Προκόπης Παυλόπουλος: Ο εισιτήριος λόγος στην Ακαδημία Αθηνών – ΒΙΝΤΕΟ

15:41 20/12/2022 - Πηγή: Enikos

Εισιτήριο λόγο στην Ακαδημία Αθηνών με θέμα: «Κανονιστικές διατάσεις της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου. Οι διακυμάνσεις του “διαλόγου” μεταξύ θεωρίας και νομολογίας», εκφώνησε ο τέως πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας και επίτιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής ΈΚΠΑ, Προκόπης Παυλόπουλος 

Προκόπης Παυλόπουλος: Ο εισιτήριος λόγος του

Η ολοκληρωμένη εφαρμογή των ισχυουσών διατάξεων περί αστικής ευθύνης του νομικού προσώπου του Δημοσίου, των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου και

των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ιδίως κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας -εφεξής, και για λόγους συντομίας στο πλαίσιο της ανάλυσης που ακολουθεί, των ισχυουσών διατάξεων περί «αστικής ευθύνης του Δημοσίου», με την διευκρίνιση ότι αυτή η ορολογία καλύπτει το σύνολο του προμνημονευόμενου θεσμικού πεδίου της αστικής ευθύνης του, lato sensu, κρατικού μηχανισμού- συνιστά, επιπροσθέτως, και κρίσιμο δείκτη του σεβασμού στην πράξη βασικών προταγμάτων του Κράτους Δικαίου και της κανονιστικής «κορωνίδας» του, της Αρχής της Νομιμότητας.  Και τούτο αποκτά σήμερα ιδιαίτερη νομική -και όχι μόνο-  σημασία, εξαιτίας του ότι η εν γένει λειτουργία των θεσμών της Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας, ως εγγύησης της Ελευθερίας και, επέκεινα, των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, μέσω των οποίων η Ελευθερία ασκείται στην πράξη, ακολουθεί, δυστυχώς, φθίνουσα πορεία, με ακόμη πιο δυσοίωνες προοπτικές για το μέλλον.

Α. Την αστική ευθύνη του Δημοσίου ρυθμίζουν, όταν πρόκειται για την δράση των κρατικών οργάνων που αναπτύσσεται με την χρήση μέσων δημόσιας εξουσίας, οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, οι οποίες ισχύουν, κατά τις διατάξεις του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ, και για την αστική ευθύνη των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου αλλά και ιδιωτικού δικαίου διφυούς χαρακτήρα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.  Κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος».  Όταν δε πρόκειται για την αστική ευθύνη του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου κατά την δράση των οργάνων τους που αφορούν έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή της ιδιωτικής τους περιουσίας, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 104 ΕισΝΑΚ, κατά τις οποίες: «Για πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου, που ανάγονται σε έννομες σχέσεις του ιδιωτικού δικαίου ή σχετικές με την ιδιωτική του περιουσία, το δημόσιο ευθύνεται κατά τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα».  Άρα στην περίπτωση αυτή ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 71 ΑΚ περί ευθύνης νομικού προσώπου: «Το νομικό πρόσωπο ευθύνεται για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των οργάνων που το αντιπροσωπεύουν, εφόσον η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που τους είχαν ανατεθεί και δημιουργεί υποχρέωση αποζημίωσης.  Το υπαίτιο πρόσωπο ευθύνεται επιπλέον εις ολόκληρον». Ακόμη και σήμερα εκπλήσσει η νομική ακρίβεια αλλά και η νομική οξυδέρκεια των συντακτών του Αστικού Κώδικα, αναφορικά με τις προμνημονευόμενες διατάξεις περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου.  Η λιτή τους διατύπωση, πραγματικό υπόδειγμα μιας μορφής «imperatoria brevitas», όχι μόνο δεν σχετικοποιεί την ακρίβεια του ευρύτατου ρυθμιστικού τους πεδίου αλλά, όλως αντιθέτως, αφήνει ανοικτό στον ερμηνευτή και εφαρμοστή τους -συνεπώς στην Θεωρία και στην Νομολογία- το να τις προσαρμόζει στις, κατ’ ανάγκην, διαρκώς εξελισσόμενες ως προς την δομή τους έννομες σχέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ των, lato sensu, κρατικών οργάνων και των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, μελών της κοινωνίας των πολιτών.

Β. Θα πρέπει δε να επισημανθεί στο σημείο αυτό πως οι διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ υπήρξαν για την εποχή τους κυριολεκτικώς πρωτοποριακές σ’ Ευρωπαϊκό, και όχι μόνο, επίπεδο, αν κατανοηθεί επαρκώς το ότι ανταποκρίνονταν πλήρως στις απαιτήσεις του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.  Και μάλιστα με τρόπο που υποδήλωνε εντυπωσιακή διαίσθηση της μελλοντικής εξέλιξης των θεσμικών τους συνιστωσών και διαστάσεων, ενόψει των κοσμογονικών μεταβολών, τις οποίες επρόκειτο να επιφέρουν ιδίως η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική επανάσταση.  Προκαταρκτικώς, και εν είδει παραδείγματος, τονίζεται ότι τα κυριότερα πλεονεκτήματα της διατύπωσης των διατάξεων των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ εντοπίζονται: Πρώτον, στο ότι καλύπτουν, από πλευράς αστικής ευθύνης, το σύνολο της δράσης των κρατικών οργάνων, ήτοι των οργάνων της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής Εξουσίας.  Και, δεύτερον, στο ότι καθιερώνουν ένα σύστημα αμιγώς αντικειμενικής αστικής ευθύνης, δηλαδή σύστημα για την ενεργοποίηση του οποίου αρκεί η παρανομία της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας των κρατικών οργάνων, δίχως ν’ απαιτείται οιασδήποτε μορφής πταίσμα εκ μέρους τους, συγκεκριμένα δε οιασδήποτε μορφής δόλος ή αμέλεια.  Αν δε σε αυτό προστεθεί το γεγονός, ότι ιδίως υπό το καθεστώς του ισχύοντος Συντάγματος η αστική ευθύνη του Δημοσίου θωρακίζεται μ’ ένα στέρεο και πολυδιάστατο θεσμικό πλέγμα συνταγματικής κατοχύρωσης -στην οποία είναι αφιερωμένη, σχεδόν εξ ολοκλήρου, η ανάλυση που ακολουθεί- τότε γίνεται αντιληπτό το πόσο οι ρυθμίσεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ λειτουργούν προστατευτικώς έναντι της αυθαιρεσίας των, πάντοτε lato sensu, κρατικών οργάνων, κυρίως κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας, υπέρ του κατά τεκμήριο «ασθενέστερου» ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου.  Και υπ’ αυτό το νομικό πρίσμα εξηγείται ευχερώς το πόσο οι κατά τ’ ανωτέρω ρυθμίσεις, ουσιαστικώς με το ίδιο πάντα περιεχόμενο αφότου θεσπίσθηκαν, εξακολουθούν ν’ ανταποκρίνονται, με αμείωτη επάρκεια και αποτελεσματικότητα, στις σύγχρονες επιταγές του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας.

