Οι αξιολογητές ξανάρχονται, του Γιώργου Καλημερίδη

Tweet

Οι αξιολογητές ξανάρχονται

Καλημερίδης Γιώργος

Τρεις δεκαετίες μετά την κατάργηση του επιθεωρητισμού, το δημόσιο σχολείο κυριαρχείται τη φετινή χρονιά, αναμφίβολα, από την πολιτική της αξιολόγησης. Το πρόγραμμα της “αυτοαξιολόγησης” της σχολικής μονάδας, το Π.Δ για την ατομική αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και η δημιουργία της “Ανεξάρτητης Αρχής για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση” (ΑΔΙΠΠΔΕ) συγκροτούν ένα συγκεκριμένο

νομοθετικό πλαίσιο που στοχεύει στη διαμόρφωση ενός πολυεπίπεδου και αλληλοτροφοδοτούμενου μηχανισμού κρατικού ελέγχου των υποκειμένων και των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Η έννοια της αξιολόγησης δεν είναι ασφαλώς καινούρια για τον κόσμο της εκπαίδευσης. Με την κατάργηση του επιθεωρητισμού, κάτω από την πίεση και τους αγώνες του εκπαιδευτικού και του ευρύτερου λαϊκού κινήματος την πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία, ξεκίνησε, αμέσως σχεδόν, από τη μεριά της αστικής τάξης, η συζήτηση για τον έλεγχο των εκπαιδευτικών και την αναγκαιότητα διασφάλισης αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου των εκπαιδευτικών πρακτικών. Ο εκδημοκρατισμός, επομένως, του σχολείου που επέβαλλε το λαϊκό κίνημα έπρεπε, εξαρχής, να εξισορροπηθεί, να περιοριστεί και τελικά να ακυρωθεί μέσα στο πλαίσιο των δεδομένων αστικών επιλογών για το σχολείο.

Ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 90 και μετά, η συζήτηση για την αξιολόγηση θα τεθεί μέσα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και της προσπάθειας καπιταλιστικής ανασυγκρότησης των εκπαιδευτικών συστημάτων, σε όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, με βάση τις αρχές της αγοράς και της επιχειρηματικότητας. Οι εκθέσεις της Ε.Ε, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του ΟΟΣΑ θα αποτελέσουν από εδώ και στο εξής το μοναδικό οδικό μεταρρυθμιστικό χάρτη για όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, ενώ η επιτάχυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, από τη συνθήκη του Μάαστριχτ και μετά ,θα φέρει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα εναρμόνισης των εκπαιδευτικών συστημάτων, γύρω από ένα σύνολο κοινών εκπαιδευτικών προτάσεων: ελεύθερη επιλογή σχολείου, ταξική διαφοροποίηση σχολικών μονάδων, ανταγωνιστικές μορφές χρηματοδότησης της δημόσιας εκπαίδευσης και αντίστοιχα σε επίπεδο περιεχομένου και ιδεολογίας την επιστροφή στα λεγόμενα “βασικά”, την προώθηση της εργασιακής ευελιξίας και την εμπέδωση μιας “ευρωπαϊκής συνείδησης”, η οποία φιλτράρεται επιλεκτικά, με βάση τις αναγκαιότητες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η αξιολόγηση και οι σύστοιχες έννοιες της αποτελεσματικότητας- αποδοτικότητας που τη συνοδεύουν, θα γίνουν κεντρικές, αφενός γιατί προωθούν τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και αφετέρου γιατί διασφαλίζουν τον αποφασιστικό κρατικό έλεγχο στο πεδίο της γνώσης και της κουλτούρας.

