Ο ξένος με το βιβλίο και τη φλογέρα, του Χρήστου Κυργιάκη

Tweet Κατηγορία: ΆρθραΑρθρογράφος: Χρήστος Κυργιάκης

Ο ξένος με το βιβλίο και τη φλογέρα

Από τον Χρήστο Επαμ. Κυργιάκη

 

Η μέρα ήταν ιδανική για βόλτα και πικ-νικ, κάτω από τον παχύ ίσκιο των δέντρων στο μεγάλο λιβάδι, στην ανατολική πλαγιά του λόφου.

Στη δυτική πλευρά του λόφου υπήρχε κι άλλο λιβάδι αλλά δεν είχε ούτε ένα δέντρο. Μόνο κάτι χαμηλοί θάμνοι είχαν καταδεχτεί

να ριζώσουν που μπορούσαν να δώσουν τη σκιά τους, μετά βίας σε έναν άνθρωπο.

Στην κορυφή του λόφου φαινόταν από μακριά το παλάτι δίπλα σε μία μεγάλη εκκλησία που συναγωνιζόταν σε ύψος και σε αίγλη το διπλανό παλάτι.

Στη νότια πλαγιά του λόφου απλωνόταν η πόλη που ήταν εμπορικό κέντρο της περιοχής.

Είχε μπει ο Ιούνιος, ήταν και Κυριακή, τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κάποιος για να πάρει την οικογένειά του και να πάει στο μεγάλο λιβάδι;

Τα παιδιά, έτρεχαν ξένοιαστα πέρα δώθε, πότε τραγουδώντας, πότε κλαίγοντας και πότε ουρλιάζοντας και παίζοντας γεμάτα χαρά.

Οι γυναίκες έστρωναν με ευλάβεια το σεντόνι που είχαν φέρει για την περίσταση και έβγαζαν σιγά-σιγά τα φαγητά και τους μεζέδες που είχαν μαζί τους από το σπίτι.

Οι άντρες έκοβαν βόλτες πατώντας με σταθερό βήμα στο χαμηλό χορτάρι του λιβαδιού, πηγαίνοντας από το ένα δέντρο στο άλλο, απολαμβάνοντας τον ίσκιο τους και τσιμπολογώντας από τα εδέσματα που βρίσκονταν απλωμένα στα σεντόνια.

Με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι, καμάρωναν τα παιδιά τους που έτρεχαν ανέμελα δεξιά κι αριστερά.

«Πρόσεξε παιδί μου. Μην τρέχεις. Θα πέσεις και θα χτυπήσεις. Άσε που θα ιδρώσεις και ποιος ακούει τη μάνα σου», ήταν οι συμβουλές που απηύθυναν πολύ συχνά οι άντρες προς τα παιδιά τους καθώς έκαναν τη βόλτα τους κουτσοπίνοντας, ψιλοτρώγοντας και συζητώντας για τις δουλειές τους και το παιδιά τους. Ο καθένας έλεγε τα δικά του χωρίς να ακούει κουβέντα από όσα έλεγαν οι συνομιλητές τους.

Οι μανάδες, καθισμένες κάτω από τον ίσκιο, σηκώνονταν που και που για να δώσουν τις δικές τους συμβουλές: «Έλα να φας κάτι παιδί μου. Μην τρέχεις, θα ιδρώσεις και θα βήχεις το βράδυ και τότε, αλίμονο τι έχεις να ακούσεις από τον πατέρα σου».

Αρκετά μέτρα πιο πέρα, κάτω από το μοναδικό θάμνο της περιοχής, καθόταν ένας άνθρωπος. Δεν έμοιαζε με τους άλλους, ούτε στο ντύσιμο μα ούτε και στην όψη. Είχε κάπως μακριά μαλλιά, αχτένιστα και ο ίδιος έδινε την εντύπωση του ανθρώπου που δεν λογάριαζε και πολύ την εμφάνισή του.

Κρατούσε στα χέρια του ένα βιβλίο και δίπλα στα πόδια του πάνω σε μια πέτρα ήταν ακουμπισμένη μια παλιά φλογέρα.

Ήταν τόσο απορροφημένος σ’ αυτό που διάβαζε που δεν πήρε χαμπάρι ένα τσούρμο από παιδιά τα οποία τον πλησί

Keywords
Τυχαία Θέματα