Ι. Η συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου

Η υποχρέωση του Δημοσίου ν’ αποκαθιστά πλήρως κάθε ζημία ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του έχει, όπως γίνεται καθολικώς πλέον δεκτό στο πλαίσιο της Θεωρίας και της Νομολογίας, και  συνταγματική κατοχύρωση, έστω και αν τούτο δεν αναφέρεται ρητώς στο ισχύον Σύνταγμα. Για την πληρότητα της ανάλυσης επισημαίνεται, ότι ρητή συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου θεσπίζεται π.χ. στον «Θεμελιώδη Νόμο για την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας», του 1949, το άρθρο 34 του οποίου ορίζει: «Αν κάποιος παραβιάσει, κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που του έχει ανατεθεί, το επιβαλλόμενο έναντι τρίτου υπηρεσιακό του καθήκον, η ευθύνη βαρύνει, κατ’ αρχήν, το Κράτος ή το νομικό πρόσωπο στην υπηρεσία του οποίου διατελεί. Σε περίπτωση δόλου ή βαριάς αμέλειας επιφυλάσσεται η δυνατότητα αναγωγής.  Δεν επιτρέπεται ν’ αποκλεισθεί η πρόσβαση στα τακτικά δικαστήρια για την ικανοποίηση της αξίωσης αποκατάστασης της βλάβης και την αναγωγή». Όπως επίσης και στο Σύνταγμα της Ιταλίας, το άρθρο 28 του οποίου ορίζει: «Οι δημόσιοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό του Κράτους και των δημόσιων οργανισμών ευθύνονται ευθέως σύμφωνα με τους ποινικούς, τους αστικούς και τους διοικητικούς νόμους, για τις πράξεις που εκδίδουν κατά παραβίαση δικαιωμάτων.  Στις περιπτώσεις αυτές η αστική ευθύνη επεκτείνεται στο Κράτος και στους δημόσιους οργανισμούς».  Η ως άνω συνταγματική κατοχύρωση του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου εντός της Έννομης Τάξης μας θεμελιώνεται κανονιστικώς, αμέσως ή εμμέσως, σε τετραπλή, τουλάχιστον, βάση.

Α. Το συνταγματικό έρεισμα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας

Κατά πρώτο λόγο, η υποχρέωση αυτή πηγάζει από την πολλαπλώς συνταγματικώς κατοχυρωμένη θεμελιώδη αρχή του Κράτους Δικαίου, ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η Αρχή της Νομιμότητας, που διέπει την δράση και λειτουργία όλων, ανεξαιρέτως, των κρατικών οργάνων.   Συνεπώς, όταν μια ζημιογόνος δραστηριότητα του Δημοσίου δεν είναι σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες δικαίου, παραβιάζει την Αρχή της Νομιμότητας -και του Κράτους Δικαίου- και γεννά υποχρέωση επανόρθωσης της προκληθείσας ζημίας του ιδιώτη, προκειμένου ν’ αποκατασταθεί η αρχή αυτή.

Ο θεσμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου επιτελεί, με άλλες λέξεις, μια επανορθωτική λειτουργία ύστερα από την διαπίστωση παραβιάσεων της Αρχής της Νομιμότητας εκ μέρους των κρατικών οργάνων.  Βεβαίως, η αποζημίωση του ιδιώτη, με το ένδικο βοήθημα της αγωγής, δεν είναι το μόνο μέσο που αυτός διαθέτει στο πλαίσιο της επιδίωξης αποκατάστασης της Αρχής της Νομιμότητας. Διαθέτει, επίσης, την δυνατότητα ακύρωσης ή μεταρρύθμισης της παράνομης διοικητικής πράξης ή παράλειψης ενώπιον των αρμόδιων Δικαστηρίων, με τα ένδικα βοηθήματα της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής, αντιστοίχως.  Πλην όμως η δυνατότητα ακύρωσης -ή μεταρρύθμισης- μιας διοικητικής πράξης δεν αποτελεί, σε όλες τις περιπτώσεις, επαρκές μέσο για την πλήρη αποκατάσταση της Αρχής της Νομιμότητας και την επίσης πλήρη εξάλειψη των ζημιογόνων συνεπειών της παράνομης δραστηριότητας των κρατικών οργάνων αφού:

α) Πρώτον, οδηγεί μόνο στην ακύρωση ή μεταρρύθμιση και όχι και στην αποκατάσταση της ζημίας, που ενδεχομένως προκλήθηκε από την παρανομία της πράξης ή της παράλειψης.