Τα παραπάνω είχαν μια πολύ συγκεκριμένη συνέπεια για την ελληνική συζήτηση περί αξιολόγησης, αλλά και την πολιτική στρατηγική της άρχουσας τάξης. Η έννοια της αξιολόγησης αποσυνδέθηκε προσεκτικά από το μακρόχρονο παρελθόν της και το “σχολείο των εθνικοφρόνων”, στο οποίο παρέπεμπε η αναχρονιστική φιγούρα του επιθεωρητή και απέκτησε ένα νέο “εκσυγχρονιστικό” περιεχόμενο. Στο εξής το “συντηρητισμό” θα τον εκπροσωπεί, στον κυρίαρχο λόγο, ο κόσμος της εκπαίδευσης, γιατί, σύμφωνα με την κυρίαρχη ρητορική, δεν επιθυμεί την εναρμόνιση του ελληνικού σχολείου με το “προηγμένο ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό πρότυπο”. Η αξιολόγηση αποκτά, συνεπώς, επιθετικό περιεχόμενο και συνδέεται με την ανάγκη των αστικών δυνάμεων να μετασχηματίσουν, με βάση τα ιδιαίτερα ταξικά τους συμφέροντα, τον προσανατολισμό του ελληνικού σχολείου και να ανατρέψουν τον ταξικό συσχετισμό που διαμορφώθηκε τη δεκαετία του ΄80 .

Ακόμη και στις σημερινές “επιστημονικές εκθέσεις” του ΙΕΠ και του Παρατηρητηρίου για την αξιολόγηση, η πολιτική για την αξιολόγηση θεωρείται ως μια αυτονόητη ουδέτερη υιοθέτηση πετυχημένων μεταρρυθμίσεων που υλοποιήθηκαν από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Αυτό ασφαλώς που σκόπιμα συσκοτίζουν οι παραπάνω θέσεις, είναι το ταξικό πρόσημο των εκπαιδευτικών αλλαγών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις δύο τελευταίες δεκαετίες, που δεν είναι άλλο από την υπονόμευση των μεταπολεμικών κοινωνικών και μορφωτικών κατακτήσεων της εργατικής τάξης. Η συζήτηση για την αξιολόγηση, η υιοθέτηση του εκπαιδευτικού management και οι ατελείωτες αξιολογικές λίστες, κριτήρια και δείκτες, συνδέονταν παντού, με τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και την εγκατάλειψη του κρατικού ενδιαφέροντος για τις κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες. Σε όσους σήμερα μας δείχνουν με το δάχτυλο ως μια συντεχνία που δεν επιθυμεί την αλλαγή, τους θυμίζουμε ότι πίσω από την ηγεμονία του τεχνοκρατικού θετικισμού, της ποσοτικοποίησης και των “αντικειμενικών αξιολογικών κριτηρίων”, που προωθεί η πολιτική για την αξιολόγηση, κρύβεται η ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού και του αποκλεισμού της εργατικής τάξης από το δικαίωμα στη μόρφωση και την εργασία.

Αξίζει εδώ να προσθέσουμε και μια ακόμη σημαντική, για εμάς, διάσταση. Μέσα σε ένα τρομερά αρνητικό συσχετισμό δύναμης τις δύο τελευταίες δεκαετίες, παρά τη σφοδρή ιδεολογική επίθεση της άρχουσας τάξης και την ενεργοποίηση του κοινωνικού αυτοματισμού (“μόνο οι εκπαιδευτικοί δεν αξιολογούνται” , “οι τεμπέληδες” κτλ), όλα τα σχέδια αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου στην πράξη, ακυρώθηκαν. Αυτή η πολύ πρόσφατη σχετικά εμπειρία, μας αποδεικνύει ότι η ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης δεν είναι απλά η “βιογραφία” των εκθέσεων της Ε.Ε, του ΟΟΣΑ και των κυβερνητικών νομοθετημάτων, αλλά το σύνθετο αποτέλεσμα της συνολικής κοινωνικής αντιπαράθεσης, αλλά και των ειδικών εκπαιδευτικών αγώνων που αναπτύσσονται σε μια δεδομένη κοινωνία και σε ένα δεδομένο εκπαιδευτικό σύστημα.

