Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από τον εργοδότη μείωση του συμβατικού μισθού

Ανακοινώσεις

ΣΕ ΚΑΜΙΑ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΜΟΝΟΜΕΡΩΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΜΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΥ ΜΙΣΘΟΥ

Η μείωση του συμβατικού μισθού (δηλαδή του μισθού που έχει ενσωματωθεί στην ατομική σύμβαση του εκπαιδευτικού) προϋποθέτει νέα συμφωνία των μερών, δηλαδή εργοδότη και εργαζομένου, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή στα χρηστά ήθη, σε καμία
όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από τον εργοδότη.Όλες οι πρόσφατες αλλεπάλληλες νομοθετικές τροποποιήσεις, ΠΥΣ και ΠΝΠ δεν έχουν καταργήσει/τροποποιήσει την ακόλουθη διάταξη του ν.1876/1990 περί Συλλογικών Διαπραγματεύσεων (νόμος που εκδόθηκε κατά ρητά συνταγματική επιταγή και προστασία):

Άρθρο 7

Ισχύς συλλογικής σύμβασης εργασίας.

1. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν

άμεση και αναγκαστική ισχύ.

2. Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους

κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι

επικρατέστεροι, εφ` όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους

εργαζόμενους.

Τα παραπάνω αναφέρονται σε απάντηση του εργατολόγου Δημήτρη Περπατάρη, ύστερα από ερώτημα της ΟΙΕΛΕ για την εφαρμογή της εγκυκλίου Φ.18/150576/Δ5/29-11-2012 του Υπουργείου Παιδείας, σχετική με την ένταξη των ιδιωτικών εκπαιδευτικών στο ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο του δημοσίου (ν.4024/2011), κατά τη γνωμοδότηση 4/2012 του Ν.Σ.Κ., που έκανε δεκτή ο Υπουργός Παιδείας.

Η γνώση του νομικού πλαισίου από όλους τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς είναι προϋπόθεση για την προάσπιση των δικαιωμάτων μας.

Διαβάστε ολόκληρη την απάντηση–γνωμοδότηση του Δημήτρη Περπατάρη

Η ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΔΕΝ ΚΛΟΝΙΖΕΙ (ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΚΛΟΝΙΣΕΙ ΤΙΣ ΑΚΟΛΟΥΘΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ):

α. Από τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 361 και 648 του Αστικού Κώδικα, που κατοχυρώνει την συμβατική ελευθερία και στο πεδίο της σύμβασης εργασίας, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι όροι εργασίας μπορούν να τροποποιούνται με τη σύναψη νέας ατομικής σύμβασης εργασίας, η οποία είναι δυνατόν να συμβεί οποτεδήποτε, καθώς τα μέρη απολαμβάνουν συμβατικής ελευθερίας.

Η παραπάνω όμως συμβατική ελευθερία γνωρίζει τον ακόλουθο περιορισμό: Με τη σύναψη της ατομικής σύμβασης δεν επιτρέπεται να παραβιάζονται κανόνες αναγκαστικού χαρακτήρα, ή διατάξεις που θεσπίζουν κατώτατα όρια προστασίας υπέρ των εργαζομένων (Λεβέντης, Η Μεταβολή των όρων της Συμβάσεων Εξαρτημένης Εργασίας, 1990, 64 επ.).

Από τους πλέον ουσιώδεις όρους εργασίας είναι ο μισθός, ο οποίος καθορίζει την αντιπαροχή του εργοδότη για την παροχή της εργασίας από τον εργαζόμενο.

Ο μισθός δεν μπορεί να μειωθεί μονομερώς από τον εργοδότη, με την επίκληση του διευθυντικού δικαιώματος, καθώς το διευθυντικό δικαίωμα συναρτάται με την παροχή του εργαζόμενου και όχι με την αντιπαροχή που οφείλει ο εργοδότης (Ζερδελής Εργατικό Δίκαιο 2007, σελ. 752 επ).

Ο μισθός διακρίνεται σε νόμιμο, ο οποίος καθορίζεται από τα εκάστοτε ισχύοντα κατώτατα όρια που θεσπίζουν οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και στον συμβατικό μισθό, ο οποίος είναι αποτέλεσμα της απευθείας διαπραγμάτευσης εργοδότης και εργαζόμενου. Σε κάθε περίπτωση, ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του νομίμου μισθού, ενώ κάθε τυχόν αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.

Ο νόμιμος μισθός μπορεί να μειωθεί με την σύναψη μεταγενέστερης συλλογικής σύμβασης εργασίας (ή και διαιτητικής απόφασης) του αυτού πεδίου ισχύος, η οποία να προβλέπει μισθό κατώτερο από αυτόν που προέβλεπε η προηγούμενη συλλογική σύμβαση. Τούτο είναι δυνατό και επιτρεπτό καθώς στις συλλογικές συμβάσεις ισχύει η διαδοχή τάξεων, δηλαδή η μεταγενέστερη καταργεί την προηγούμενη, ανεξαρτήτως εάν η προηγούμενη είναι πιο ευνοϊκή (lex posterior derogat legi priori).

