Την οικογένεια μας την «έγλειφε» το κύμα

22:02 25/11/2014 - Πηγή: iPop

Μπορεί στις μέρες να μην είναι τόσο συνηθισμένο αλλά πριν κάποια χρόνια υπήρχαν άνθρωποι που για να βγάλουν το ψωμί έπρεπε να τους τρώει η θάλασσα. Στην Ελλάδα το πιο παραδοσιακό επάγγελμα ήταν οι ναυτικοί. Οι ναυτικοί αναγκάζοντας να αφήσουν τη γυναίκα και τα παιδιά τους για να μπαρκάρουν ώστε η οικογένεια τους να έχει αρκετά λεφτά για ζει αξιοπρεπώς.

Σε μια τέτοια οικογένεια ανήκω και εγώ. Ο πατέρας μου είναι ναυτικός. Έτσι μπορούμε να πούμε πως την οικογένεια μας την «έγλειφε» το κύμα. Βέβαια ήμουν αρκετά τυχερός

γιατί ο πατέρας μου έλειπε μόνο 6 μήνες το χρόνο. Η απουσία όμως ήταν αισθητή και τα βιώματα μου πολλά.

Η ιστορία μου ξεκινάει όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο όταν η δασκάλα μας ρωτούσε «τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;» -«Ναυτικός» απαντούσα χωρίς να καταλαβαίνω με τι ακριβώς συνεπάγεται αυτό. Άρχισα όμως να το καταλαβαίνω όταν τα αγοράκια της ηλικίας μου περνούσαν τις Κυριακές στο γήπεδο με τον πατέρα τους και εγώ σπίτι με την μαμά. Όταν τα άλλα παιδάκια έκαναν τα πρώτα μαθήματα ποδηλάτου με τον πατέρα τους και εγώ δεν ήξερα πως να ανεβαίνω στο ποδήλατο.

Όσο μεγάλωνα, θυμάμαι να ζητάω τον πατέρα μου συνέχεια. Η μοναδική επικοινωνία ήταν 2 ή 3 φορές την εβδομάδα όταν έπιαναν λιμάνι για να μπορέσει να μας τηλεφωνήσει. Μιλάμε για την δεκαετία του 90 που δεν υπήρχαν κινητά, skype ή δίκτυο 3G για να επικοινωνούμε καθημερινά. Επίσης εκείνη την εποχή τα υπεραστικά τηλεφωνήματα ήταν και πανάκριβα και οι τηλεφωνικές συνδέσεις όχι και τόσο καλές. Όταν άκουγα τηλέφωνο πεταγόμουν επάνω και έτρεχα στο τηλέφωνο να το σηκώσω για να ακούσω τη φωνή του πατέρα μου.

Τα Χριστούγεννα για μένα ήταν η καλύτερη γιορτή γιατί ο πατέρας μου ήταν σπίτι. Αντίθετα ποτέ δεν συμπαθούσα το Πάσχα (και ακόμα δεν το συμπαθώ) γιατί ο πατέρας μου έλειπε. Ενώ τα άλλα παιδιά περίμεναν τους 3 μήνες του καλοκαιριού πως και πως για μένα το καλοκαίρι άξιζε μόνο για 15 μέρες που επέστρεφε ο πατέρας μου, αν και αυτή η χαρά κρατούσε λίγες μέρες μόνο καθώς έπρεπε να μπαρκάρει ξανά…

Όταν έφευγα θυμάμαι τα κλάματα και τα παρακάλια (« Πάρε με μαζί σου»). Ποτέ δεν με έπαιρνε μαζί του και γι αυτό το παιδικό μυαλό μου σκαρφιζόταν διάφορα, μήπως και τον πείσει να επιστρέψει, ή αν είναι δυνατόν αν μην φύγει. Δεν πρόκειται να ξεχάσω εκείνο το απόγευμα που κρύφτηκα κάτω από την τραπεζαρία και είχα αποφασίσει να μείνω εκεί μέχρι να γυρίσει ο πατέρας μου. Το βράδυ η μητέρα μου με έβαλε στο κρεβάτι μου.

Και βέβαια όλα τα τραβούσε η ηρωίδα μάνα που κάθε φορά που ήξερα ότι θα γυρίσει ο πατέρας μου δεν ήθελα να πάω σχολείο. Και όταν γυρνούσε…χωνόμουν μέσα στην αγκαλιά του και δεν τον άφηνα με τίποτα. Τα ρούχα του μύριζαν θάλασσα και όσο περνούσε η ώρα τόσο η μυρωδιά γέμιζε το σπίτι. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την μυρωδιά, για πάντα θα τη μισώ και θα την αγαπώ ταυτόχρονα. αυτή η μυρωδιά έπαιρνε μακρυά τον πατέρα μου αλλά και με πλημμύριζε χαρά όταν γυρνούσε!

