Διάλειμμα από τη μιζέρια

Κρακ. Ο ήχος από το παραθυρόφυλλο του διπλανού διαμερίσματος με ξυπνάει απότομα. Τι ώρα είναι, τι μέρα και ποιά χρονιά;Ξαφνικά συνειδητοποιώ ότι δεν με ξύπνησε ο ήχος του ξυπνητηριού. Ούτε ένα τηλεφώνημα κάποιας αγχωμένης συναδέλφου. Δεν με ξύπνησαν καν οι φωνές των γειτόνων. Δεν υπάρχει αμφιβολία, είναι Κυριακή! Μόνο τη μέρα αυτή είναι όλα τόσο ήρεμα και ξέγνοιαστα. Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Θέλω να σηκωθώ ΤΩΡΑ! Ο ουρανός είναι συννεφιασμένος και η ατμόσφαιρα μυρίζει βρεγμένο χώμα ( η μόνιμη απορία μου, πού βρέθηκε χώμα σ’ αυτήν την τσιμεντούπολη, επιστρέφει σε δευτερόλεπτα). Κάτι τέτοιες μέρες
θες να κλειστείς σπίτι, να ανάψεις τζάκι και να χαζεύεις τα φύλλα που ανεμοδέρνονται. Αλλά το στομάχι έχει άλλες απαιτήσεις˙ πρέπει να φάω και μάλιστα γρήγορα!Φτιάχνοντας το πρωινό μου μού ‘ρχεται στο μυαλό εκείνη η κλασσική (πια!) διαφήμιση του Βιτάμ για το κυριακάτικο πρωινό, που όλη η οικογένεια τρώει τηγανίτες, ο μπαμπάς διαβάζει εφημερίδα, η μαμά ταΐζει το μικρό και τα παιδιά παίζουν παραδίπλα με το σκύλο. Ε, εγώ από όλα αυτά, έχω μόνο το μαχαίρι. Δεν είναι μόνο ότι μένω μόνη, όχι. Απλά πάντα μ’ άρεσε η μοναξιά του πρωινού που το ετοιμάζεις και το απολαμβάνεις μόνη, χωμένη σε ένα ζεστό πουλόβερ, χωρίς πολλά λόγια, λάχανα και χάχανα. Μια τέτοια κρύα μέρα επιβάλλει ζεστή σοκολάτα και φρυγανισμένο ψωμί με μέλι. Απόλαυση! Κοιτάζω από το μικρό μου παραθυράκι στην κουζίνα, τους περαστικούς. Όλοι βιαστικοί, μην τυχόν και βραχούν, λες και θα πάθεις κάτι αν μερικές δροσοσταλίδες σου στολίσουν τα μαλλιά. «Αφού ψιχαλίζει!» , μου ‘ρχεται να τους φωνάξω αλλά συγκρατούμαι. Σήμερα η μέρα είναι δική μου, είναι για μένα, αρνούμαι να ασχοληθώ με το άγχος και την παράνοια που βασιλεύει στο γύρω κόσμο. Σήμερα θα κάνω διάλειμμα, διάλειμμα από τη μιζέρια. Στο καθιστικό με περιμένουν οι φάκελοι που άρπαξα βιαστικά χθες βράδυ, από το γραμματοκιβώτιο. Λογαριασμοί, κίνηση τραπεζικού λογαριασμού, χαράτσια. Νευριασμένη τα στέλνω από την άλλη πλευρά του δωματίου. Όχι, δεν μου χαλάσετε τη μέρα.