β) Και, δεύτερον, δεν καλύπτει μια ευρεία κατηγορία περιπτώσεων, δεδομένου ότι δεν μπορεί π.χ. ν’ ασκηθεί αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή όχι μόνο κατά των πράξεων των οργάνων της Νομοθετικής Εξουσίας, κατά την άσκηση νομοθετικής λειτουργίας και της Δικαστικής Εξουσίας, κατά την άσκηση δικαιοδοτικής λειτουργίας, αλλά και κατά των κυβερνητικών πράξεων καθώς και κατά των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων των οργάνων του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου ή κατά των υλικών ενεργειών τους.

2. Συνεπώς, η αστική ευθύνη του Δημοσίου αναδεικνύεται ως απαραίτητος και αναντικατάστατος επανορθωτικός μηχανισμός για την εφαρμογή του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας αλλά, όπως εκτίθεται αναλυτικότερα στην συνέχεια,  και για την κατοχύρωση της συνταγματικής επιταγής της πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος.  Δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις -αντισυνταγματικές νομοθετικές ρυθμίσεις, δικαιοδοτικές πράξεις των οργάνων της Δικαστικής Εξουσίας, παράνομες υλικές ενέργειες, διοικητικές πράξεις με περιορισμένη χρονική ισχύ, μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις και παραλείψεις κ.λπ.-  η αγωγή αποζημίωσης, βάσει των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, αποτελεί, κατά τα προεκτεθέντα, το μόνο, ουσιαστικώς, μέσο τέτοιας αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

Β. Το συνταγματικό έρεισμα της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών

 Η Αρχή της Νομιμότητας και του Κράτους Δικαίου δεν στοιχειοθετεί, όμως, το μόνο συνταγματικό έρεισμα του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.  Ειδικότερα, στην περίπτωση παράνομων και ζημιογόνων πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών των κρατικών  οργάνων αναπτύσσεται μια δραστηριότητα ή παράλειψη δράσης, η οποία από την μια πλευρά κατευθύνεται -ή, τουλάχιστον, οφείλει να κατευθύνεται- στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος.  Και, από την άλλη πλευρά, προκαλεί ζημία, υλική ή ηθική, σε ορισμένο ή ορισμένα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

1. Η «παθητική» αποδοχή μιας τέτοιας κατάστασης και η μη πρόβλεψη μηχανισμών αποκατάστασης των ζημιογόνων συνεπειών, όπως π.χ. θα συνέβαινε σε περίπτωση απενεργοποίησης του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, θα παραβίαζε προδήλως την κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος αρχή της Ισότητας.  Και τούτο γιατί, διαφορετικά, ένα πρόσωπο ή, το πολύ, μια συγκεκριμένη ομάδα προσώπων θα ήταν υποχρεωμένα να υποστούν τις ζημιογόνες συνέπειες μιας παράνομης κρατικής δραστηριότητας ή παράλειψης, που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός κύκλου αρμοδιοτήτων από την άσκηση των οποίων ωφελείται, τουλάχιστον κατ’ αρχήν, το κοινωνικό σύνολο.  Επομένως, η μη πρόβλεψη της υποχρέωσης του Κράτους ν’ αποκαθιστά την -προκαλούμενη από παράνομες πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του- ζημία, θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση της αρχής της Ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται από τις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος.  Και, ιδίως, παραβίαση των επιταγών της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, που θεσπίζει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος: «Οι Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους».

2. Την θέση αυτή ενστερνίζεται, ευθέως, το Συμβούλιο Επικρατείας, όπως προκύπτει και από την σχετικώς πρόσφατη απόφαση της Ολομελείας του 1501/2014, το σκεπτικό αρ. 5 της οποίας δέχθηκε: «Επειδή, το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζοντας ότι οι “Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους” έχει αναγάγει σε συνταγματικό κανόνα την ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών, συνιστά δε, παράλληλα, και διάταξη στην οποία θεμελιώνεται η αποζημιωτική ευθύνη του Δημοσίου από πράξεις των οργάνων του που προκαλούν ζημία, παράνομες (ΣτΕ 980/2001) ή νόμιμες (ΣτΕ 5504/2012).  Και τούτο, διότι η ισότητα ενώπιον των δημοσίων βαρών επιτάσσει και την αποκατάσταση της ζημίας που κάποιος υφίσταται από την δράση, χάριν του δημοσίου συμφέροντος, των οργάνων του Κράτους, όταν η δράση αυτή δεν είναι σύννομη ή όταν είναι μεν νόμιμη αλλά προκαλεί βλάβη, ιδιαίτερη και σπουδαία, σε βαθμό ώστε να υπερβαίνει τα όρια που είναι κατά το Σύνταγμα ανεκτά, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος στον οποίο αποβλέπει η δράση αυτή, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία.  Πραγματώνεται δε ο σκοπός της διατάξεως αυτής υπό την ανωτέρω έννοια όταν αποκατάσταση τέτοιας ζημίας καθίσταται δυνατή σε περίπτωση ζημιογόνου δράσεως οιουδήποτε οργάνου του Κράτους».

Γ. Το συνταγματικό έρεισμα του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας

Επιπλέον όμως, και όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ως επανορθωτικός μηχανισμός εντός του πεδίου εφαρμογής του Κράτους Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, βρίσκει συνταγματικό έρεισμα και στην βάση της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία κατοχυρώνει το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας. Ένα συνταγματικό έρεισμα, το οποίο θωρακίζουν έτι περαιτέρω, όσον αφορά τις εγγυήσεις εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Δικαίου από τα Κράτη-Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι ρυθμίσεις της διάταξης του άρθρου 19 παρ. 1 εδ. β΄ της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση που ορίζουν: «Τα κράτη-μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».

