Πρωτοχρονιά σαν άλλοτε στον Ίασμο της Ροδόπης

12:39 2/1/2021 - Πηγή: ΕΡΤ

«Από νωρίς οι γονείς ετοίμαζαν τα κόλεντα ένα είδος ξύλινου σφυριού με το οποίο γυρνούσαν τα παιδιά το απόγευμα, μόλις βασίλευε ο Ήλιος, στα σπίτια χτυπώντας τις πόρτες και λέγοντας τα κάλαντα.» θυμάται ο Μόσχος Μυλωνάς μιλώντας στην ΕΡΤ Κομοτηνής και στην εκπομπή «Καθημερινές Ιστορίες» για την όχι και τόσο μακρινή Πρωτοχρονιά στον Ίασμο.

«Παλιότερα, χτυπώντας με το κόλεντο, το ξύλινο αυτό σφυρί την πόρτα,

έλεγαν «κόλντα –κόλντα μπούλντα για χαρά και Άγιος Βασίλης, ως βαρεί η πέτρα να βαρεί και η σακούλα πουλ πουλ τα πλούδια και χρυσά μεταξουπλούδια» μεταγενέστερα άρχισαν κάπως κάποια λογιότερα κάλαντα. «Την καλησπέρα να σας πω Άγιος Βασίλης να είναι εδώ μέσα στο Αρχοντικό σας που να είναι βοηθός σας. Να μεγαλώσετε βρε παιδιά να πάτε στην Αγία Σοφιά κι εκεί να μεταλάβετε με τους ξένους να τα βάλετε να μην θαρρείτε βρε παιδιά πως είναι η Ελλάς μικρά είναι τα παλληκάρια τίγρηδες και λιοντάρια»»

Σύμφωνα με τον κ. Μυλωνά, κάτοικο του Ιάσμου και άριστο γνώστη της τοπικής παράδοσης και της λαογραφίας, από πόρτα σε πόρτα τα παιδιά γυρνούσαν και η αμοιβή τους ήταν χαρούπια, αμύγδαλα, σταφίδες και ο πιο πλούσιος, ο βασταζούμενος, ο πιο τσορμπατζής, που λέγανε στο χωριό θα έδινε κάποιο πορτοκάλι ή μανταρίνι γιατί εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν, ξερά σύκα και σταφίδες, αυτός ήταν ο μποναμάς των παιδιών.

