Οι μηχανισμοί που οργάνωσαν την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη

Γράφει ο Ηλίας Νικολακόπουλος

Ήταν η κορύφωση (προσωρινή όπως αποδείχτηκε τον Απρίλιο του 1967) μιας πορείας που οδήγησε στη συγκρότηση και τη σταδιακή αυτονόμηση ενός παράλληλου κατασταλτικού μηχανισμού, ο οποίος συνήθως χαρακτηρίζεται ως «παρακράτος», ενώ στην πράξη υπήρξε ένα πραγματικό «υπερκράτος», σύμφωνα με τη έκφραση του Σοφ. Βενιζέλου, το οποίο λειτουργούσε όμως σε αγαστή συνεργασία και απόλυτη συνάφεια με το επίσημο κράτος.

Η συγκρότηση του «παρακράτους» δεν ήταν ένα άμεσο , αλλά ένα έμμεσο

και ετεροχρονισμένο αποτέλεσμα του Εμφύλιου Πολέμου. Πράγματι, κατά τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Εμφύλιου, οι διώξεις εναντίον της Αριστεράς αποτελούσαν αρμοδιότητα των επίσημων κατασταλτικών μηχανισμών, οι οποίοι λειτουργούσαν με ιδιαίτερη αποτελεσματικότητα και, κυρίως μετά την άνοδο του Συναγερμού στην εξουσία το 1952, είχαν στελεχωθεί από άτομα που δεν έκρυβαν τις αυταρχικές, έως φιλοδικτατορικές, πεποιθήσεις τους, όπως οι επίδοξοι πραξικοπηματίες του IΔEA, με κορυφαίο παράδειγμα την τοποθέτηση του Αλεξ. Νατσίνα στην ηγεσία της ΚΥΠ.

Στην επαρχία βέβαια -και κυρίως στα χωριά και τις κωμοπόλεις- την κατασταλτική λειτουργία της Χωροφυλακής επικουρούσε αφενός ο στρατός και αφετέρου ομάδες πολιτών οι οποίοι, σε άμεση σύνδεση με το στρατό, συγκροτούσαν τα ΤΕΑ. Ο έλεγχος μπορούσε έτσι να είναι σχεδόν απόλυτος, αφού άλλωστε και η πολιτική παρουσία της Αριστεράς στον αγροτικό και ημιαστικό χώρο, ιδιαίτερα της ηπειρωτικής Ελλάδας, είχε δραστικά αποδυναμωθεί ως άμεση συνέπεια της στρατιωτικής ήττας της στον Εμφύλιο Πόλεμο.

Διαφορετική ήταν όμως η εικόνα στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπου με την πάροδο του χρόνου και την επίπονη ανασυγκρότηση μιας νόμιμης Αριστεράς, ο έλεγχος και η αντιμετώπισή της, με το παραδοσιακό μοντέλο κατασταλτικής πολιτικής είχε αρχίσει σταδιακά να χάνει την αποτελεσματικότητά το. Άλλωστε, το κυρίως ζητούμενο πλέον δεν ήταν η εξάρθρωση και δίωξη των παράνομων οργανώσεων του ΚΚΕ – οι οποίες μάλιστα από τις αρχές του 1958 έπαψαν ουσιαστικά να υπάρχουν – αλλά η περιστολή και καταστολή της δράσης ενός τυπικά νόμιμου κόμματος, όπως ήταν η ΕΔΑ.

Οι εκλογές του 1958 ανέδειξαν με απόλυτη σαφήνεια τη δυναμική που είχε ανακτήσει η Αριστερά, πριν καν συμπληρωθούν δέκα χρόνια από το τέλος του Εμφυλίου. Δεν ήταν μόνο το γεγονός ότι η ΕΔΑ αναδείχτηκε αξιωματική αντιπολίτευση συγκεντρώνοντας το 24,4% των ψήφων και εκλέγοντας 79 βουλευτές. Ήταν κυρίως η διαπίστωση ότι η ΕΔΑ αποτελούσε την κυρίαρχη πολιτική δύναμη στην πρωτεύουσα και στη Θεσσαλονίκη (με 42% και 43% των ψήφων αντίστοιχα), ενώ διέθετε επίσης και ισχυρότατη παρουσία (από 35% έως 55%) και στα πέντε μεγαλύτερα αστικά κέντρα της υπόλοιπης Ελλάδας, τα μόνα με πληθυσμό τότε πάνω από 40,000 κατοίκους: την Πάτρα, τον Βόλο, τη Λάρισα, το Ηράκλειο και την Καβάλα.