 Ειδικότερα, από την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος: «Καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ’ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει». Από την διάταξη αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, και ότι για να καταστεί πλήρης και ολοκληρωμένη η εφαρμογή των επιταγών του Κράτους Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών όταν πρόκειται περί παράνομων πράξεων, παραλείψεων ή υλικών ενεργειών κρατικού οργάνου εν γένει, επιβάλλεται συνταγματικώς και η θέση σε κίνηση του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, με τα κατάλληλα προς τούτο ένδικα βοηθήματα και μέσα, εν προκειμένω δε με το ένδικο βοήθημα της αγωγής και, επέκεινα, με τα ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης. Αφού, δίχως μια τέτοια ενεργοποίηση δεν είναι εφικτό ν’ αποκατασταθούν, εν συνόλω, οι ζημιογόνες συνέπειες, όταν και εφόσον η δράση των κρατικών οργάνων προσβάλλει την Αρχή της Νομιμότητας εις βάρος των ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων.Πραγματικά, και κατά τα προεκτεθέντα, μόνον η ακύρωση ή μεταρρύθμιση μιας παράνομης διοικητικής πράξης ή παράλειψης μέσω των ένδικων βοηθημάτων της αίτησης ακύρωσης ή της προσφυγής δεν αρκεί για να εξαλείψει όλες τις ζημιογόνες συνέπειες της εξ αυτών παρανομίας.  Ενώ υφίστανται, σύμφωνα με όσα διευκρινίσθηκαν προηγουμένως, και πολλές περιπτώσεις -όπως οι περιπτώσεις των πράξεων και παραλείψεων της Νομοθετικής και της Δικαστικής Εξουσίας, των κυβερνητικών πράξεων, των μη εκτελεστών διοικητικών πράξεων και παραλείψεων και των υλικών ενεργειών- όπου δεν μπορεί ν’ ασκηθεί παραδεκτώς αίτηση ακύρωσης ή προσφυγή.

α) Κατά συνέπεια, εν προκειμένω μόνον ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, δια του ένδικου βοηθήματος της αγωγής ενώπιον των αρμόδιων κατά περίπτωση δικαστηρίων, αποκαθιστά, στο ακέραιο, την εφαρμογή των προμνημονευόμενων επιταγών του Κράτους Δικαίου, της Αρχής της Νομιμότητας και της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών.  Ως προς τ’ αρμόδια προς τούτο δικαστήρια πρέπει να τονισθεί ότι, κατά τις ισχύουσες αναθεωρημένες διατάξεις του Συντάγματος, η σχετική δικαιοδοσία δεν ανήκει πλέον αποκλειστικώς στα όργανα της Διοικητικής Δικαιοσύνης.  Και τούτο διότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 3 του Συντάγματος: «Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια.»

β) Την ως άνω, μέσω της διάταξης του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, έμμεση κατοχύρωση του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου συμπληρώνει, μ’ εμφατικό τρόπο, η ρύθμιση της διάταξης του άρθρου 94 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία: «Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως νόμος ορίζει». Τούτο συνάγεται εκ του ότι δίχως τα εχέγγυα της αναγκαστικής εκτέλεσης και εκείνων των δικαστικών αποφάσεων, που εκδίδονται στο πλαίσιο ενεργοποίησης του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, σε πλειάδα περιπτώσεων η άσκηση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας θ’ απέβαινε καταδήλως αναποτελεσματική.

Δ. Το υπέρτερης τυπικής ισχύος έρεισμα των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου

    Στα προμνημονευόμενα, τρία, συνταγματικά ερείσματα κατοχύρωσης του θεσμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου πρέπει να προστεθεί και εκείνο, το οποίο απορρέει από τα κανονιστικά δεδομένα της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης.  Η θέση αυτή στηρίζεται στο ότι η νομολογιακή θεμελίωση, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της αστικής ευθύνης των Κρατών-Μελών, για ζημίες που υφίστανται οι ιδιώτες, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εξαιτίας παραβιάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δεν είναι παρά ένα πρόσθετο μέσο διασφάλισης της υπεροχής του.  Τον ως άνω νομικό συνειρμό, δηλαδή εκείνον της σχέσης του θεσμού της αστικής ευθύνης των Κρατών-Μελών για παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου με την αρχή της υπεροχής του, ανέδειξε ευθύς εξ αρχής ευκρινώς η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Francovich (C-6/90 και C-9/90) και, προσφάτως, η απόφασή του, που σχετίζεται με την αποσαφήνιση της σχέσης του άμεσου αποτελέσματος και της αρχής της υπεροχής, Poplawski (C-573/2019). Κατά τις αποφάσεις αυτές, η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του Δικαίου των Κρατών-Μελών επιβάλλει, σε όλα τα όργανά τους, να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης. Επιπροσθέτως, το Δίκαιο των Κρατών-Μελών δεν μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα, που αναγνωρίζεται γενικώς στους κανόνες αυτούς.  Άρα, η αστική ευθύνη των Κρατών-Μελών βρίσκει έρεισμα και στους κανόνες της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης, διότι διαφορετικά θα διακυβευόταν η πλήρης αποτελεσματικότητα των κατά τ’ ανωτέρω κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου.  Και τούτο, διότι η προστασία των δικαιωμάτων που αυτοί αναγνωρίζουν θα εξασθένιζε, εάν οι ιδιώτες δεν είχαν την δυνατότητα ν’ αποζημιωθούν όταν τα δικαιώματά τους βλάπτονται από παραβιάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, οι οποίες  καταλογίζονται σε όργανο Κράτους-Μέλους.  Συγκεκριμένα:

