρων 9 (άσυλο κατοικίας) και 9 Α (προστασία προσωπικών δεδομένων)”.
Η νέα διάταξη εισάγει, με τρόπο νομικά μη αποδεκτό, ειδική δικονομική αντιμετώπιση ορισμένων κατηγοριών εγκλημάτων και κατηγορουμένων, ώστε η μεταχείρισή τους, στο πεδίο της επί ίσοις όροις άσκησης των υπερασπιστικών τους δικαιωμάτων να εγγράφεται ως ελεγχόμενη, όσον αφορά στη συμβατότητά της με βασικές δικαιοκρατικές παραμέτρους, όπως αυτές έχουν παγιωθεί από την εσωτερική νομολογία, αλλά και από εκείνη του ΕΔΔΑ.
Τέλος, η νέα διάταξη εξυπηρετεί τη διεκπεραίωση εκκρεμούς ποινικής υπόθεσης και, επομένως, υπόκειται ευλόγως σε κριτική ως νομοθετική παρέμβαση ad rem. Συνακόλουθα, δεν αποφεύγει να δημιουργήσει την εντύπωση εργαλειακής χρησιμοποίησης της Δικαιοσύνης για την επίτευξη ορισμένης πολιτικής ή στόχου, που δεν είναι συμβατή με τους κανόνες καλής νομοθέτησης και σεβασμού των διακριτών ρόλων των πολιτειακών λειτουργιών».
Χθες το απόγευμα μάλιστα τα πέντε μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υποστήριξαν ότι δεν ερωτήθηκαν για το περιεχόμενο της ανακοίνωσης, με το οποίο διαφωνούν και γι’ αυτόν τον λόγο υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους. Πρόκειται για τους κ.κ. Αδάμη, Σωτηροπούλου, Παπαματθαίου, Νούλη και Παναγόπουλο.

Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΝ

Τη ρητή προσήλωση των Εισαγγελέων στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς πλην όμως πάντοντε εντός των πλαισίων και ορισμών του Συντάγματος υπογραμμίζει σε απάντησή της στον κ. Δημήτρη Παπαγγελόπουλου το διοικητικό συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος.

Όπως αναφέρουν σε ανακοίνωσή τους «ουδέποτε δηλώσαμε, άμεσα ή έμμεσα, ότι προκρίνουμε τη δραστική μείωση μισθών και συντάξεων και την επιβάρυνση του ελληνικού λαού με αβάσταχτους φόρους, έναντι της πληρωμής των φόρων εκ μέρους φοροφυγάδων και της εκπλήρωσης των νομίμων υποχρεώσεων εκ μέρους των διαπλεκομένων και των κλεπτών του δημοσίου χρήματος, όπως εσφαλμένα μας αποδίδεται».

Αντίθετα, συνεχίζουν, «με την επίμαχη Ανακοίνωση δηλώσαμε ρητά την προσήλωσή μας, ως Ελλήνων Εισαγγελέων, στο στόχο της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς –όπως και όλων αδιακρίτως των εγκλημάτων-, πλην όμως πάντοτε εντός των πλαισίων και ορισμών του Συντάγματος και με όρους που προϋποθέτουν νομοτεχνική και δογματική συνέπεια».

Διευκρινίζουν δε πως η ανακοίνωση της Δευτέρας αναφέρεται σε όλες τις εκκρεμείς και υπό διερεύνηση υποθέσεις φοροδιαφυγής ή διαφθοράς, στις οποίες θα μπορούσε να γίνει χρήση μη νομίμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με τις νέες διατάξεις του άρθρου 65 Ν 4356/2015.

Υπογραμμίζουν μάλιστα πως η ανακοίνωση του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος υπογράφεται από τον πρόεδρο Κωνσταντίνο Τζαβέλλα και τον γενικό γραμματέα Δημήτριο Ζημιανίτη, αντίστοιχα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του Καταστατικού της και, επομένως, όχι προσωπικά.

Keywords
Τυχαία Θέματα