Tη διάσταση αυτή ξεχνούν πολλές φορές οι υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις του κινήματος, οι οποίες θεωρούν τα κείμενα των ιμπεριαλιστικών οργανισμών ή των κρατικών υποκειμένων ως de facto αντικειμενική πραγματικότητα που μπορεί να ανατραπεί μόνο από κάποια σοβαρή αριστερή διακυβέρνηση ή από μια μελλοντική “λαϊκή οικονομία”. Σε αντίθεση με τις παραπάνω απόψεις, θεωρούμε ότι η ιστορική εμπειρία μας έχει διδάξει ότι το συκοφαντημένο “μικροαστικό” εκπαιδευτικό κίνημα μπορεί να ακυρώνει στην πράξη κυβερνητικές πρωτοβουλίες, συμβάλλοντας στην πάλη του ευρύτερου λαϊκού κινήματος. Από τον Κοντογιαννόπουλο, στον Αρσένη και από εκεί στον Ευθυμίου, τη Γιαννάκου και τη Διαμαντοπούλου το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι ότι τίποτε δεν είναι προδιαγεγραμμένο και νομοτελειακά καθορισμένο. Με αυτή την ιστορική παρακαταθήκη εμείς νοηματοδοτούμε και τη σημερινή πάλη μας, με στόχο, όχι απλά την καταγραφή μιας κάποιας “ταξικής καθαρότητας”, αλλά τη νίκη του κόσμου της εκπαίδευσης που θα ακυρώσει στην πράξη τις κρατικές πρωτοβουλίες για την αξιολόγηση, θα σπάσει τον τρόμο που αναπτύσσεται στις τάξεις των εκπαιδευτικών και θα φέρει την ταξική αυτοπεποίθηση πίσω στον κόσμο της εκπαίδευσης και της εργασίας .

Τι όμως είναι καινοφανές στη σημερινή συγκυρία των κρατικών πρωτοβουλιών για την αξιολόγηση;

Το πρώτο που θα μπορούσε κάποιος / α να σημειώσει είναι ότι η σημερινή συζήτηση για την αξιολόγηση αναπτύσσεται πάνω στο έδαφος της μεγαλύτερης δομικής κρίσης του καπιταλισμού των τελευταίων 80 χρόνων και της σφοδρότητας της καπιταλιστικής επίθεσης. Παλεύουμε, επομένως , αναπόφευκτα με τις απολύσεις στο δημόσιο τομέα και την γενικότερη “κινεζοποίηση” της ελληνικής κοινωνίας. Το υποτιθέμενο εκσυγχρονιστικό πνεύμα της αξιολόγησης βασίζεται και νομιμοποιείται από το διοικητικό αυταρχισμό του νέου δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, την αυτοδίκαιη αργία και τις 2.500 διαθεσιμότητες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Δεύτερον η έννοια της αξιολόγησης σχετίζεται, όχι μόνο με το δημόσιο σχολείο, αλλά με τη συνολική καπιταλιστική ανασυγκρότηση των δημόσιων υπηρεσιών, στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός δημόσιου τομέα που θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά, επιχειρηματικά κριτήρια και εργασιακές σχέσεις ολοκληρωτικής υποταγής και υπερεκμετάλλευσης. Το υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο του υπουργείο Παιδείας συνδέεται οργανικά με τις ρυθμίσεις του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Ευρύτερα, η “κουλτούρα αξιολόγησης” που κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο της άρχουσας τάξης (“η αξιολόγηση της τρόικας, η αξιολόγηση της τοπικής αυτοδιοίκησης, των δημόσιων οργανισμών που πρόκειται να κλείσουν” κτλ) επιχειρεί να νομιμοποιήσει τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και την ελαστικοποίηση της εργασίας μέσω φαινομενικά ουδέτερων ποσοτικών στόχων και αξιολογικών κριτηρίων. Η καταφυγή στον διοικητισμό και η εφαρμογή των πρακτικών του μάνατζμεντ σε κάθε διάσταση του κοινωνικού αποτελούν σαφείς ενδείξεις τόσο της κρίσης ηγεμονίας της άρχουσας τάξης, όσο και της αντιδραστικοποίησής της.