Η μείωση του συμβατικού μισθού προϋποθέτει νέα συμφωνία των μερών, δηλαδή εργοδότη και εργαζόμενου, η οποία είναι έγκυρη εφόσον δεν προσκρούει σε διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ή στα χρηστά ήθη, σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει μονομερώς από τον εργοδότη.

Συνεπώς μόνο με νέα συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου μπορεί να καθοριστεί μειωμένος μισθός, χωρίς βέβαια ο νέος μισθός να υπολείπεται των κατωτάτων ορίων που θεσπίζονται από τις εκάστοτε ισχύουσες ρυθμίσεις των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Η συμφωνία μείωσης του μισθού μπορεί να είναι και σιωπηρή. Εάν ο εργοδότης μειώσει τον μισθό μονομερώς, και ο εργαζόμενος παρότι γνωρίζει σαφώς την μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασής του, εξακολουθεί να παρέχει αδιαμαρτύρητα την εργασία του για μακρό χρονικό διάστημα, τότε καταρτίζεται σιωπηρά τροποποιητική συμφωνία της αρχικής σύμβασης (ΑΠ 1455/2003, ΔΕΝ 2004, 876, Ζερδελής, ό.π.).

β. Από το μισθό διακρίνονται οι οικειοθελείς παροχές που χορηγεί ο εργοδότης προς τον εργαζόμενο, με αποκλειστική πρωτοβουλία του πρώτου, χωρίς να επιβάλλονται από τον νόμο ή από άλλη κανονιστική διάταξη.

Σύμφωνα με τη νομολογία, κάθε παροχή, ως προς την οποία ο εργοδότης έχει επιφυλάξει δικαίωμα ανάκλησης, θεωρείται οικειοθελείς, και δεν δημιουργείται συμβατική δέσμευση για την καταβολή της, ακόμα και αν χορηγείται τακτικά ως συμπληρωματική των λοιπών αποδοχών.

Η επιφύλαξη αποτελεί νόμιμο όρο ανάκλησης μιας παροχής ή έστω στοιχείο που διευκολύνει την απόδειξη της πρόθεσης ελευθεριότητας, δεν αποτελεί όμως αναγκαίο όρο που αποτρέπει το χαρακτηρισμό μιας παροχής ως μισθολογικής (Κουκιάδης, 2005, 589).

Στην περίπτωση που ο εργοδότης δεν έχει επιφυλαχθεί για την ανάκληση της παροχής, αυτή θεωρείται συμβατική προσαύξηση που δίδεται κατά την βούληση των μερών ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας, και συμπληρώνει την έννοια του συμβατικού μισθού.

γ. Σε περίπτωση που ο εργοδότης χορηγεί σε κάποιους εργαζόμενους ποσά πέραν των οριζομένων από ΣΣΕ ή άλλες κανονιστικές διατάξεις, προσαυξάνοντας τις καταβαλλόμενες αποδοχές τους και τα ποσά αυτά καταβάλλονται τακτικά, κάθε μήνα, ενώ από τις αποδείξεις μισθοδοσίας δεν προκύπτει ότι το ποσό, πέραν του ελαχίστου της ΣΣΕ, καταβάλλεται για κάποια συγκεκριμένη αιτία ή υπάρχει επιφύλαξη ανάκλησής του, αντιθέτως εμφανίζεται ως συμβατικός καταβαλλόμενος μηνιαίος μισθός. ο συμβατικός μισθός δεν μπορεί να μειωθεί μονομερώς από τον εργοδότη, καθώς αυτό αποτελεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του εργαζόμενου.

Β. ΑΛΛΩΣΤΕ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ, ΠΥΣ ΚΑΙ ΠΝΠ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΡΓΗΣΕΙ / ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ Ν. 1876/1990 ΠΕΡΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΩΝ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ (ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΡΗΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ) :

Άρθρο 7

Ισχύς συλλογικής σύμβασης εργασίας.

1. Οι κανονιστικοί όροι της συλλογικής σύμβασης εργασίας έχουν

άμεση και αναγκαστική ισχύ.

2. Οι όροι ατομικών συμβάσεων εργασίας, που αποκλίνουν από τους

κανονιστικούς όρους συλλογικών συμβάσεων εργασίας, είναι

επικρατέστεροι, εφ` όσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους

εργαζόμενους.

3. Όροι εργασίας συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που είναι

ευνοϊκότεροι για τους εργαζόμενους, υπερισχύουν των νόμων, εκτός αν

πρόκειται για διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΠ. ΠΕΡΠΑΤΑΡΗΣ

Δικηγόρος Εργατολόγος

Σόλωνος 51 Αθήνα 106 72

Τηλ. 210-3645656 fax : 210-3645651

6944-429645

jimper@ath.forthnet.gr

www.perpataris.gr

Tags: ΟΙΕΛΕμισθοίεργοδότηςεκπαιδευτικοί
Keywords
Τυχαία Θέματα