«Οι νοικοκυρές παρασκεύαζαν την κρεατόπιτα με πράσα και κρέας από μοσχάρι ή χοιρινό ανάλογα με το τι είχε το κάθε σπίτι. Αφού καβούρδιζαν τα κρεμμύδια έβαζαν κι το βρασμένο το κρέας και έστρωναν την πίτα κι από πάνω έκαναν στην πίτα με ζυμάρι ένα σταυρό. Μέσα στην πίτα έβαζαν ένα νόμισμα, ένα κομμάτι από κλίμα, από αμπέλι και από ξύλο από κρανιά κι αυτά τυλιγμένα με κόκκινα κλωστή.Την πίτα την έψηναν στο τζάκι, από την μια πλευρά κι ύστερα την γύριζαν και από την άλλη.»
Όπως εξηγεί, όποιος έβρισκε το ξύλο της κρανιάς θα ήταν ο γερός της χρονιάς, όποιος έβρισκε την κλιματόβεργα θα ήταν αυτός που θα επωμιζόταν τις δουλειές του αμπελιού κι ο τυχερός θα ήταν αυτός που θα έβρισκε το νόμισμα. «Την καθορισμένη ώρα καθόταν πάλι όλοι στο τραπέζι αφού γυρνούσαν τα παιδιά από τα κάλαντα, έστρωνε η νοικοκυρά το τραπέζι με ψωμί, κρεατικά, κρασί και τσίπουρο, υπήρχε άφθονο στον Ίασμο τότε, και το ρόδι που είχαν την παραμονή των Χριστουγέννων. Θύμιαζε ο νοικοκύρης την πίτα και όλο το τραπέζι και έκοβε την πίτα για το σπίτι, τα χωράφια, τα ζώα. Και κατά σειρά ηλικίας για όλη την οικογένεια.» Σύμφωνα με τον κ. Μόσχο Μυλωνά καθόταν μέχρι αργά στο τζάκι με συζητήσεις και παραμύθια και την επομένη μέρα σηκωνόταν το πρωί για να πάνε στην εκκλησία παίρνοντας μαζί τους και το ρόδι που είχαν βάλει στο τραπέζι την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς και μετά το πέρας της λειτουργίας επέστρεφαν στο σπίτι παίρνοντας από το δρόμο μια άσπρη πέτρα κάθε άτομο της οικογένειας για να είναι γεροί σαν την πέτρα και η ζωή τους να είναι άσπρη με καλοτυχία. Ο νοικοκύρης έμπαινε με το δεξί πόδι και έσπαζε το ρόδι στο εσωτερικό του σπιτιού λέγοντας «όπως σκορπίζουν οι σπόροι από το ρόδι να σκορπίζει και το μπερεκέτι, η σοδειά μέσα στο σπίτι». Κάθονταν και τρώγανε.
Την παραμονή το βράδυ που θα έμπαινε ο καινούργιος χρόνος έπαιρνε ο νοικοκύρης σπόρους και έκανε κατά κάποιο τρόπο σπονδή, πήγαινε στη βρύση της γειτονιάς και έριχνε από εκεί που θα έτρεχε το νερό (σιτάρι, καλαμπόκι, φασόλια και ό,τι άλλο παρήγαγε) και έλεγε: « Όπως τρέχει το νερό να τρέχει το μπερεκέτι μας.» Κι επέστρεφε στο σπίτι κι έφερνε κι αυτός το βράδυ μια πέτρα μέσα με την οποία σταύρωνε τα παιδιά κι έλεγε «να είναι γερά σαν την πέτρα.»
Την Πρωτοχρονιά γινόταν και οι επισκέψεις στα σπίτια και μάλιστα όταν γιόρταζε κάποιος γινόταν γλέντι όλο το χωριό περνούσε από κάθε σπίτι που γιόρταζε, αλλά και τα παιδιά πήγαιναν να ευχηθούν χρόνια πολλά στους μεγαλύτερους και στους εορτάζοντες. Την επομένη μέρα έπρεπε κάποιο παιδί να πάει στο γειτονικό σπίτι, να μπει με το δεξί πόδι μέσα, να πάρει την μασιά και να σκαλίσει τη φωτιά στο τζάκι δίνοντας ευχές για καλή σοδειά, για ζώα, να έχουν καλή γέννα, για τα κοτόπουλα και αν είχαν παιδιά της παντρειάς ευχές την επόμενη χρονιά να είναι διπλοί, να αρραβωνιαστούν ή να παντρευτούν.

«Οι νοικοκυρές έπαιρναν από τα κόλαντα των παιδιών που είπαν τα κάλαντα είτε αμύγδαλα είτε καρύδια και τα τοποθετούσαν στις φωλιές για να γεννούν οι κότες, να έχουν καλή σοδειά από αυγά.» Από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την παραμονή του Σταυρού, την Ημέρα των Θεοφανίων δεν έπλεναν ρούχα ούτε λουζόταν. «Αν ήταν ανάγκη θα έπρεπε να βάλουν ένα καρφί, ένα σίδερο μέσα στη σκάφη για να είναι γεροί σαν το καρφί. Έπρεπε να αγιαστούν τα νερά, όπως έλεγαν, την ημέρα του Σταυρού και των Θεοφανίων κι από εκεί και ύστερα να λουστούν να μπανιστούν και να πλύνουν.» σημειώνει ο κος Μυλωνάς προσθέτοντας: «Επίσης, όλες αυτές τις μέρες δεν μάζευαν στάχτη από το τζάκι. Την μάζευαν την ημέρα των Θεοφανίων και την στάχτη αυτή την χρησιμοποιούσαν σαν λίπασμα στα αμπέλια για να έχουν καλή σοδειά.»
Ρεπορτάζ-κείμενο:Μαρία Νικολάου

www.ert.gr

Keywords
Τυχαία Θέματα