Μηχανικά μολύβια

20:50 15/8/2014 - Πηγή: Aixmi

Συνήθιζε να σβήνει τα φώτα και να κάθεται στο σκοτάδι, από τα χρόνια είχε συνηθίσει στην απουσία των χρωμάτων. Με τις αντανακλάσεις της πόλης ξεχώριζε τους όγκους και περπατούσε με άνεση μέσα στα φορτωμένα έπιπλα δωμάτια. Έφταιγαν οι καθρέφτες, μάλιστα, εκείνη η μανία που είχε η γυναίκα του να καρφώνει σε κάθε τοίχο και ένα τέτοιο προδοτικό πράμα. Κάθε φορά που από λάθος ξέκλεβε μια ματιά πάνω στο είδωλό του, ξεπήδαγαν υποψίες μελαγχολίας, και άρπαζαν από τις άκρες τις ρυτίδες των ματιών του. Και δεν ήταν που κακογέρασε, όχι, ήταν συμβιβασμένος με τον αλήτη χρόνο. Ήταν που τον είχε σκοτώσει,

τον εαυτό του, κι είχε θάψει πολύ βαθιά τα ταλέντα του.
Γεννήθηκε αριστερόχειρας, και όλα τα έκανε με αυτό, το κακό ζερβόχερο.
Στην αρχή άρπαξε μπόλικες ξυλιές μέχρι να μάθει, να συνηθίσει τουλάχιστον, και να γράφει με το καλό του. Τελικά του το δέσανε σφιχτά και κάποτε πια, που κι εκείνος ακριβώς μάλλον δε θέλει να θυμάται, επιτέλους δούλεψε το παλιό κόλπο.
Μόνο που τα κολλυβογράμματα που έστηνε με το δεξί, πάνω στα κοτσομμένα τετράδια, ήταν άλλοτε για γέλια και άλλοτε για κλάματα. Τα φωνήεντα και τα σύμφωνα έμοιαζαν με κακοβρασμένα και στραπατσαρισμένα μακαρόνια!
Ρεζίλι τον σκυλιών, ο περίγελος της τάξης.
«Έτσι δεν θα πας μπροστά», του λέγαν οι περισπούδαστοι δασκάλοι του και κουνούσαν με τη σιγουριά του ψαροκόκαλου σακακιού και της σφιχτής γραβάτας διπλού κόμπου, το δείκτη του δεξιού αλμπίνικου χεριού τους, ακριβώς πάνω στα μουτράκια του αγοριού. Οι γονείς αναστέναζαν, άχρηστος λοιπόν αυτός ο γιος. Και το πήραν απόφαση, κανένας δε χάνεται, θα τον εκάμουμε τεχνίτη. Ένας μάστορας ποτέ δε χάνεται, έτσι παράτησε τα γράμματα για να πιάσει τα ξύλα και τις κορδέλες, που τότε είχαν και γερά μεροκάματα.
Και ξεκίνησε το δικό του κρυφό έγκλημα. Σκότωνε, σιγά-σιγά δολοφονούσε ό,τι νευρώνα του έβλεπε προς τη γνώση και τη μόρφωση. Καλός τεχνίτης, μαραγκός με μάτι αλφάδι, ίσα με κει έφταναν τα κουράγια του.
Δεν τα κατάφερε με τα γράμματα, όχι με τη ίδια τη γνώση, που τη λαχταρούσε και στα κρυφά όπως μπορούσε τη ρουφούσε. Η γραφή ήταν το αξεπέραστο εμπόδιο. Ένας κακογράφος δεν γινόταν να πάει μπροστά, μα έχει καταπιεί τόσους και τόσους, τέτοιους τύπους, το πηγάδι της ζωής.
Όμως τα παιδιά του δεν θα τα άφηνε να χαθούν μέσα στις παρόλες του κοσμάκη, θέλαν δε θέλαν, θα τραβούσαν πιο ψηλά.
Έτσι κι εκείνος με τη σειρά του, έκαμε περίπου τα ίδια, που κατηγορούσε τον πατέρα του. Έδεσε σφιχτά τις επιθυμίες τους, μέχρι να κακοφορμίσουν και πού θα πήγαινε, θα ψοφούσαν από ασφυξία.
Μόνο μια κρυφή αδυναμία είχε ετούτος ο γέροντας, λαμπύριζαν τα θολά γλαυκωμένα μάτια του, σα να έτρεμε ο ασθενικός αριστερός καρπός του, κάθε που τύχαινε να δει μηχανικά μολύβια.

Keywords
Τυχαία Θέματα