Αποχαιρετώντας τη λογοτεχνία. Λίγες σκέψεις… στον απόηχο των εξετάσεων

Το 1998 η Ελλάδα γιόρταζε τα 200 χρόνια από τη γέννηση του εθνικού της ποιητή Δ. Σολωμού. Δεν θυμάμαι όλο το εύρος των τότε εκδηλώσεων μού έχει μείνει όμως η αίσθηση ότι –όσον αφορά τουλάχιστον την εκπαίδευση- πολλές από τις δραστηριότητες των παιδιών συνδέθηκαν κυρίως με εκδρομές στη Ζάκυνθο προς μεγάλη χαρά και αγαλλίαση τους. Βεβαίως στο ταξίδι τους αυτό δεν ξέρω αν συναντήθηκαν με τον ποιητή…

Λίγους μήνες μετά[1] οι Ρώσοι γιόρταζαν τα γενέθλια του δικού τους εθνικού ποιητή του Α. Πούσκιν. Σε ένα ειδησάριο –δε θυμάμαι

ποιας εφημερίδας- διάβασα ότι τη νύχτα της επετείου είχαν συγκεντρωθεί 1.500.000 Μοσχοβίτες στην Κόκκινη Πλατεία για να τιμήσουν με αναμμένα κεριά σε ολονυκτία τον ποιητή τους.

Η σύγκριση γέννησε μελαγχολικές σκέψεις. Αυτές οι σκέψεις γυρίζουν συνεχώς στο μυαλό μου τις τελευταίες δεκαπέντε μέρες που διορθώνουμε τα γραπτά των μαθητών της θεωρητικής κατεύθυνσης που εξετάστηκαν στον «Κρητικό» του Δ. Σολωμού.

Το 1999 ξεκινούσε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η λογοτεχνία προβλεπόταν ως μάθημα γενικής παιδείας αλλά και κατεύθυνσης ως πανελλαδικά εξεταζόμενο. Οι διαρκείς «βελτιώσεις» του συστήματος σύντομα το εξόρισαν από πανελλαδικά εξεταζόμενο μάθημα γενικής παιδείας, παρέμεινε όμως και εξετάστηκε 16 φορές ως μάθημα της θεωρητικής κατεύθυνσης, φέτος για τελευταία φορά.

Χωρίς καμία δυνατότητα ή φιλοδοξία πληρότητας θα προσπαθήσω να απαντήσω σε δύο, σχετιζόμενα μεταξύ τους, ερωτήματα: α) μπορεί και πρέπει να είναι η λογοτεχνία βασικό μάθημα στη γενική εκπαίδευση β) εφόσον είναι βασικό μάθημα μπορεί και πρέπει να εξετάζεται;

Μπορεί και πρέπει να είναι η λογοτεχνία βασικό μάθημα στη γενική εκπαίδευση

Η λογοτεχνία έχει τις ιδιαιτερότητες που διακρίνουν κάθε καλλιτεχνικό αντικείμενο (ορισμένο κώδικα, αποκλίσεις από κανόνες, ποικιλία και εξέλιξη εκφραστικών επιλογών, ερμητικά και δύσκολα νοήματα κλπ). Από την άλλη χρησιμοποιεί ως πρώτη ύλη το πιο κοινό ανθρώπινο εργαλείο, τη γλώσσα, και πλάθει «ιστορίες» ή «τραγούδια» για τα ανθρώπινα, κάτι που αυθόρμητα κάνει ο άνθρωπος από νωρίς στη ζωή του. Γι’ αυτό, περισσότερο από τις άλλες τέχνες, χρησιμοποιείται στα ποικίλα εκπαιδευτικά συστήματα ως σταθερός κλάδος του γλωσσικού μαθήματος.

Το ότι η μελέτη λογοτεχνικών κειμένων συνεισφέρει στη γλωσσική εκπαίδευση είναι κοινός τόπος και κανείς δεν πρόκειται να διαφωνήσει. Το αν καταφέρνει, όμως, η εκπαίδευση να κάνει τα παιδιά να αγαπήσουν τη λογοτεχνία, να γίνουν αναγνώστες αυτό σηκώνει πολύ συζήτηση. Γι’ αυτό έχουν γίνει έρευνες, έχουν δημοσιευτεί μελέτες, έχουν κατατεθεί διδακτικές προτάσεις κ.ά. Τα αποτελέσματα ποικίλλουν· άλλοτε είναι ενθαρρυντικά άλλοτε όχι· ούτως ή άλλως η εποχή μας είναι μία δύσκολη εποχή για την τέχνη γενικότερα και για τη λογοτεχνία ειδικότερα.