Ξαπλώνω στον καναπέ και βολεύομαι. Έχω βρει την τέλεια στάση, τη στάση της απραξίας όπως λέει ο φίλος μου ο Δημήτρης, θα μπορούσα να μείνω έτσι για ώρες. Μηχανικά απλώνω το χέρι και πιάνω το βιβλίο που έχω πάντα στο τραπεζάκι δίπλα. Οι ήρωές μου με περιμένουν. Ναι το πιστεύω, είμαι στην καλύτερη στιγμή της ημέρας μου. Δεν με ενοχλεί κανένας και τίποτα κι είναι τόσο ζεστά κι αναπαυτικά εδώ στον καναπέ! Βουλιάζω στα μαξιλάρια και γυρνάω σελίδα. Το πρωινό θέλω να περάσει ακριβώς έτσι με ανάγνωση, ζεστή σοκολάτα και ήχους βροχής, αυτούς τους νικημένους ήχους, τους συρτούς, τους μελαγχολικούς. Κι όμως μέσα σ’ αυτή τη τόσο σκούρα μέρα, νιώθω χαρούμενη, ανάλαφρη. Ποιός ξέρει, ίσως χρειάζεται να το κάνουμε όλοι αυτό πιο συχνά, να μην γκρινιάζουμε που βρέχει και δεν μπορούμε να πιούμε άλλον έναν καφέ, στην ίδια καφετέρια, με τους ίδιους ανθρώπους. Ίσως χρειάζεται να απολαμβάνουμε τη μοναξιά μας, να τη ζούμε και να ευχαριστούμε που βρήκαμε λίγο χρόνο για τον εαυτό μας μέσα στον παραλογισμό που δεσπόζει εκεί έξω! Γιατί κουράστηκα. Κουράστηκα να ακούω συνέχεια πόσο ανάποδα μας τύχανε όλα, πόσο δύσκολα επιβιώνουμε πια. Σου 'χω νέα φίλε/η μου- τα καταφέρνουμε! Δεν έπεσε ο ουρανός στο κεφάλι μας, δεν ήρθε το τέλος του κόσμου. Είναι μια δύσκολη εποχή- ποιός θα το αμφισβητήσει αυτό- αλλά μπορείς κι εσύ, όπως κι εγώ, να βρεις αυτό το ένα πρωινό που θα αφιερώσεις σ' αυτό που αγαπάς. Να βρεις πέντε λεπτά μέσα στην ημέρα σου που θα γελάσεις με την ψυχή σου. Να ακούσεις για λίγο τον διπλανό σου, όχι βιαστικά, αλλά με αληθινό, ειλικρινές ενδιαφέρον. Και τότε ξέρεις τι θα έχεις πετύχει; Να χαρίσεις στον άλλο το χαμόγελο που του λείπει. Κι ίσως τότε να αρχίσει κι ο κόσμος να γίνεται λίγο καλύτερος. Έχει πέσει πια σκοτάδι. Ανάβω το φως, κάθομαι στο χαλί και συνεχίζω το διάβασμα. Το κινητό χτυπά με ένα χαμηλό, σύντομο ήχο.«Τι κάνεις;», με ρωτά. Χαμογελώ κοιτώντας την οθόνη.«Διαβάζω» είναι η μονολεκτική μου απάντηση. Και γουστάρω, σκέφτομαι.«Θες να βγούμε το βράδυ για ένα ποτό;», απαντά.Όχι φίλε. Απόψε είναι για μένα. Δεν χωράς πουθενά εσύ και η γκρίνια σου για τη δουλειά, για τη μαμά, για τα λεφτά που ποτέ δεν σου φτάνουν.«Άλλη φορά»«Πρόσεξε μη σε καταπιούν τα βιβλία! Ένα γραμμάριο αγάπης αξίζει όσο ένα κιλό γνώσης. Καληνύχτα»Πρόχειρος υπολογισμός: 127 σελίδες διαβάσματος, 3 κούπες ζεστή σοκολάτα κι απόρριψη μιας πρότασης που περίμενα καιρό. Α, και μια γλυκιά μελαγχολία που μυρίζει βρεγμένο χώμα. Κι όμως πέφτω για ύπνο χαρούμενη. Είναι τόσο ωραία η ζωή όταν είναι απλή! Irish wish fb.com/pages/Irish-wish/105125376317806
irish.wish.writer [at] gmail.com
Keywords
Τυχαία Θέματα