Νέο κύμα μνημονιακής επίθεσης στους εργαζομένους το πολυνομοσχέδιο

Τρία χρόνια σχεδόν έχουν περάσει από την ιστορική πλέον δήλωση του τότε πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στο Καστελόριζο. Τρία χρόνια μνημονιακής διαχείρισης της κρίσης όπου το ντόπιο πολιτικό προσωπικό συντάσσεται απόλυτα με τις απαιτήσεις των διεθνών τοκογλύφων εξυπηρετώντας τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Τρία χρόνια κατά τα οποία οι εργασιακές συνθήκες συνεχώς χειροτερεύουν, όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν την δουλειά τους, το κοινωνικό κράτος εξαφανίζεται,

τα Νοσοκομεία καταρρέουν, τα πανεπιστήμια υπολειτουργούν, τα παιδιά στα σχολεία δεν έχουν βιβλία και υποσιτίζονται. Κάθε νέος μνημονιακός νόμος που ψηφίζεται, κάθε υπουργική απόφαση που εξαγγέλλεται σφίγγει ακόμα περισσότερο την θηλιά δημιουργώντας μία κατάσταση ασφυξίας για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα.

Σε αυτό το κλίμα κινείται δυστυχώς και το νέο πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας που συνεχίζει να πετσοκόβει τις κατακτήσεις των εργαζομένων και να απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις τους τους εργοδότες. Ένα σημαντικό παράδειγμα από την δέσμη μέτρων που συνθέτουν το πολυνομοσχέδιο αποτελεί η κατάργηση των Οργανισμών Εργατικής Κατοικίας και Εργατικής Εστίας. Αυτοί οι οργανισμοί αποτέλεσαν κατάκτηση των εργαζομένων – τα κεφάλαιά τους προήλθαν αποκλειστικά από τις εισφορές των εργαζομένων – και βοήθησαν στην διατήρηση του επιπέδου ζωής της εργατικής τάξης κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης. Αποτελούν παράλληλα και οργανισμούς με μεγάλη ακίνητη περιουσία, που με την κατάργησή τους θα περάσει στον έλεγχο του ΤΑΙΠΕΔ για να ξεπουληθούν έναντι πινακίου φακής στον βωμό του χρέους και των ληστρικών επενδύσεων, για να γεμίσουν με χρήματα ένα βαρέλι δίχως πάτο, που μεγαλώνει με κάθε νέα «σωτήρια» δόση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Επίσης στο νομοσχέδιο, το οποίο ο Υπουργός σχεδόν ειρωνικά ονομάζει «αντιμετώπιση της παραβατικότητας στην αγορά εργασίας», ανάμεσα στο πλήθος αντιδραστικών μέτρων ξεχωρίζει, η υποβάθμιση του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας το οποίο ήδη υπολειτουργεί, υποστελεχωμένο και με δεμένα τα χέρια από τους αντεργατικούς μνημονιακούς νόμους που έχουν περιορίσει δραματικά το Εργατικό Δίκαιο. Αντί η τρικομματική κυβέρνηση σε μια τέτοια περίοδο να αναβαθμίσει έναν τέτοιο θεσμό, προασπίζοντας έστω και στο ελάχιστο τους εργαζόμενους, βλέπουμε ότι προσπαθεί να ξεσκίσει κάθε εργατικό δικαίωμα, κάθε κατάκτηση των εργαζομένων, κάθε ανάχωμα στην εργοδοτική αυθαιρεσία.

Επιπλέον με το άρθρο 69 εξαιρεί από τη σύνταξη των υπερηλίκων ανασφάλιστων (330 ευρώ το μήνα) όσους αναπήρους, άνω των 67 ετών που λαμβάνουν ένα πενιχρό επίδομα από την Ελλάδα ή το εξωτερικό, ακόμα και 50 ευρώ το μήνα. Με το συγκεκριμένο άρθρο να έρχεται ως συμπλήρωμα προηγούμενης διάταξης η οποία ουσιαστικά αφαιρεί από τους υπερήλικες παλιννοστούντες ομογενείς το δικαίωμα στην σύνταξη, κυριολεκτικά εξοντώνοντάς τους, η κυβέρνηση δείχνει ακριβώς ότι δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό όταν αυτοί που πλήττονται είναι οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι. Από την άλλη έχουμε την απόσυρση την τελευταία στιγμή της τροπολογίας – σκάνδαλο στο νομοσχέδιο για την κεφαλαιαγορά, με την οποία οι καταθέτες της περιβόητης λίστας Lagarde, οι οποίοι δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τα ποσά που περιλαμβάνονται στα σχετικά αρχεία, αποκτούν τη δυνατότητα να γλιτώσουν το 80% των προστίμων και των προσαυξήσεων για την απόκρυψη των εισοδημάτων τους.

Η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ απέναντι σε αυτό το πολυνομοσχέδιο έκτρωμα, αξιοποιώντας την δυναμική που της δίνει η σχέση της με τους εργαζόμενους και την κοινωνία, θα καταθέσει έξι τροπολογίες, που αν ψηφιστούν θα περισώσουν κάποια δικαιώματα. Όμως γνωρίζουμε ότι αυτό δεν φτάνει, η βαρβαρότητα των μνημονίων και των εγχώριων εκφραστών τους, μόνο η ανάπτυξη ενός μαζικού λαϊκού κινήματος, που αποτέλεσμά του θα είναι η κυβέρνηση της αριστεράς, μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση και να βάλει τους εργαζόμενους στο προσκήνιο σε μία Ελλάδα χωρίς μνημόνια.

Δέσποινα Χαραλαμπίδου

Βουλευτής Α’ Θεσσαλονίκης του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ

Keywords
Τυχαία Θέματα