Καθαρά χέρια ή μπερδεμένα πόδια ;

Όπως εξελίσσονται τα πράγματα η Ελλάδα μοιάζει να ζει μέρες που θυμίζουν Νοέμβρη του 1992 στην Ιταλία, τότε που ξεκίνησαν τα «Καθαρά χέρια». Τότε που η Ιταλική δικαιοσύνη άρχισε να μοιράζει ποινές και να στέλνει υπουργούς στη φυλακή, σε μια επιχείρηση που βαθμιαία άλλαξε το πολιτικό χάρτη της γειτονικής χώρας. Με αποτέλεσμα τα μεγάλα κόμματα εξουσίας να οδηγηθούν σε αναγκαστική διάλυση το ένα μετά το άλλο, μέσα σε δυο μόλις χρόνια.

Το ότι αυτή η διαδικασία κάθαρσης οδήγησε στη αχαλίνωτη πολιτική κυριαρχία Μπερλουσκόνι

και των ξεσαλωτικά μπούνγκα-μπούνγκα πάρτι του, δεν αλλάζει σε τίποτα το ξεσπάθωμα των Ιταλών δικαστών. Το οποίο, μάλιστα, συνοδεύτηκε από σημαντικές αναθεωρήσεις τόσο στο καθεστώς ασυλίας των πολιτικών όσο και στις συνταγματικές διατάξεις περί ευθύνης υπουργών.

Οι συγκρίσεις της εκδήλωσης αυτής της, έστω προσωρινής, Νέμεσης στην Ιταλία με όσα συμβαίνουν σήμερα στη χώρα μας είναι σίγουρα παρακινδυνευμένες. Και επί πλέον παρόμοιες αιτίες και αφορμές δεν οδηγούν στα ίδια αποτελέσματα. Ωστόσο κάτι φαίνεται να έχει αλλάξει στη συμπεριφορά των εγχώριων αστυνομικών οργάνων απέναντι σε παρανομίες τύπου Λιάπη ή Τομπούλογλου.

Πράγμα που γίνεται εμφανέστερο όταν οι ανακριτές κινούνται με ανεξαρτησία δράσης, δίχως να επιζητούν τη συγκατάθεση κάποιου πολιτικού κέντρου για τις ενέργειές τους. Εκεί που άλλοτε οι αστυνομικοί κάθονταν συνήθως σούζα και οι δικαστικοί έως προσφάτως έψαχναν πολιτική κουβέρτα, τώρα τιμούν επί τέλους τα λησμονημένα αυτονόητα: τους όρκους, τις σπουδές, το καθήκον τους.

Δεδομένου ότι ο δικαστικός έλεγχος των σκανδάλων δεν αποτελεί κάποια μνημονιακή υποχρέωση ούτε, φυσικά, η κυβέρνηση αποφάσισε ξαφνικά να τιγκάρει με VIPς την έκτη πτέρυγα του Κορυδαλλού, η υπό εξέλιξη τελετουργία της κάθαρσης είναι, μάλλον, παρήγορη. Όχι μόνο επειδή αγγίζει τους πρώην στενούς ηγετικούς πυρήνες των κομμάτων της συγκυβέρνησης αλλά, κυρίως, επειδή σταδιακά αποκαθιστά την αξιοπρέπεια και την κλονισμένη πίστη του ταλαιπωρημένου πολίτη προς το κράτος δικαίου.

Ωστόσο, επειδή η επιδιόρθωση και η αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου δεν στηρίζεται αποκλειστικά στην ανάσυρση και την διερεύνηση σκανδάλων, αλλά επεκτείνεται σε αποφάσεις των δικαστηρίων περί αντισυνταγματικότητας των περικοπών και της φορολόγησης των αποδοχών των δικαστικών, δημιουργούνται σε μερίδα της κοινωνίας διάφορα ερωτήματα. Αν, δηλαδή, λειτουργούν με κίνητρο το ίδιο όφελος, αν κλείνουν πονηρά το μάτι στην αντιπολίτευση και αν, τέλος, ενεργούν ρεβανσιστικά προς τα πολιτικά πρόσωπα;

Οι ίδιοι, απευθυνόμενοι προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, διατείνονται πως κάνουν αυτονόητα τη δουλειά τους με πνεύμα ανεξαρτησίας και ανιδιοτέλειας αποκρούοντας τις δηλώσεις του περί «αποκρουστικής» αθώωσης των κατηγορούμενων για το χρηματιστηριακό σκάνδαλο. Είναι σαφές, εξάλλου, ότι οι δικαστικοί δεν είναι απολυμένοι δημοτικοί αστυνομικοί και σχολικοί φύλακες να περιμένουν τις υποσχέσεις περί αποκατάστασης από την αξιωματική αντιπολίτευση.