Αυτή ήταν η δική μου μεριά… υπάρχει όμως και άλλη. Αυτή του ναυτικού πατέρα μου!

«Το να επιλέξω αυτό το επάγγελμα δεν ήταν αυτό που πραγματικά ήθελα. Τα χρόνια που ήμουν εγώ νέος οι γονείς μου δεν είχαν λεφτά να με σπουδάσουν. Έτσι ακολούθησα το επάγγελμα όλης της οικογένειας, ναυτικός.

Και μπορεί όλη η οικογένειαμου να ακολουθούσε αυτό το επάγγελμα, η σύζυγός μου όμως είχε αντίθετη άποψη. «Δεν θα σε παντρευτώ αν δεν μείνεις στη στεριά» είπε η Βάσω, η θάλασσα όμως με καλούσε και έτσι η Βάσω συμβιβάστηκε με 6 μήνες στεριά 6 μήνες θάλασσα. Ήξερα ότι έπρεπε να ζω 6 μήνες μακριά από την οικογένεια μου αλλά ήθελα να τους παρέχω τα πάντα. Αυτά που εγώ στερήθηκα.

Όταν γεννήθηκε ο γιος μου κατάλαβα ότι έπρεπε να δουλέψω πιο πολύ. Έναν τον είχα, έπρεπε να τα έχει όλα. Όλα για τον Παναγιώτη μου. Δεν ήμουν εκεί να τον δω από μωράκι να γίνεται αντράκι. Μάλλον δεν ήμουν εκεί όσο ήθελα. Κάθε φορά που έπρεπε να φύγω ταξίδι άφηνα πίσω την καρδία μου στη γυναίκα και στο παιδί μου. Όσες φορές και να σκέφτηκα να σταματήσω, το επόμενο λεπτό σκεφτόμουν ότι δεν θα έβρισκα δουλειά με τόσα πολλά λεφτά.

Θα ήθελα πολύ να μιλάω μαζί τους κάθε μέρα αλλά η τεχνολογία της εποχής δεν το επέτρεπε. Αλλά όταν έπαιρνα τηλέφωνο ήθελα να τους ακούσω και τους δυο. Να ακούσω τη φωνή της γυναίκας μου να μου πει νέα και τα καμώματα του Παναγιώτη. Να ακούσω το γιο μου να μου πει και εκείνος τα νέα του και να με ρωτάει πότε γυρνάω. «Σε λίγες μέρες» έλεγα …ψέμματα, αλλά τι να κάνω. Ζήλευα που δεν ήμουν εκεί ακόμα και στους τσακωμούς. Ακόμα και αυτό που ο κάθε γονιός παρακαλούσε να σταματήσει, ένας απλός τσακωμός για το διάβασμα, για μένα ήταν τόσο σημαντικό και δεν το είχα! Πάντα έλεγα στο γιο μου να διαβάζει και να ακούει τη μάνα του…

Τα βράδια μαζευόμασταν όλοι στην τραπεζαρία του πληρώματος και λέγαμε αυτά που μας είπαν τα παιδιά μας στο τηλέφωνο. Καυχιόμασταν για την σχολική πρόοδο των παιδιών μας και κυρίως γελούσαμε. Πικρό γέλιο όμως γιατί μας έλειπαν οι δικοί μας.

Και μετά η μοναξιά της νύχτας. Να σου λείπει η ζεστασιά της γυναίκας σου και του σπιτιού σου. Πολλές φορές ξυπνούσα τα βράδια και νόμιζα ότι ήμουν σπίτι αλλά το μόνο του έβλεπα ήταν το φινιστρίνι της καμπίνας μου.

Δεν πήγα πότε να δω τον γιο μου στις καλοκαιρινές επιδείξεις που έκανε στο σχολείο του. Ένιωθα τύψεις που δεν ήμουν εκεί και τους γέμιζα δώρα όταν γυρνούσα. Έκανα τον γιο μου να ξεχαστεί αλλά με σκότωνε όταν μου έλεγε «πάρε με μαζί σου» όταν έφευγα πάλι για ταξίδι.

Δεν μου άρεσε που δεν ήμουν εκεί αλλά ήξερα ότι με την σκληρή δουλειά μου θα τους παρείχα τα πάντα!»

Επιστροφή στην αρχική σελίδα

Επιστροφή στην κατηγορία

The post Την οικογένεια μας την «έγλειφε» το κύμα appeared first on iPop.

Keywords
Τυχαία Θέματα