Η τελευταία μούσα του Κωστή Παλαμά…

20:31 2/3/2014 - Πηγή: Aixmi

Εβδομήντα ένα ολόκληρα χρόνια συμπληρώθηκαν πριν λίγες μέρες, από τον θάνατο του Κωστή Παλαμά. Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας, ο ίδιος υπήρξε μία από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του νεότερου ελληνισμού. Στο ποιητικό του έργο, κυριαρχεί η Ελλάδα ως ιδανικό, η πορεία του έθνους μας μέσα στους αιώνες, η προσπάθεια δημιουργικής αφομοίωσης του αρχαιοελληνικού πνεύματος και της λαϊκής παράδοσης στη σύγχρονη εποχή. Και μπορεί η Ελλάδα

να θεωρήθηκε η σημαντικότερη μούσα του, δεν ήταν όμως και η μοναδική. Εκτός από την γυναίκα του Μαρία Βάλβη, (με την οποία μάλιστα απέκτησαν και 3 παιδιά), υπήρξαν και άλλες γυναίκες στη ζωή του ποιητή που τον επηρέασαν βαθιά, με την νεότερη όλων να αποτελεί την τελευταία πηγή έμπνευσης του…

Ήταν Χριστούγεννα του 1921 όταν ο Κωστής Παλαμάς, επισκέφτηκε τον ανηψιό του, Χρήστο Ξανθόπουλο. Εκεί, θα γνωρίσει την Ελένη Κορτζά. Μία κοπέλα μόλις 20 ετών, με ιδιαίτερη φυσιογνωμία και καταπληκτική μόρφωση για την ηλικία της. Αυτός ήταν τότε 61 χρονών. Φτασμένος, δοξασμένος και καθιερωμένος πλέον, ως ένας μεγάλος ποιητής του τόπου. Παρ’όλα αυτά η νεαρή Ελένη δεν τον γνώριζε. Θα πει μάλιστα χαρακτηριστικά: «Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά». Να ήταν η ωριμότητα σκέψης της, η γοητεία του μυαλού και των γνώσεων της, που τράβηξαν από την πρώτη στιγμή τον ποιητή; Ίσως να ήταν και το μελαγχολικό της βλέμμα. Βλέμμα το οποίο ο Παλαμάς δεν χόρταινε να κοιτάζει για τα επόμενα 14 χρόνια. Γιατί μπορεί αυτή να ήταν η πρώτη τους συνάντηση, αλλά όχι και η τελευταία…
Οι δυο τους θα συνεχίσουν να βρίσκονται στο σπίτι του Ξανθόπουλου στο κέντρο της Αθήνας, σε διάφορες λογοτεχνικές βραδιές που διοργάνωνε ο ίδιος. Όμως στον ποιητή δεν άρεσε η πολυκοσμία και έτσι θα πάρει το θάρρος να προσκαλέσει την νεαρή Ελένη στο «κελλί» του, όπως συνήθιζε να λέει. Το γραφείο του, το ησυχαστήριο του, στην Ασκληπιού 3. Σε ένα γράμμα του, της αναφέρει σχετικά:

«Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις
σου το είπα, το ερμοκάλυβο γίνεται δόξας ναός…
Όταν η πόρτα ανοίγεται του καλυβιού και μπαίνεις
μπαίνει μ’ εσέ, θαμπώνοντας τη σκέψη μου, ένα φως…»

Εκεί λοιπόν, μιλούσαν για ώρες ολόκληρες. Και μιλούσαν για τα πάντα. Θέματα πολιτικά, κοινωνικά, φιλολογικά, λογοτεχνικά και άλλοτε θέματα προσωπικά. Συχνά όμως και για μεγάλα διαστήματα, οι δυο τους αποχωρίζονταν είτε εξαιτίας της επιδείνωσης της υγείας της Ελένης (η ίδια έπασχε από φυματίωση ) είτε λόγω φόρτου εργασίας και υποχρεώσεων του ποιητή. Η επικοινωνία τους παρ’όλα αυτά δεν διακόπτονταν ποτέ. Έπαιρνε γραπτή μορφή κι έτσι οι επιστολές αντικαθιστούσαν τα λόγια…

«Συγχώρεσέ μου, ξεχνώντας τη στιγμή αυτή πολλά πολλά πράγματα, που θα έπρεπε να μου κρατούν μετρημένα τα λόγια μου μπροστά σου, συγχώρεσέ μου να σου το τονίσω στο άσπρο χαρτί, καθαρά και ξάστερα, πως σ’ αγαπώ, όπως εγώ γνωρίζω να αγαπώ. Kαι με κάποιες λαχτάρες που ήμουν ως την ώρα ανύποπτος πως θα μπορούσα για σε να δοκιμάσω. Kαι τώρα η αρρώστια σου, η όποια σου αρρώστια, που εύχομαι πάντα περαστική να είναι, σε δείχνει μπροστά στα μάτια της ψυχής μου, σε φέρνει μπροστά στα μάτια μου με το στέφανο τον ακτινωτό δεν ξέρω ποιας μαρτυρικής αγίας . Kαι σε λατρεύω, λατρεία μου, τα ακούς; Και ήθελα, όχι μόνο με τη φαντασία μου, μα με την καρδιά μου να μην έλειπα μήτε στιγμή από το προσκέφαλό σου, μόνο να σε κοιτάζω, και να στοχάζομαι πως σε ανακουφίζει η παρουσιά μου και να είμαι ευτυχής για τούτο, και ήθελα με κίνδυνο να νομισθώ πως τραυλίζω λυρικά παραληρήματα, και ήθελα, αφού δεν μπορώ να ζήσω με την υγεία σου, να ζήσω με την αρρώστια σου, και να την πιω στο ποτήρι την αρρώστια σου, να αρρωστήσω κι εγώ μαζί σου, να είμαι καθώς κι εσύ, απαράλλαχτα κι εγώ, α! τι ωραιότερ σκέψη μπορούσε να μου δώση τη χαρά της ζωής, που ποτέ ως την ώρα δεν τη χάρηκα, εκτός ίσως από κάποιες ώρες γοργές διανοητικής δημιουργίας…»