1. Από πλευράς Ευρωπαϊκού Δικαίου, επισημαίνεται ότι η δικαστική παρέμβαση –και μάλιστα είτε του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε του Εθνικού Δικαστή, ανάλογα με τη φύση της διαφοράς- για την απλή κρίση ως προς την παραβίαση ή μη, εκ μέρους των οργάνων Κράτους-Μέλους, διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου που αναγνωρίζουν δικαιώματα δεν αρκεί για να θεωρηθεί, σύμφωνα και με τα Ευρωπαϊκά δεδομένα του Κράτους Δικαίου και της Αρχής της Νομιμότητας, ότι η παρεχόμενη έτσι δικαστική προστασία, αναφορικά με την ικανοποίηση τέτοιων δικαιωμάτων, είναι αποτελεσματική.  Και τούτο διότι, στο μεταξύ χρονικό διάστημα, η εφαρμογή των αντίθετων προς την Ευρωπαϊκή Έννομη Τάξη μέτρων του Κράτους-Μέλους μπορεί, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, να έχει προκαλέσει βλαπτικές συνέπειες σε βάρος των δικαιούχων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων.  Είναι φανερό ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μόνη οδός για την καθιέρωση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας υπέρ των ως άνω δικαιούχων δικαιωμάτων είναι η συμπλήρωση του καθεστώτος της με την αναγνώριση της αρχής, κατά την οποία η προστασία αυτή προϋποθέτει όχι μόνο δικαστική κρίση, που οδηγεί στην αποδυνάμωση των μέτρων του Κράτους-Μέλους, τα οποία παραβιάζουν διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, διαπλαστικές δικαιωμάτων.  Αλλά και δικαστική παρέμβαση για την ανόρθωση της ζημίας, που οι δικαιούχοι των δικαιωμάτων έχουν υποστεί από την ενδεχόμενη εφαρμογή τέτοιων μέτρων.

α) Αποδεχόμενο την ακρίβεια των κατά τ’ ανωτέρω διαπιστώσεων, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης οδηγήθηκε, αρκετά ενωρίς μάλιστα, στην άμεση σύνδεση της λειτουργίας του δικαστικού μηχανισμού αποζημίωσης για την αποκατάσταση τέτοιας μορφής ζημιών με το γενικότερο δικαίωμα αίτησης και παροχής  δικαστικής προστασίας, από την πλευρά πάντα του Εθνικού Δικαστή, όσων βλάπτονται από μέτρα των οργάνων των Κρατών-Μελών, αντίθετα προς διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου που θεμελιώνουν δικαιώματα.

α1) Έτσι π.χ. με την απόφαση Humblet (C-6/60) έγινε δεκτό ότι, σε περίπτωση μιας πράξης οργάνου Κράτους-Μέλους που αντιτίθεται στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το Κράτος τούτο οφείλει από την μια πλευρά να εκβάλει από την Έννομη Τάξη του την πράξη αυτή και, από την άλλη πλευρά, ν’ αποκαταστήσει την ζημία, η οποία έχει προκύψει από τ’ αποτελέσματα της εφαρμογής της.

α2) Πιο χαρακτηριστική ακόμη υπήρξε η τάση αυτή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην μεταγενέστερη απόφαση Russo (C-60/75).  Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακήρυξε την αρχή, ότι στην περίπτωση κατά την οποία ένας ιδιώτης έχει ζημιωθεί, εξαιτίας της παρέμβασης οργάνου Κράτους-Μέλους που είναι αντίθετη προς διατάξεις του Ευρωπαϊκού Δικαίου, το Κράτος οφείλει ν’ αποκαταστήσει την ζημία που έχει υποστεί ο ιδιώτης, στο πλαίσιο των διατάξεων της Έννομης Τάξης του Κράτους τούτου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

β) Την νομολογιακή αυτή γραμμή συνέχισε αλλά και ολοκλήρωσε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο της προμνημονευόμενης απόφασης Francovich.

β1) Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι η ίδια νομολογιακή γραμμή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεχίζεται αδιαλείπτως ως σήμερα, με την προσθήκη ότι υπό την αυτή νομική λογική καλύπτει ακόμη και την ευθύνη Κράτους-Μέλους λόγω ψήφισης και εφαρμογής διατάξεων τυπικού νόμου, οι οποίες αντιβαίνουν προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (Unibet, C-432/05. Πρβλ. και ΣτΕ 4362/1997, 1038/2006, 3976/2009, στο πλαίσιο των οποίων γίνεται δεκτό ότι αστική ευθύνη του Δημοσίου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, προκύπτει και από την παραβίαση, εκ μέρους του νομοθέτη, διατάξεων υπερνομοθετικής, εν γένει, ισχύος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος).

β2) Όμως,  πρέπει να τονισθεί ότι η συμβολή της απόφασης Francovich στο θέμα που αναλύεται εδώ, δηλαδή στο θέμα αφενός της δικαστικής προστασίας και, αφετέρου, της αποζημίωσης κατά την εφαρμογή των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δεν περιορίζεται στην επιβεβαίωση και διευκρίνιση της ήδη υφιστάμενης νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Και τούτο, διότι η ως άνω απόφαση προεκτείνει την νομολογία του, βεβαίως ως προς τα συγκεκριμένα αυτά θέματα, και μάλιστα προς δύο, κατά βάση, κατευθύνσεις.  Πρόκειται πρώτον, για την θεμελίωση του δικαιώματος αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας με περιεχόμενο την αποζημίωση και, δεύτερον, για την διευκρίνιση των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες λειτουργεί ή μπορεί να λειτουργήσει ο μηχανισμός της αποζημίωσης αυτής.

