Τι μας έμαθαν οι αρχαίοι – Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής σκέψης

Πριν από δεκαπέντε μέρες άρχισα τη δημοσίευση αποσπασμάτων από το βιβλίο «Τι μας έμαθαν επιτέλους οι αρχαίοι Έλληνες;» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Γνώση και έχει τον υπότιτλο «Χρηστομάθεια».

Σήμερα θα βάλω το πρώτο μισό από το πρώτο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο «Η ελληνική σκέψη».

Η ελληνική σκέψη

1. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα

Ο Ρίτσαρντ Λίβινγκστον, στο περίφημο βιβλίο του Το ελληνικό πνεύμα και η σημασία του για μας, που πρωτοεκδόθηκε το 1912 και γνώρισε από τότε

αλλεπάλληλες επανεκδόσεις, αλλά και ο Αντρέ Μπονάρ στο τρίτομο έργο του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που πρωτοεκδόθηκε το 1957-59, συμφωνούν ότι τα κύρια γνωρίσματα του αρχαίου ελληνικού πνεύματος ήταν:

* Η φιλοκαλία, δηλαδή η αγάπη για το ωραίο.
* Το μέτρον.
* Η ευθύτητα και η παρρησία.
* Ο ανθρωπισμός
* Η αγάπη της ελευθερίας.

Ας δούμε ένα ένα τα γνωρίσματα αυτά.

Η φιλοκαλία. Οι Έλληνες, ζώντας σε μια χώρα ευνοημένη από τη φύση με σπάνια ομορφιά σε τοπίο και κλίμα, αγάπησαν με πάθος την ωραιότητα. Την ομορφιά ανθρώπων, ζώων, κτισμάτων και τοπίων, τη θεωρούσαν μεγάλο προσόν. Όταν ήθελαν να επαινέσουν κάποιον έλεγαν πως είναι «καλός καγαθός», δηλαδή όμορφος και καλόκαρδος. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης, ο Περικλής στον Επιτάφιο που εκφώνησε για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου, ανάμεσα στα γνωρίσματα του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας αναφέρει την αγάπη για το ωραίο: «Φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας…» καμαρώνει, θέλοντας να επισημάνει την επιδίωξη του ωραίου ακόμα και στα πιο δευτερεύοντα και ευτελή αντικείμενα.

Παρεπόμενο της αγάπης που είχαν για το ωραίο, μπορεί να θεωρηθεί η ανεκτικότητα που έδειξαν οι αρχαίοι σε πολλές περιπτώσεις παρεκτροπών από άτομα, πού ήταν όμως ωραία. Η Ελένη της Σπάρτης και ο Αλκιβιάδης, είναι τέτοια χαρακτηριστικά παραδείγματα.

Το μέτρον ήταν εξ ίσου με το κάλλος χαρακτηριστικό της ελληνικής σκέψης. Σήμαινε την αγάπη της μετριοπάθειας και την αρμονία που εξασφαλίζει η αποφυγή των υπερβολών. Είναι γνωστά τα αρχαία ρητά «Μέτρον άριστον» και «Μηδέν άγαν», που αποδίδονται στους επτά σοφούς και δείχνουν την εκτίμηση των Ελλήνων στη μετριοπάθεια και στην αποφυγή των υπερβολών. Ο Αρχίλοχος ο Πάριος συμβουλεύει:

Να μη χαίρεσαι πολύ για τα ευχάριστα
και να μη λυπάσαι πολύ για τα δυσάρεστα.
Γνώριζε ποιο μέτρο κυβερνά τους ανθρώπους.
(χαρτοῖσίν τε χαῖρε καὶ κακοῖσιν ἀσχάλα
μὴ λίην, γίνωσκε δ’ οἷος ῥυσμὸς ἀνθρώπους ἔχε)

Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος ο Μακεδόνας, όταν πολιορκούσε την παλαιστινιακή πόλη της Γάζας, στους πρέσβεις των πολιορκούμενων, που τον ρώτησαν ποια είναι η μεγαλύτερη αξία για τους Έλληνες, απάντησε «το μέτρον» (που, ας σημειωθεί, ο ίδιος δεν το διέθετε σε επάρκεια).

Η ευθύτητα και η παρρησία χαρακτηρίζουν όχι μόνο την αρχαία ελληνική σκέψη αλλά και τη συμπεριφορά των πολιτών. Ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια λέει πως μόνο ένας «μαινόμενος ή ανάλγητος» άνθρωπος δεν φοβάται τον σεισμό ή την τρικυμία, και προσθέτει πως οι πολίτες υπομένουν τους κινδύνους του πολέμου «για το φόβο των κυρώσεων του νόμου, για την κατακραυγή αλλά και για τις τιμές» [δοκοῦσι γὰρ ὑπομένειν τοὺς κινδύνους οἱ πολῖται διὰ τὰ ἐκ τῶν νόμων ἐπιτίμια καὶ τὰ ὀνείδη καὶ διὰ τὰς τιμάς·], παραλείποντας να αναφερθεί στη φιλοπατρία, το χρέος προς την πατρίδα και άλλα ηχηρά παρόμοια.