Τέτοια λόγια χρησιμοποιούσε ο Κωστής Παλαμάς για να εκφράσει τα συναισθήματα του στην νεαρή Ελένη. Γιατί μπορεί να τους χώριζαν 40 ολόκληρα χρόνια, αλλά αυτό δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο ούτε στα συναισθήματα τους, ούτε στην ιδιαίτερη σχέση που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους. Σχέση που δεν είναι ξεκάθαρο αν εξελίχθηκε ποτέ σε ερωτική ή παρέμεινε πλατωνική. Τα γράμματα όμως του ποιητή προς την Ελένη, δείχνουν ότι ο ίδιος έτρεφε πολύ έντονα συναισθήματα για την νεαρή κοπέλα. Το ίδιο και αυτή. Ο Παλαμάς της έδινε δύναμη. Η προσοχή και αφοσίωση του, γέμιζε χαρά την μελαγχολική ζωή της. Αυτός πάλι, την έβλεπε σαν μία μοναδική παρουσία μέσα στη μοναχικότητά του. Ως μία αθώα ύπαρξη που έδινε πνοή στη ζωή του. Μία διαφυγή, από τη ρηχή και ανιαρή καθημερινότητα του.

«Είμαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος». Της έγραφε όταν εκείνη βρισκόταν μακριά του: « Ένας τρόμος, μυστηριακό θα τον ειπώ κι αυτόν, την ώρα αυτή που σου γράφω, περιχύνει το σώμα μου όλο(…), οι στιγμές αυτές που σε βλέπω είναι οι στιγμές της ευτυχίας μου (…). Σ’ αγαπώ. Μέσα στη μουσικότατη σιωπή της ώρας ποτέ άλλοτε δεν αισθάνθηκα τόσο σιμά μου όσο την ώρα εκείνη που σε περίμενα».

Αυτά τα γράμματα μας δίνουν την ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά, έναν διαφορετικό Παλαμά. Πιο ανθρώπινο. Πιο αληθινό. Πιο απολαυστικό. Πιο «εύθραυστο» και ευάλωτο μπροστά στην γυναίκα που αγαπά. Έναν Παλαμά που πάει κόντρα στις συνθήκες, στις κοινωνικές συμβάσεις και στα ηθικά εμπόδια της εποχής. Τα γράμματα του, έχουν το πάθος ενός ερωτευμένου άντρα και ταυτόχρονα την ειλικρίνεια ενός μικρού παιδιού. Σαν μία ελπίδα και ένα «μακάρι» να ξεπροβάλλει πίσω από την πένα του…
Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι δεν έγραφαν σχεδόν ποτέ προσφωνήσεις στα γράμματα τους. Και όσες φορές ο Κ. Παλαμάς είχε γράψει κάποια προσφώνηση δεν την είχε αποκαλέσει με το πραγματικό της όνομά. Για εκείνον ήταν η «Ραχήλ» ή η “Chere Clarte” (δηλαδή «αγαπημένη λάμψη»).

«Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου(…)Μα πως μου παρουσιάζοσουν εσύ, όνειρο του ονείρου μου, είναι αδύνατο να σου παραστήσω. Δε με βοηθά η σκέψη μου, ούτε η γλώσσα μου, ούτε η πέννα μου (…) Πώς ήθελα να πεθάνω και πώς ήθελα να αναστηθώ στη χώρα των πνευμάτων μαζί σου για να πραγματοποιηθεί μια για πάντα το όνειρο το άλλο, το όνειρο που ξέρεις από τους στίχους των τραγουδιών της Ραχήλ (…) Έτσι τη νύχτα αυτή την τόσο αλλόκοτη, ανέκφραστη και ωραία της αϋπνίας μου έπεφτα, μια δυο τρεις δέκα φορές στα πόδια σου, φεγγόβολα, σαν όλο το κορμί σου… Συγχώρησε τον ποιητή που όσο προχωρούν τα χρόνια του, τόσο περισσότερη νύχτα έχει, μα και περισσότερο φως». Και κλείνει το γράμμα του: « Chere et divine Clarte, πεθαίνω για σένα».

Το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε, είναι από τον Αύγουστο του 1935. Μετά ακολουθεί ένα διάστημα «σιωπής»… Δεν έγραφαν ή δεν διασώθηκαν γράμματα τους. Η Ελένη Κορτζά αναγκάστηκε τότε, να εγκαταλήψει την Ελλάδα, ακολουθώντας τον πατέρα της, (ο οποίος ήταν Στρατηγός) πρώτα στην Αίγυπτο και έπειτα στη Νότια Αφρική. Όσο για τον Κωστή Παλαμά, λίγα χρόνια αργότερα, άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Η Ελένη ή «η αγαπημένη του λάμψη» όπως συνήθιζε να την αποκαλεί, επέστρεψε στην Ελλάδα τον επόμενο χρόνο, χωρίς να έχει πρόλαβει να πει το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή της για 14 ολόκληρα χρόνια. Και μπορεί αυτή η ιδιόμορφη σχέση τους να ήταν καταδισκασμένη από την αρχή, αλλά ο έρωτας τους (αν και απροσδιόριστος), έμεινε για πάντα αιώνιος… μέσα από τα γράμματα τους.

Keywords
Αναζητήσεις
δεκατη μουσα παλαμας, η δεκατη μουσα του κωστη παλαμα
Τυχαία Θέματα