Εν τούτοις είναι ευδιάκριτη η αμηχανία της κυβέρνησης καθώς και η επιφύλαξη μερίδας των ΜΜΕ για το εύρος και το βάθος των δικαστικών αποκαλύψεων, όπως αυτές αντανακλώνται στο πολιτικό σύστημα. Ιδίως σε ότι αφορά το ενδεχόμενο ντόμινο που θα προκαλέσει η λεπτομερής έρευνα στο ευρύτερο τραπεζικό σύστημα με τις πιθανές καραμπόλες της στο χώρο των ΜΜΕ.

Παράλληλα, ένα σκεπτόμενο κομμάτι της δημοκρατικής κοινής γνώμης που γνωρίζει ότι η επιταχυνόμενη απόδοση δικαιοσύνης δεν αναπληρώνει τις οδυνηρές υλικές απώλειες των πτωχευμένων νοικοκυριών, διατηρεί αμφιβολίες. Όχι γιατί στο πρόσφατο παρελθόν ελάχιστες έως καμιά δικαστική έρευνα δεν ολοκληρώθηκε και κανένας κατεργάρης, απατεώνας και καταχραστής του Δημοσίου δεν οδηγήθηκε πίσω από τα σίδερα, αλλά γιατί η συγκεκριμένη υπερβολή αντιστρέφεται πλέον με τον πιο αυθαίρετο τρόπο.

Από εκεί που κάποτε όλοι ήταν αθώες περιστερές, σήμερα όλοι οι κατηγορούμενοι θεωρούνται, αν δεν διαπομπεύονται, δυστυχώς, προκαταβολικά ως ένοχοι πριν κριθούν από τα δικαστήρια. Σίγουρα δεν ευθύνεται η δράση της δικαιοσύνης γι΄ αυτή την αίσθηση απώλειας της βεβαιότητας περί του τεκμηρίου αθωότητας.

Συμβάλουν, όμως, προς αυτή τη κατεύθυνση οι επιλεκτικές και πολλές φορές αδικαιολόγητες εκδόσεις ενταλμάτων προφυλάκισης. Με μια γκροτέσκο λογική που μοιάζει να πηγάζει από την εκβιαστική αντίληψη πως αφού οι ύποπτοι έκαναν την πάπια στην ανάκριση, υπό τη πίεση και τη ταλαιπωρία του μπουντρουμιού μπορεί κατόπιν και να κελαηδήσουν.

Είναι, μάλλον, διαυγές ότι η πλειονότητα ανακριτών και εισαγγελέων δεν συμπεριφέρεται κατ’ αυτό το τρόπο. Και δείχνει ευνόητο ότι στη συγκυρία συντονίζονται με την επιθυμία της κοινωνίας για ενδελεχή λειτουργία των θεσμών η οποία ενισχύει το φρόνημα και την κοινωνική συνοχή.

Άλλωστε, πέραν των εξοπλιστικών και του ΤΤ υπάρχουν ακόμα για διερεύνηση ποικίλες όσες αμαρτωλές υποθέσεις με μαϊμού επιδοτήσεις, ζημιογόνες συμβάσεις και δημόσιες σπατάλες. Άρα, ότι ξεκίνησε από τη Δικαιοσύνη οφείλει να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί με ευθύνη, σύνεση και μέτρο μέχρι τέλους. Διαφορετικά αντί για ενθαρρυντική επανεκκίνηση με καθαρά χέρια η χώρα μπορεί να υποστεί καθήλωση αποσύνθεσης με μπερδεμένα μπούτια.

Keywords
Τυχαία Θέματα