Ο Αρχίλοχος ο Πάριος πάλι, όταν σε μια μάχη με τους Θράκες έχασε, υποχωρώντας, την ασπίδα του, ούτε το έκρυψε ούτε προσπάθησε να βρει καμιά δικαιολογία:

Τι με μέλει για την ασπίδα αυτήν;
Ας πάει στο διάβολο!
Σύντομα θα αποκτήσω καλύτερη
[τί μοι μέλει ἀσπὶς ἐκείνη; ἐρρέτω· ἐξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.]
έγραψε, με αποτέλεσμα, όταν απάγγειλε το ποίημα αυτό στη Σπάρτη, να απελαθεί από τους Εφόρους, που δεν χωράτευαν με κάτι τέτοια.

Είναι πασίγνωστα τα ερωτικά ποιήματα της Σαπφώς, που διατυπώνει με ευθύτητα και παρρησία τα αισθήματά της:

Το Φεγγάρι βασίλεψε κι η Πούλια
μεσάνυχτα και πέρασεν η ώρα
κι εγώ κοιμάμαι μοναχή
[δέδυκε μὲν ἁ σελάνα
καὶ Πληϊάδες, μέσαι δὲ
νύκτες, παρὰ δ’ ἔρχεθ’ ὥρα·
εγὼ δὲ μόνα καθεύδω.]

κι αλλού:

Ο έρωτας τράνταξε το μυαλό μου,
σαν τον άνεμο που απ’ το βουνό
πέφτει ορμητικά στα δέντρα

[Ἔρος δ’ ἐτίναξέ μοι
φρένας, ὠς ἄνεμος κὰτ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων.]

Ή ακόμα

Και συλλογιέμαι πως μπροστά
στης Ανακτορίας το βάδισμα
και στην όψη του προσώπου της
δεν αξίζουν όλα τα άρματα
και τα όπλα των Λυδών. [13]

Για τα ερωτικά ποιήματά της, το έργο της γνώρισε αργότερα το μίσος και την αποστροφή των χριστιανών (Ο Τατιανός, απολογητής του 2ου αιώνα, γράφει: «Σαπφώ δε γύναιον ερωτομανές, την εαυτής ασέλγειαν άδει» (!). Βεβαίως η Σαπφώ εξακολουθεί να διαβάζεται και να μας συγκινεί, ενώ ο κακόμοιρος ο Τατιανός έχει ξεχαστεί εδώ και πολλούς αιώνες].

Ο ανθρωπισμός. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας ελληνικής σκέψης. «ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων» [πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος] έλεγε ο μεγάλος Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης. Σε αντίθεση με την ιουδαϊκή σκέψη, που γι’ αυτήν ο άνθρωπος παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνον ως δημιούργημα του Θεού και μόνο σε ότι αφορά τη λατρεία του δημιουργού του, η αρχαία ελληνική σκέψη εξανθρωπίζει τους θεούς:

Ένα είναι και των θεών
και των ανθρώπων το γένος.
Από μια μητέρα γεννηθήκαμε.
Μόνη διαφορά μας είναι η δύναμη
[Ἓν ἀνδρῶν, ἓν θεῶν γένος· ἐκ μιᾶς δὲ πνέομεν
ματρὸς ἀμφότεροι· διείργει δὲ πᾶσα κεκριμένα
δύναμις]
λέει ο κατά τα άλλα συντηρητικός Πίνδαρος. Δίκαια λοιπόν θαυμάζει ο Σοφοκλής στην Αντιγόνη:

είναι πολλά τα θαυμαστά, μα τίποτα
πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο δεν είναι.
[Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει. Η λέξη δεινός εδώ με την έννοια ότι προκαλεί δέος = θαυμασμό]

Η αγάπη της ελευθερίας. Είναι λοιπόν επόμενο η αγάπη του ωραίου, το μέτρο, η ευθύτητα, η παρρησία και ο ανθρωπισμός να οδηγούν την ελληνική σκέψη στην αγάπη της ελευθερίας, και μέσω αυτής στην υιοθέτηση της δημοκρατίας, μολονότι την ελευθερία τη βάζανε πιο πάνω από τη δημοκρατία. Ο Θουκυδίδης στον Επιτάφιό του το ξεκαθαρίζει αυτό.

