ΑΛΛΟΙ ΚΑΒΛΩΝΟΥΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ, ΤΟ ΧΡΗΜΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ, ΤΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

Νομίζω είναι ο Πωλ Βαλερί αυτός που έχει πει ότι η ασυναρτησία μιας ομιλίας εξαρτάται από εκείνον που την ακούει. Είμαι σίγουρος ότι, εάν σήμερα ζούσε στην Ελλάδα και άκουγε τα όσα λέγονται, θα είχε μετανοιώσει για τον αφορισμό του και θα τον είχε ανασκευάσει.

Οι ασυναρτησίες, οι μπαλαφάρες και οι πομφόλυγες σκάνε στον εγκέφαλο των νεοελλήνων σαν φούσκες. Και τον σκάνε. Φαντασμένοι, εξουσιομανείς, κομπλεξικοί, χαλασμένοι άνθρωποι, τραγικές φιγούρες ή απλώς ανόητοι ρητορεύουν ανερμάτιστα και ασυνάρτητα. Φουσκώνουν σαν

διάνοι μπροστά στα μικρόφωνα διεκδικώντας τα δέκα λεπτά δημοσιότητας.

Μην τους ακούτε. Μην τους δίνετε σημασία. Γυρίστε τους την πλάτη. Αφήστε τους στη ζάλη της θέρμης τους. Δυστυχώς, έλαχε στη χώρα μας, τα τελευταία χρόνια, να γεννιούνται, ακατάπαυτα, νάνοι στη σκέψη και φλύαροι αβδηρίτες. Ευτυχώς, υπάρχει ο Εκκλησιαστής για να θυμόμαστε ότι «πάντα ματαιότης και προαίρεσις πνεύματος», και ο Ζουβ που μας προτρέπει να υποδείξουμε τον στοχασμό σαν μέθοδο θεραπείας. Σε πρώτο πρόσωπο. Ας το προσπαθήσουμε…

Στοχάσου λίγο τον ήλιο της νιότης σου. Εκείνον που έλαμπε σαν ήσουν δεκαοκτώ χρονώ. Ξάφνισμα τον θυμάσαι τον ήλιο της νιότης σου. Αν καρφώσεις καλά τα μάτια σου. Αν τα στενέψεις. Μπορείς ακόμη να τον ξεχωρίσεις. Εσύ. Όχι ο άλλος. Το αφεντικό. Εσύ. Ήταν ρόδινος ο ήλιος. Σκέπαζε τα μισά τ’ ουρανού. Μπορούσες να τον κοιτάξεις. Εσύ. Όχι ο άλλος. Εσύ. Να τον κοιτάξεις κατά πρόσωπο. Είχε ένα χρώμα. Είχε ένα χορό. Είχε ένα πόθο. Είχε μια ζεστασιά. Μία καταπληκτική ευκολία. Σ’ αγαπούσε. Εσένα. Όχι εμένα. Εγώ έφυγα νωρίς. Όσα κάποτε, στη μέση της ζωής σου -και φεύγοντας με το τρένο, πλάι στα δάση, το πρωί- νόμισες πως φανταζόσουν, μην τ’ αρνηθείς. Μέσα στην καρδιά είναι φυλαγμένοι οι παλιοί μας ήλιοι. Βρίσκονται εκεί κι ας βασίλεψαν. Η νιότη σου ήταν δυστυχισμένε. Αν την βρωμίσεις κι αυτή, αν την πετάξεις στα σκυλιά και τη διαγράψεις, τι θα σου μείνει για τα στερνά -ασπίδα για τις ενοχές και τα φαντάσματά σου, ανόητε;

Και τώρα ας γυρίσουμε πίσω. Πολλά χρόνια. Τότε που ο ήλιος με τύφλωσε. Εμένα. Και άλλους. Κι αναζητήσαμε τη σκοτεινή πλευρά. Του ήλιου. Όχι της μεταπολίτευσης -αυτή τη ζήσανε και τη χαρήκανε όσοι σήμερα, με περισσό θάρρος εκατό μπαμπουίνων, την καταγγέλλουν. Ας γυρίσουμε όμως πίσω για να θυμηθούμε τον Μακλή. Τον θυμάσαι τον Μακλή; Όχι; Τον Άρτσιμπαλντ; Τον Άρτσιμπαλντ Μακλή δεν τον θυμάσαι; Ούτε τους άντρες του; Όχι; Δεν σου λέει τίποτε; Λογικό. Εσύ ξέρεις άντρες με το όνομα Βαγγέλης, Μιχάλης, Κώστας.   Διάλεξες την πεζή πλευρά της ζωής, και μεις την αλαφροΐσκιωτη. Όπως στη λογοτεχνία, σ’ άλλους αρέσει ο πεζός λόγος και σ’ άλλους η ποίηση, έτσι και στη ζωή, άλλοι καβλώνουν με την εξουσία, το χρήμα και τη δύναμη και άλλοι με τις ιδέες, τους αγώνες και τις γυναίκες.

Εμάς, η ιστορία μας είναι ευγενική, βαριά και τραγική. Εμπιστευτήκαμε τη λάμψη του ήλιου πάνω στα πράσινα φύλλα. Χτίσαμε τις πολιτείες μας με πέτρα και ακατάλυτα στολίδια. Δουλέψαμε το σκληρό πουρνάρι για δεξαμενές. Πιστέψαμε στην αίσθηση

Keywords
Τυχαία Θέματα