Αναφερόμενος στο αποτέλεσμα των εκλογών εκείνων, ο Κ. Καραμανλής, σε μεταγενέστερο σημείωμά του, αναφέρει υπαινικτικά ότι «προεκάλεσε εις την κοινήν γνώμην ένα μούδιασμα και ανησυχίες δια το μέλλον». Ως άμεση απάντηση σε αυτό το «μούδιασμα» εντάθηκαν, ήδη από το καλοκαίρι του 1958, τα αστυνομικά μέτρα εναντίον της ΕΔΑ και σε ένα μόνον εξάμηνο συνελήφθησαν και εκτοπίστηκαν 175 στελέχη της, ενώ κατά την προηγούμενη περίοδο ο θεσμός των διοικητικών εκτοπίσεων, έτεινε σταδιακά να εκλείψει. Κορυφαία συμβολική εκδήλωση αυτών των άμεσων αστυνομικών διώξεων εναντίον της ΕΔΑ, ήταν η σύλληψη, τον Δεκέμβριο του 1958, και στη συνέχεια η καταδίκη σε πενταετή φυλάκιση, με την κατηγορία της κατασκοπίας, του Μανώλη Γλέζου, γραμματέα του κόμματος και διευθυντή της Αυγής.

Εκτός όμως από την άμεση αστυνομική καταστολή, συζητήθηκε την ίδια περίοδο και η ενεργοποίηση άλλων μηχανισμών που θα μπορούσαν να αντιπαρατεθούν στη νόμιμη δράση της ΕΔΑ, με άμεσες και βίαιες μεθόδους. Σχεδιάστηκε έτσι, ιδιαίτερα για τις μεγάλες πόλεις, ένα διπλό σύστημα κατασταλτικής πολιτικής, όπου δίπλα στις αστυνομικές δυνάμεις, τις επίσημα επιφορτισμένες με τη δίωξη του κομμουνισμού, θα έπρεπε να συγκροτηθούν και ομάδες πολιτών, οργανωμένες σε σωματεία και συλλόγους οι οποίες θα συγκρούονταν με την Αριστερά στο μαζικό επίπεδο. Ήταν μια ιδέα που μορφοποιήθηκε και τέθηκε σε λειτουργία από πρώην κομμουνιστές (όπως ο Γ. Γεωργαλάς, ο Σαβ. Κωνσταντόπουλος, ο Ελ. Σταυρίδης και άλλοι), οι οποίοι εισηγήθηκαν ότι έπρεπε ο αντικομουνιστικός αγώνας να υιοθετήσει βίαιες πρακτικές για να αντιμετωπίσει την Αριστερά σε μαζικό επίπεδο.

Ιδρύθηκαν έτσι ή επαναδραστηριοποιήθηκαν, αμέσως μετά το 1958, μια πληθώρα οργανώσεων – πάνω από 50 τίτλους παραθέτει στο πρωτοπόρο βιβλίο του ο Ανδρέας Λεντάκης – που όλες σχεδόν χρηματοδοτούντο και ενισχύονταν ποικιλότροπα από τις κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες ήταν επιφορτισμένες με την καταπολέμηση του κομμουνισμού.

Η κυριότερη πρακτική την οποία εφάρμοζαν οι οργανώσεις αυτές, σε συνεργασία πάντα με τα σώματα ασφαλείας, ήταν η δημιουργία αντισυγκεντρώσεων, που συχνά εξελίσσονταν και σε βίαιες επιθέσεις εναντίον των συγκεντρώσεων της Αριστεράς. Η πρακτική αυτή βρήκε ευρύτατη εφαρμογή στις εκλογές του 1961, με πιο γνωστή περίπτωση την επίθεση 300 «αγανακτισμένων» τραμπούκων στην προεκλογική συγκέντρωση της ΕΔΑ στο Αιγάλεω στις 13 Οκτωβρίου κατά την οποία τραυματίστηκαν ο πρώην υπουργός Περικλής Αργυρόπουλος και ο βουλευτής Στ. Ηλιόπουλος. Επρόκειτο όμως για μια γενικότερη και σχεδόν καθημερινή πρακτική με αντίστοιχα επεισόδια στη Ρόδο (9-10), στα Χανιά (17-10), στη Δράμα και το Αγρίνιο (20-10), τα Γιαννιτσά (25-10) και με κορύφωση την ματαίωση της κεντρικής προεκλογικής συγκέντρωσης της ΕΔΑ στο Βόλο (26-10). Η ίδια πρακτική εφαρμόστηκε επίσης σε όλες σχεδόν τις προεκλογικές συγκεντρώσεις της ΕΔΑ στους περιφερειακούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, Τριανδρία (10-10), Νεάπολη (11-10), Συκεές (13-10) κτλ.

Ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για το ποιόν , τη συγκρότηση και τη λειτουργία αυτών των οργανώσεων αποτελεί η οργάνωση του Ξενοφώντα Γιοσμά, τα μέλη της οποίας διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη.

Ο Ξενοφώντας Γιοσμάς, συνεργάτης των Γερμανών την περίοδο της Κατοχής, έδρασε αρχικά ως οπλαρχηγός στην περιοχή της Κατερίνης για να ενταχθεί στη συνέχεια στο Τάγμα του Γεωργίου Πούλου, με το οποίο και εγκατέλειψε την Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1944 με τη συνοδεία και προστασία των γερμανικών στρατευμάτων. Στη Βιέννη μάλιστα όπου αρχικά κατέληξε διατέλεσε και «υπουργός» στην κυβέρνηση – φάντασμα του δωσίλογου Τσιρονίκου.

Καταδικασμένος ερήμην σε θάνατο το 1945 από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων, παρέμεινε στη Γερμανία μέχρι το καλοκαίρι του 1947, οπότε και επέστρεψε στην Ελλάδα, σίγουρος πια ότι λόγω Εμφυλίου Πολέμου η καταδίκη του δεν επρόκειτο να εκτελεστεί, όπως και πράγματι συνέβη. Ελεύθερος από τις αρχές του 1951 συνέχισε την «εθνωφελή» του δράση και το 1960, επωφελούμενος από την επιχορηγούμενη άνθιση των «παρακρατικών» οργανώσεων, ίδρυσε το «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος», στον οποίο εντάχθηκαν και παλιοί συμπολεμιστές του από το Τάγμα του Γεωργίου Πούλου, όπως ο Χρήστος Φωκάς, ο οποίος στην αντισυγκέντρωση κατά την οποία δολοφονήθηκε ο Γρηγόριος Λαμπράκης, τραυμάτισε βαριά τον βουλευτή της ΕΔΑ Γιώργο Τσαρουχά.

Τον Ξενοφώντα Γιοσμά, προνομιακό πλέον συνομιλητή των αρχών ασφαλείας στη Θεσσαλονίκη, επιστράτευσαν τον Μάϊο του 1963 η Χωροφυλακή και το τοπικό κλιμάκιο της ΚΥΠ για να οργανώσουν τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη με την αυτοπρόσωπη μάλιστα παρουσία και καθοδήγηση των τοπικών αστυνομικών αρχών. Δολοφονία η οποία αποτέλεσε όμως τον καταλύτη για την κορύφωση της πολιτικής κρίσης που είχε ξεσπάσει μετά τις εκλογές του 1961.

Η άμεση πολιτική συγγένεια των «παρακρατικών» οργανώσεων, που έδρασαν κυρίως την περίοδο 1959-1963, με τον ένοπλο δωσιλογισμό της Κατοχής δεν χαρακτηρίζει μόνον την οργάνωση του Ξενοφώντα Γιοσμά. Και η «Αντικομουνιστική Σταυροφορία Ελλάδος», η μαζικότερη ίσως από τις αντίστοιχες οργανώσεις με έδρα την Αθήνα και ημιστρατιωτικά παράρτημα σε αρκετές άλλες πόλεις, είχε ως αρχηγό τον αντισυνταγματάρχη ε.α. Θεόδωρο Παπαδόγκωνα, υπαρχηγό των Ταγμάτων Ασφαλείας Πελοποννήσου κατά την Κατοχή. Από τον ίδιο αυτό χώρο των «παρακρατικών» οργανώσεων άντλησε άλλωστε στη συνέχεια και η δικτατορία ορισμένα από τα πιο δυναμικά της στηρίγματα. Πρόκειται για μια ακροδεξιά πολιτική παράδοση, που παρέμεινε βέβαια εν υπνώσει, για αρκετές δεκαετίες, μετά το 1974, για να επανεμφανιστεί όμως τριάντα χρόνια αργότερα ενταγμένη μέσα στον ΛΑ.Ο.Σ. και στη συνέχεια εκκωφαντικά με την άνοδο της Χρυσής Αυγής, στις πρόσφατες εκλογές.

Συμβολική επιβεβαίωση αυτής της διαχρονικής συνέχειας, η υποψηφιότητα του Αλέξανδρου Γιοσμά, γιου του Ξενοφώντα Γιοσμά, με τον ΛΑ.Ο.Σ. στις βουλευτικές εκλογές του 2007 στο νομό Ροδόπης.

(ομιλία σε εκδήλωση με αφορμή τα 50 χρόνια από τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, Κως, 5-7 Απριλίου 2013)

Δείτε εδώ όλο το ιστορικό αφιέρωμα.

Keywords
Τυχαία Θέματα