Ανάπτυξη τύπου «Λας Βέγκας» ή «Σίλικον Βάλεϊ»; (άρθρο)

09:01 5/10/2017 - Πηγή: ΕΡΤ

Του Γιώργου Χ. Παπαγεωργίου

Η υπόθεση του Ελληνικού χαρακτηρίστηκε από αρκετούς εμβληματική και είναι αλήθεια ότι η εξέλιξή της θα σηματοδοτήσει πολλά σε σχέση με την την πορεία των επενδύσεων στη χώρα μας.
Αρκετοί είναι εκείνοι που, χωρίς να το ομολογούν ανοικτά, πιστεύουν ότι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα δεν μπορεί να θέτει υπερβολικά εμπόδια σε όσους θέλουν να επενδύσουν, προκειμένου να σεβαστεί «πολυτέλειες» όπως το περιβάλλον ή τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Πρόκειται για μια επικίνδυνη λογική η οποία

είναι άγνωστο που μπορεί να οδηγήσει.
Είναι αλήθεια ότι η χώρα μας έχει πολύ κακό ιστορικό στην αντιμετώπιση των επενδυτών και εάν στην παρούσα φάση «κολλήσουν» μεγάλες δουλειές το μήνυμα θα είναι αρνητικό απέναντι στα διεθνή κεφάλαια τα οποία υποτίθεται ότι ενδιαφέρονται.
Η γραφειοκρατία, η πολυνομία αλλά και η ασάφεια των νόμων και των κανονισμών ή ακόμα και η διαφθορά, αποθαρρύνουν όχι μόνο τους ξένους αλλά και τους ντόπιους επενδυτές.
Η απάντηση, όμως, σε αυτό το πρόβλημα δεν είναι η παράκαμψη των νόμων και της ουσιαστικής προστασίας των δημόσιων αγαθών όπως είναι το περιβάλλον και η πολιτιστική κληρονομιά, αλλά η διαφύλαξή τους με καθαρούς και σαφείς όρους οι οποίοι θα είναι ξεκάθαροι πριν οι επενδυτές κάνουν την όποια κίνησή τους.
Στο Ελληνικό, για παράδειγμα, τα ζητήματα ανέκυψαν εκ των υστέρων, οπότε οι επενδυτές προβάλλουν το επιχείρημα ότι αλλάζουν τα δεδομένα και ανατρέπονται οι όροι της συμφωνίας.
Σε κάποιο βαθμό, βέβαια, αυτό είναι αναμενόμενο, από τη στιγμή που η αξιοποίηση της έκτασης έγινε υπό την πίεση της τρόικας η οποία έθετε το ζήτημα ως προαπαιτούμενο και πίεζε για την προκήρυξη και κατακύρωση του διαγωνισμού, όπως κάνει και με άλλες ιδιωτικοποιήσεις.
Δεν υπάρχει, όμως, ένα ευρύτερο αναπτυξιακό σχέδιο στο πλαίσιο του οποίου εντάσσονται οι επιμέρους ιδιωτικοποιήσεις και η πώληση κρατικής περιουσίας.
Η λογική που επιβάλλουν οι δανειστές είναι: «πουλήστε όσο-όσο και γρήγορα».
Η θεσμοθέτηση του Υπερταμείου, το οποίο θα διαμορφώνει μια ευρύτερη στρατηγική στην οποία θα εντάσσονται οι επιμέρους κινήσεις, είναι μεν στη σωστή κατεύθυνση, αλλά ο θεσμός βρίσκεται ακόμη στα χαρτιά, ενώ η πίεση των δανειστών για ιδιωτικοποιήσεις εντείνεται.
Με λίγα λόγια, το ανέτοιμο ελληνικό Κράτος με το μαχαίρι στο λαιμό προχωράει στην «αξιοποίηση» περιουσιακών του στοιχείων και… οι λεπτομέρειες προσδιορίζονται στην πορεία.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η δημιουργία καζίνο στο Ελληνικό, το οποίο είναι ένα άλλο ζήτημα που πιθανότατα θα προκύψει εφόσον ξεπεραστεί το ζήτημα των αρχαιολογικών ευρημάτων.
Είναι σαφές ότι το επιχειρηματικό σχήμα που έχει αναλάβει το Ελληνικό «καίγεται» για το καζίνο, αφού θα αποτελέσει το κερασάκι για να προσελκύσει και εκείνο με τη σειρά του άλλους επενδυτές ώστε να υλοποιηθούν τα επιμέρους σκέλη της επένδυσης όπως ξενοδοχεία, κατοικίες, εμπορικοί χώροι, γραφεία κ.λπ.
Το καζίνο είναι μια μηχανή που θα αρχίσει να παράγει αμέσως χρήμα μεγιστοποιώντας την απόδοση των επενδυτών και είναι λογικό οι τελευταίοι να το θέλουν για να κάνουν τη δουλειά τους.
Ωστόσο, ένα καζίνο μέσα στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην οικονομία και τις τοπικές κοινωνίες, εκτός ίσως από τα προβλήματα με τα οποία συνδέεται ο τζόγος.
Ορισμένοι στο κυβερνητικό στρατόπεδο, επιχειρούν να εξιδανικεύσουν το ζήτημα, με το επιχείρημα ότι το καζίνο συμβάλλει στην αναδιανομή των εισοδημάτων, αφού εκεί παίζουν τα εύπορα κοινωνικά στρώματα και, μέσω της φορολόγησης ένα μέρος επιστρέφει στους πολίτες.
Η εμπειρία βέβαια έχει δείξει ότι τα καζίνο σε αστικές περιοχές προσελκύουν και τα χαμηλά και μεσαία στρώματα τα οποία ρισκάρουν και χάνουν εκεί τον επιούσιο.
Εκτός κι αν πρόκειται για μια έμμεση ομολογία ότι το Ελληνικό θα μετασχηματιστεί σε μια «γυάλα» στην οποία θα έχει πρόσβαση μόνο το «τζετ σετ».
Η ανάπτυξη τουρισμού για υψηλά εισοδήματα επί 12 μήνες το χρόνο ορθά έχει τεθεί ως στρατηγικός στόχος για την Ελλάδα και ιδιαίτερα για την Αττική.
Εντούτοις, η δημιουργία καζίνο στο Ελληνικό δεν συνάδει με τις διακηρύξεις περί παραγωγικής ανασυγκρότησης και ανάπτυξης η οποία θα βασίζεται στα «ελληνικά μυαλά», την καινοτομία και την οικονομία της γνώσης.
Αντίθετα, δείχνει ότι υιοθετούνται εύκολες λύσεις προκειμένου να «γλυκαθούν» οι επενδυτές, χωρίς να υπηρετείται ένας ευρύτερος στρατηγικός σχεδιασμός για την αλλαγή της φυσιογνωμίας της χώρας μας.

Keywords
Τυχαία Θέματα