Τρίτον, η σημερινή επίθεση στον εκπαιδευτικό και το δημόσιο σχολείο, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 90 και τις αρχές του 21ου αιώνα, δε συνοδεύεται από κάποια συγκροτημένη καινοφανή αστική προγραμματική πρόταση για το σχολείο και την κοινωνία. Το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα για το δικαίωμα της ατομικής επιλογής σχολείου έχει ξεθωριάσει στο εκπαιδευτικό τοπίο των συνεχών συγχωνεύσεων και καταργήσεων σχολικών μονάδων και της βίαιης διοικητικής μεταφοράς μαθητών / τριων για τις “ανάγκες της υπηρεσίας”, η ψευδεπίγραφη επικέντρωση στις ατομικές ανάγκες κάθε μαθητή (“πρώτα ο μαθητής”) συμπιέστηκε από τη δημοσιονομική “αναγκαιότητα” των 27 παιδιών ανά τμήμα, ενώ η “κοινωνία και οικονομία της γνώσης” αποτελούν πλέον ένα κακόγουστο ανέκδοτο σε μια Ευρώπη των 40 εκατομμυρίων ανέργων και της υποαπασχόλησης/ανεργίας του επιστημονικού δυναμικού κάθε χώρας. Σήμερα, η αξιολόγηση, χωρίς συγκεκριμένο ιδεολογικό μορφωτικό προκάλυμμα, αποκαλύπτει απλώς, ακόμη και στον πιο δύσπιστο/η, τον αντιδραστικό χαρακτήρα των επιχειρούμενων αλλαγών.

Με βάση τα παραπάνω, η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση φέρνει στο προσκήνιο ευρύτερα πολιτικά διακυβεύματα που σχετίζονται όχι μόνο με τον κλάδο των εκπαιδευτικών, αλλά με τη συνολική πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος :

α. Το δικαίωμα στη σταθερή απασχόληση και η κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων της εργαζόμενη πλειοψηφίας, ενάντια στην πίεση για επιστροφή στο φιλελεύθερο εργασιακό μοντέλο του 19ου αιώνα και την εμπορευματοποίηση του κοινωνικού κράτους, μέσω φιλανθρωπικών δράσεων και χορηγιών.

β. Το νόημα της παιδαγωγικής και του ρόλου του εκπαιδευτικού στο σχολείο. Η πολιτική για την αξιολόγηση είτε στην εκδοχή της εσωτερικής αξιολόγησης είτε του εξωτερικού ελέγχου προβάλλει την τεχνική ορθολογικότητα ως το μοναδικό τρόπο αντίληψης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας, περιορίζοντας την παιδαγωγική σε ένα σύνολο τυποποιημένων τεχνικών προς όφελος της αποδοτικότητας, της διαχείρισης και του κρατικού ελέγχου των ιδιαίτερων μορφών γνώσης. Στον κόσμο της αξιολόγησης, ο εκπαιδευτικός είναι ή ο απλός διεκπεραιωτής των κρατικών επιλογών προς όφελος της αναπαραγωγής της εκμετάλλευσης και της ανισότητας ή ο κυνικός αριβίστας που αντιλαμβάνεται το εκπαιδευτικό του έργο αλλά συχνά και τα ίδια τα παιδιά και τις ανάγκες τους ως απλά μέσα για την εργασιακή του επιβίωση και ανέλιξη. Η αντίθεση στο λόγο της αξιολόγησης προβάλλει συνεπώς την ανάγκη μιας κριτικής ριζοσπαστικής παιδαγωγικής στην υπηρεσία της μορφωτικής και κοινωνικής χειραφέτησης των εργαζόμενων στρωμάτων και τη στράτευση των εκπαιδευτικών σε αυτόν τον αγώνα.

Κατά συνέπεια πίσω από την αντιπαράθεση για την αξιολόγηση υπάρχει το ουσιαστικό ερώτημα που αποφεύγουν όλοι οι υποστηρικτές της: Ποιο σχολείο για ποια κοινωνία; Και σε αυτό το αμείλικτο ερώτημα οι σημερινοί μάνατζερς της παιδαγωγικής και των καλά αμειβομένων ευρωπαϊκών προγραμμάτων έχουν να προσφέρουν μόνο την κοινωνική κόλαση των μνημονίων και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Και αυτό το λόγο θα ηττηθούν τελικά.

Tags: αυτοαξιολόγησηαξιολόγησηΓιώργος Καλημερίδης Tweet

View the discussion thread.

Keywords
Τυχαία Θέματα