2. Συγκεκριμένα, η απόφαση Francovich, με βάση τα σκεπτικά αρ. 33-37, αναγνωρίζει το δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας με περιεχόμενο την ανόρθωση της ζημίας, που κάποιος έχει υποστεί λόγω του ότι δεν μπορεί ν’ ασκήσει δικαίωμα, το οποίο του απονέμουν οι κανόνες του Ευρωπαϊκού Δικαίου, εξαιτίας παράλειψης του Κράτους-Μέλους να λάβει τα κατάλληλα μέτρα προσαρμογής, με τον ακόλουθο τρόπο:

α) Αν οι ιδιώτες, στο πλαίσιο της Έννομης Τάξης κάθε Κράτους- Μέλους, δεν είχαν την δυνατότητα να επιδιώξουν και να επιτύχουν ανόρθωση της ζημίας, την οποία έχουν υποστεί όταν τα δικαιώματά τους βλάπτονται λόγω παραβίασης, εκ μέρους των οργάνων του Κράτους-Μέλους, κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου, τότε αφενός θα ετίθετο εν αμφιβόλω η πλήρης ισχύς των ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου και, αφετέρου, θα εξασθένιζε η προστασία των δικαιωμάτων που οι κανόνες αυτοί αναγνωρίζουν στους ιδιώτες.

α1) Άλλωστε, αυτή η υποχρέωση ανόρθωσης τέτοιας μορφής ζημιών θεμελιώνεται και στις διατάξεις του άρθρου 291 της Συνθήκης για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις οποίες τα Κράτη-Μέλη οφείλουν να λαμβάνουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα, που είναι κατάλληλα προκειμένου να εξασφαλισθεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων, οι οποίες απορρέουν γι’ αυτά από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.  Μεταξύ των υποχρεώσεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη, η οποία συνίσταται στην ανάγκη εξάλειψης των παράνομων συνεπειών από την παραβίαση του Ευρωπαϊκού Δικαίου.

α2) Μια τέτοια δυνατότητα ανόρθωσης ζημιών αυτής της μορφής εκ μέρους Κράτους-Μέλους είναι ιδιαιτέρως απαραίτητη όταν, όπως στην περίπτωση της υπόθεσης Francovich, η πλήρης ισχύς των ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου τελεί υπό τον όρο της εκ μέρους του Κράτους-Μέλους θετικής παρέμβασης.  Και τούτο, διότι σε περίπτωση που το Κράτος-Μέλος δεν προβαίνει σε μια τέτοια παρέμβαση, οι ιδιώτες δεν είναι σε θέση να επικαλεσθούν και να πραγματώσουν, ενώπιον των εθνικών δικαιοδοτικών αρχών, τα δικαιώματα που τους αναγνωρίζει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.  Με βάση τα παραπάνω συνάγεται, ότι η αρχή της ευθύνης του κάθε Κράτους-Μέλους προς ανόρθωση ζημιών, τις οποίες έχουν υποστεί οι ιδιώτες λόγω παραβίασης κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου εκ μέρους των οργάνων του Κράτους αυτού, είναι σύμφυτη με το δικαιϊκό σύστημα που οργανώνει η Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

β) Στην συνέχεια, η απόφαση Francovich, στο πλαίσιο των σκεπτικών αρ. 38-43, προσδιορίζει τις προϋποθέσεις, υπό τις οποίες είναι δυνατό να τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός της αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας με περιεχόμενο την κατά τ’ ανωτέρω αποζημίωση.  Κατά τα σκεπτικά αυτά:

β1) Αν η ως άνω υποχρέωση κάθε Κράτους-Μέλους προς αποζημίωση προκύπτει και επιβάλλεται από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να τεθεί σε κίνηση  η ο μηχανισμός της ευθύνης καθώς και το αν αυτή θεμελιώνει δικαίωμα προς αποζημίωση εξαρτώνται από την φύση της παραβίασης του Ευρωπαϊκού Δικαίου, που προκάλεσε την σχετική ζημία.  Υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης περίπτωσης και, ειδικότερα, όταν ένα Κράτος-Μέλος δεν εκπληρώνει την υποχρέωση, η οποία το βαρύνει κατ’ εφαρμογή του πρωτογενούς Ευρωπαϊκού Δικαίου να λάβει όλα τ’ απαραίτητα μέτρα για να επιτύχει το αποτέλεσμα που καθορίζει π.χ. μια οδηγία, η πλήρης ισχύς αυτών των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Δικαίου δημιουργεί δικαίωμα προς αποζημίωση υπέρ των ιδιωτών μόνον από την στιγμή που πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

Η πρώτη προϋπόθεση συνίσταται στο ότι πρέπει το αποτέλεσμα, το οποίο καθορίζει η οδηγία, να συνεπάγεται την αναγνώριση δικαιωμάτων υπέρ των ιδιωτών.Η δεύτερη προϋπόθεση, συναφής και σύμφυτη με την πρώτη, συνίσταται στο ότι απαιτείται, επιπλέον, το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών να είναι δυνατό ν’ ανιχνευθεί με βάση αυτό τούτο το κανονιστικό πλαίσιο των διατάξεων της οδηγίας.Η τρίτη, τέλος, προϋπόθεση αφορά τον αιτιώδη σύνδεσμο, με βάση τον οποίο τίθεται σε κίνηση ο μηχανισμός της ευθύνης.  Συγκεκριμένα, κατά την προϋπόθεση αυτή, για να τεθεί σε κίνηση ένας τέτοιος μηχανισμός ανόρθωσης της ζημίας απαιτείται να υφίσταται και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παραβίασης της υποχρέωσης, η οποία βαρύνει το Κράτος-Μέλος, και της ζημίας, που έχουν υποστεί τα προσφεύγοντα πρόσωπα.