Η λέξη ελευθερία έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις έλευση, έλθω κλπ., και αρχικά σχετιζόταν με τη συνέλευση του γένους. Μονάχα ο ελεύθερος άνθρωπος ερχόταν στη συνέλευση, τέτοιο δικαίωμα δεν είχαν ούτε οι δούλοι ούτε οι υπήκοοι των ανατολικών δυναστειών, όπου εξάλλου δεν υπήρχαν συνελεύσεις. Η λέξη αυτούσια, σε μορφή και νόημα, υπάρχει στη γλώσσα μας, στον μεν γραπτό λόγο πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, στον δε προφορικό ασφαλώς περισσότερα.

Όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, όταν ο απεσταλμένος του Δαρείου Υδάρνης ζήτησε από τους Έλληνες να υποταχτούν στον Μεγάλο Βασιλέα προσφέροντας του «γην και ύδωρ» αυτοί του απάντησαν: «Υδάρνη η συμβουλή που μας δίνεις δεν πηγάζει από ίση εμπειρία. Γιατί εσύ ξέρεις μόνο τη μία κατάσταση και αγνοείς την άλλη. Αν γνώριζες την ελευθερία, δεν θα μας συμβούλευες να υποταχτούμε, αλλά να αγωνιστούμε γι’ αυτήν, όχι μόνο με όπλα, αλλά με πελέκια και ξύλα».

Ακόμα, ελευθερία για τον αρχαίο Έλληνα σήμαινε κάτι πολύ σημαντικό: την απαλλαγή από τον φόβο. Ο Ηρόδοτος επίσης λέει πως οι Αθηναίοι, υπό την τυραννία των Πεισιστρατιδών, δεν ήταν καλύτεροι από τους γείτονές τους, μόλις όμως λευτερώθηκαν, πολύ γρήγορα τους ξεπέρασαν, γιατί «ο καθένας δούλευε με όρεξη για τον εαυτό του και όχι από τον φόβο του δεσπότη».

Η μεγίστη συμβολή των αρχαίων διανοητών του 6ου και του 5ου αιώνα βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι, δίνοντας λογικές και «επιστημονικές» εξηγήσεις σε φυσικά φαινόμενα, τα οποία όμως προκαλούσαν τον τρόμο ή την κατάπληξη στους ανθρώπους, τους βοηθούσαν να λευτερωθούν από τον φόβο.

Ο Έλληνας ήθελε να είναι ελεύθερος. Δεν έστεργε να είναι δούλος ούτε των θεών. «Δία μου σε θαυμάζω» [Ζευ φίλε θαυμάζω σε] έγραφε ο Θέογνις για τον μέγιστο των θεών. Οι Έλληνες, σε αντίθεση με τους άλλους συγχρόνους τους λαούς, δεν έβλεπαν τους θεούς τους σαν δούλοι. Σ΄ αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε όχι μόνο μελετώντας τον τρόπο με τον οποίο προσεύχονταν ή ζητούσαν κάτι από τους θεούς, αλλά και στα ονόματα που δίνανε στα παιδιά τους.

Από το μέγα πλήθος των προσωπικών ονομάτων, χαρακτηριστικό και αυτό των αρχαίων Ελλήνων (*), μπορεί πολλά να είχαν κάποια πολιτική χροιά. Τον καιρό δηλαδή που κυριαρχούσαν οι αριστοκράτες (οι Ιππείς), συνηθίζονταν ονόματα με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τον Ίππο (Ιπποκλείδης, Φίλιππος), ενώ τον καιρό της ανόδου του Δήμου, έχουμε ανάλογης δομής ονόματα (Δημοχάρης, Φιλόδημος), σπανιότατα όμως είναι κατά την κλασική εποχή ονόματα παραγόμενα ή σχετιζόμενα με θεούς. Αυτά εμφανίζονται μετά τον 4ο αιώνα, όταν η Δημοκρατία παρακμάζει, και τότε έχουμε Αθήναιους, Αρτέμιους, Δημήτριους κλπ. σε αφθονία. Αλλά και σ’ εκείνη ακόμα την εποχή δεν θα βρεθεί όνομα με την έννοια τού Θεόδουλος, που αντίστοιχά του αφθονούν στην αιγυπτιακή, βαβυλωνιακή, φοινικική και εβραϊκή.

(*) Σε αντίθεση με τους Ρωμαίους και τους Εβραίους της αρχαιότητας, των οποίων τα προσωπικά ονόματα, όπως μας τα παραδίνουν οι πηγές, είναι λίγα, τα προσωπικά ονόματα των αρχαίων Ελλήνων είναι πάρα πολλά.

Πηγή: sarantakos.wordpress.com/

αρχαία Ελλάδα
Keywords
Τυχαία Θέματα