β2) Όπως είναι φανερό, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω σκεπτικά, θεωρεί ότι ο αιτιώδης αυτός σύνδεσμος, ως προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Κράτους-Μέλους, πρέπει να υφίσταται όχι απλώς μεταξύ της παράλειψης των οργάνων του Κράτους να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις των κανόνων του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της ζημίας, που έχει προκληθεί, αλλά μεταξύ της παραβίασης του Ευρωπαϊκού Δικαίου και της ζημίας, η οποία οφείλεται στην παραβίαση αυτή.  Με τον τρόπο αυτό το Δικαστήριο της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και εμμέσως, φαίνεται να υιοθετεί την ορθή άποψη, που επικρατεί ολοένα και περισσότερο στο χώρο της θεωρίας της αστικής ευθύνης γενικότερα και σύμφωνα με την οποία η ως άνω ευθύνη δημιουργείται, μεταξύ άλλων προϋποθέσεων, όταν ο αιτιώδης σύνδεσμος υφίσταται μεταξύ παρανομίας και ζημίας.

γ) Ως προς την κατά τ’ ανωτέρω ευθύνη του Κράτους-Μέλους παρατηρούνται, στο πλαίσιο πάντοτε της απόφασης Francovich, και τα εξής: Δεν φαίνεται ν’ απαιτείται ρητώς, κατά το σκεπτικό του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και υπαιτιότητα των οργάνων του Κράτους-Μέλους για την θεμελίωση αξίωσης προς αποζημίωση.  Άρα η ευθύνη που δημιουργείται στην προκείμενη περίπτωση είναι, κατ’ ουσίαν, αντικειμενική.  Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Δίκαιο καθορίζει βεβαίως τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, υπό τις οποίες θεμελιώνεται αξίωση για ανόρθωση της ζημίας και, επομένως, αστική ευθύνη του Κράτους-Μέλους.  Όμως, και επειδή –και καθ’ ό μέτρο- δεν υφίσταται σχετική ρύθμιση του Ευρωπαϊκού Δικαίου, ανήκει στην Έννομη Τάξη του κάθε Κράτους-Μέλους το να καθορίσει αφενός τ’ αρμόδια δικαιοδοτικά όργανα και, αφετέρου, τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, ιδίως των θεσμοθετημένων κατά περίπτωση ένδικων βοηθημάτων και μέσων, με βάση τις οποίες θα διασφαλισθεί η άσκηση όλων εκείνων των δικαιωμάτων, που αναγνωρίζει και οργανώνει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.  Όπως είναι προφανές -και όπως προκύπτει από την ίδια την απόφασή του-  στο σημείο αυτό το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετεί αρχές της προγενέστερης νομολογίας του, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί ιδίως στις αποφάσεις της Russo (όπ.παρ.) και Rewe (C-158/80).

ΙΙ. Οι κανονιστικές προεκτάσεις της, lato sensu, συνταγματικής κατοχύρωσης της αστικής ευθύνης του Δημοσίου: Ο «διάλογος» μεταξύ Θεωρίας και Νομολογίας      

Η υπό τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις «πολυπρισματική» -ακόμη και με σαφείς προεκτάσεις στο θεσμικό πεδίο του Ευρωπαϊκού Δικαίου- συνταγματική κατοχύρωση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, ιδίως κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους των, lato sensu, κρατικών οργάνων, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, επέτρεψε στην Θεωρία και στην Νομολογία ν’ αξιοποιήσoυν στο έπακρο το εξαιρετικά πλήρες, κατά τα προεκτεθέντα, κανονιστικό πλέγμα των διατάξεων αυτών.  Κατά τούτο, ο εν προκειμένω «διάλογος» μεταξύ Θεωρίας και Νομολογίας ήταν και είναι σαφώς «γόνιμος» από πλευράς ερμηνείας και εφαρμογής των περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου διατάξεων, με την απαραίτητη όμως διευκρίνιση ότι η Θεωρία μάλλον ήταν και είναι πιο «τολμηρή» στις αντίστοιχες ερμηνευτικές της επιλογές.  Αφού, όπως θα φανεί σε συγκεκριμένες πτυχές των όσων εκτίθενται κατωτέρω, η Νομολογία -ουσιαστικώς του Συμβουλίου της Επικρατείας και των Τακτικών Διοικητικών Δικαστηρίων- φαίνεται, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, να διστάζει σε ό,τι αφορά την ολοκληρωμένη αξιοποίηση των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ, με τον τρόπο που τις θωρακίζει η ως άνω συνταγματική τους κατοχύρωση, υπέρ των βλαπτόμενων ιδιωτών, φυσικών ή νομικών προσώπων, όπως συνάγεται και από τα εξής:              

Α. Οι κύριες συνιστώσες του κανονιστικού πλαισίου των διατάξεων του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ

    Οι διατάξεις του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ καθορίζουν, με «διαχρονική» εντυπωσιακή σαφήνεια όπως επεξηγήθηκε, τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης του μηχανισμού της αστικής ευθύνης του Δημοσίου κατά την εκ μέρους των κρατικών οργάνων άσκηση δημόσιας εξουσίας.  Η δε συνταγματική κατοχύρωση των ρυθμίσεών τους συνιστά υποχρεωτικό οδηγό τόσο για την Νομοθετική Εξουσία όσο και για την Δικαστική Εξουσία, σε ό,τι αφορά την έκταση της παρέμβασής τους κατά την ερμηνεία και εφαρμογή τους στην πράξη, με κύριο ερμηνευτικό «πρόταγμα» την αρχή, σύμφωνα με την οποία, in dubio η αντίστοιχη ερμηνεία και εφαρμογή πρέπει ν’ αποβαίνει υπέρ του βλαπτόμενου ιδιώτη, φυσικού ή νομικού προσώπου.

Ειδικότερα, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 105 και 106 ΕισΝΑΚ συνάγεται, με βάση και τα όσα παγίως γίνονται νομολογιακώς δεκτά, ότι ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου ενεργοποιείται όταν συντρέχουν, σωρευτικώς και στο ακέραιο, κυρίως οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) Υφίσταται πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια.

β) Η οποία προέρχεται από κρατικό όργανο, ανεξαρτήτως, κατ’ αρχήν, της κρατικής εξουσίας, στην οποία αυτό ανήκει.

γ) Και η οποία είναι παράνομη γενικώς, ήτοι δίχως να έχει βαρύνουσα σημασία το αν η παρανομία αφορά την παραβίαση των κανόνων εσωτερικής ή εξωτερικής νομιμότητας της κρατικής δράσης.  Επιπλέον, και αντιθέτως προς τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ περί αστικής ευθύνης κατά τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου, δεν απαιτείται επιπροσθέτως πταίσμα των κρατικών οργάνων, δηλαδή δόλος ή αμέλεια.  Τούτο σημαίνει ότι η κατά τις διατάξεις των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ αστική ευθύνη του Δημοσίου είναι αντικειμενική και όχι υποκειμενική. Είναι δε άξιο μνείας το γεγονός, ότι σε πολλές άλλες Έννομες Τάξεις των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης η αστική ευθύνη του Δημοσίου εξακολουθεί να είναι, τουλάχιστον, κατά βάση, υποκειμενική.

δ) Η παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια του κρατικού οργάνου πρέπει να συντελέσθηκε κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας εκ μέρους του, δοθέντος ότι όταν τα κρατικά όργανα ενεργούν ως fiscus, δηλαδή κατά τους κανόνες του Ιδιωτικού Δικαίου -πρωτίστως για την διαχείριση της ιδιωτικής κρατικής περιουσίας- ισχύουν, όπως ήδη διευκρινίσθηκε, οι διατάξεις του άρθρου 104 ΕισΝΑΚ, που παραπέμπουν στους κανόνες του Αστικού Κώδικα για τα νομικά πρόσωπα.

ε) Η παράνομη πράξη, παράλειψη ή υλική ενέργεια του κρατικού οργάνου πρέπει να προκαλεί ζημία, η οποία μάλιστα οφείλεται εξ ολοκλήρου σε αυτή και όχι και σε συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος ιδιώτη.  Άλλως, η παρεμβολή τέτοιου συντρέχοντος πταίσματος μπορεί να οδηγήσει, κατά τις περιστάσεις, σε περιορισμό ή και σε πλήρη αποκλεισμό της αστικής ευθύνης του Δημοσίου.

στ) Πρέπει να υφίσταται ευθύς αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανομίας της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της κατά τ’ ανωτέρω ζημίας.  Αιτιώδης σύνδεσμος ο οποίος, όπως επισημαίνεται στην συνέχεια, καλύπτει και την εν δυνάμει παράνομη διακινδύνευση εις βάρος του ιδιώτη, που υφίσταται τις συνέπειες της επίμαχης παράνομης πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του κρατικού οργάνου.

ζ) Τέλος, η παρανομία της ζημιογόνου πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας του κρατικού οργάνου θα πρέπει να συνίσταται στην παραβίαση διάταξης που δεν έχει τεθεί για χάρη του «γενικού» –ορθότερα του δημόσιου- συμφέροντος. Ως προς αυτή την, οιονεί «αρνητική», προϋπόθεση της αστικής ευθύνης του Δημοσίου, η νομολογία ιδίως του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει κάνει δεκτό -περιορίζοντας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συνταγματικής βάσης της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημόσιων βαρών, την διατύπωση της σχετικής διάταξης του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ- ότι ο μηχανισμός της αστικής ευθύνης του Δημοσίου «ατονεί» μόνον όταν η παρανομία της πράξης, παράλειψης ή υλικής ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου οφείλεται σε παραβίαση διάταξης που έχει τεθεί αποκλειστικώ

Keywords
αθηνα, βιντεο, βιντεο, ακαδημια αθηνων, διευκρίνιση, δραση, ήτοι, αμιγώς, εξηγείται, συνταγμα, ισχύ, υφίσταται, unibet, οφείλεται, σημαίνει, οιονεί, αποτελεσματα δημοτικων εκλογων 2010, εκλογες 2010 αποτελεσματα , μετρο, οφειλετες δημοσιου, τελος του κοσμου, αποτελεσματα, ήτοι, οξυδερκεια, αιτηση, δημοκρατια, εκπα, ηθικη, θεμα, πλαισιο, αγωγη, αρθρο, αμιγώς, αποζημιωση, βοηθηματα, γεγονος, γινεται, γινονται, διαστημα, δυνατοτητα, δημοσιο, δυστυχως, διευκρίνιση, δομη, εγινε, υπαρχει, ελευθερια, ενεργεια, εννοια, εξηγείται, εξυπηρετηση, εποχη, ερεισμα, ευθυνη, ζημια, ιδια, ιδιο, υπηρεσια, υφίσταται, θεωρια, ισχυς, κινηση, κρατικο, λειτουργια, λογο, νομικη, ομαδα, παντα, οδος, οιονεί, ορια, οφείλεται, πεδιο, πρισμα, πταισμα, ρυθμισεις, ρυθμιση, συγκεκριμενα, συνεχεια, ταση, τεκμηριο, τεως, τρια, τριτη, ισχύ, φυση, φυσικα, ανηκει, δικαιωμα, δικαιωματα, εφαρμογη, ενωση, λεξεις, νομικου, οργανα, σημαίνει, θεματα, βεβαιως
Τυχαία Θέματα