Εφόσον είναι βασικό μάθημα μπορεί και πρέπει να εξετάζεται;

Αν και δεν υπάρχουν διαφωνίες στο προηγούμενο ερώτημα εδώ τα πράγματα αλλάζουν, οι εμπλεκόμενοι (επιστήμονες, στελέχη της εκπαίδευσης, μάχιμοι εκπαιδευτικοί) διχάζονται. Αρκετοί θεωρούν ότι μπορεί και, ενδεχομένως, πρέπει να εξετάζεται. Ίσως οι περισσότεροι διαφωνούν θεωρώντας ότι η ένταξη της λογοτεχνίας σε εξεταστικές διαδικασίες τη «σκοτώνει».

Διδάσκω (και βαθμολογώ) το μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας από το 1999. Εμπειρικά παρατηρώ (μέσα από το προσωπικό μου στατιστικό δείγμα) ότι όσο περνούν τα χρόνια υπάρχει μία διαρκής έκπτωση στην ποιότητα της μαθητικής στάσης στη διάρκεια του μαθήματος αλλά και στις απαντήσεις τους στα θέματα των εξετάσεων. Δεν έχω, όμως, πειστεί ότι ευθύνονται γι’ αυτό οι εξετάσεις. Νομίζω ότι οι αιτίες είναι βαθύτερες:

α) η προβληματική, συχνά, διδασκαλία του μαθήματος τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση

β) απαρχαιωμένα προγράμματα σπουδών

γ) η ύπαρξη σχολικών εγχειριδίων που περιορίζουν τη διδασκαλία και την πιθανή έμπνευση των εκπαιδευτικών σε συγκεκριμένα κείμενα

δ) η επιλογή των κειμένων που ανθολογούνται

ε) η απότομη, συχνά υπερβολική ένταξη της λογοτεχνικής θεωρίας στη διδασκαλία της λογοτεχνίας, ιδιαίτερα στην τελευταία τάξη όταν γίνεται εξεταζόμενο μάθημα κατεύθυνσης

στ) η εξέταση των μαθητών σε συγκεκριμένα κείμενα

ζ) η διαμόρφωση ενός άτυπου διδακτικού κανόνα τόσο στο σχολείο όσο και στην παράλληλη εκπαίδευση των φροντιστηρίων που οδηγεί τους μαθητές στην αποστήθιση θεωριών, μελετών, κριτικών πάνω στα κείμενα. Τα τελευταία μετατρέπονται από εργαλεία ερμηνείας και κατανόησης του κειμένου σε βασανιστική μηχανιστική διαδικασία.

Τα αποτελέσματα είναι εμφανή σε όλους μας. Χρόνο με το χρόνο οι μαθητές φοβούνται ή/ και απεχθάνονται τη λογοτεχνία και υποκύπτουν στο βάσανο της παπαγαλίας ενός απίστευτου όγκου «πληροφοριών». Χάνουν –αν την είχαν αποκτήσει- την ικανότητα να διαβάζουν και να κατανοούν το κείμενο, απαντούν πανομοιότυπα και με σχετική επιτυχία στις ερωτήσεις αν είναι προβλέψιμες, γράφουν γελοιότητες αν δεν είναι στα SOS. Όλο και λιγότερα γραπτά αποκαλύπτουν μαθητές που «διάβασαν» το κείμενο. Με την έννοια ότι συμμερίστηκαν τα όποια ανθρώπινα πάθη αυτό περιέχει, συγκινήθηκαν, προβληματίστηκαν.

Οπότε πρέπει να πάψει να εξετάζεται το μάθημα;

Νομίζω ότι τόσο η καταφατική όσο και η αρνητική απάντηση είναι λανθασμένες. Πρέπει πριν απ’ όλα να αλλάξει ο τρόπος διδασκαλίας και εξέτασης του μαθήματος. Σκέφτομαι πως αν εξαιρούμε από τις εξετάσεις όλα εκείνα τα μαθήματα που δυσκολεύουν τα παιδιά τότε δεν θα εξετάζεται κανένα. Και βεβαίως είναι εντελώς άλλο ζήτημα εάν πρέπει να υπάρχουν εξετάσεις.

Κλείνοντας. Θεωρώ ότι θα έπρεπε να εξετάζεται η λογοτεχνία μαζί με τη νεοελληνική γλώσσα. Στην κατεύθυνση που άνοιξαν τα ΠΣ του 2011 που δυστυχώς έμειναν ημιτελή αν και είχαν πολλά θετικά σημεία. Αυτά θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ώστε να βελτιωθούν τα πράγματα από την πρωτοβάθμια ακόμη και στη συνέχεια στη δευτεροβάθμια. Μήπως και καταφέρναμε να χτίσουμε την επαφή με τις ανθρώπινες ιστορίες και την ποίηση. Και δανείζομαι από τον Σεφέρη: «Αὐτὴ τὸν συνδέει μὲ τοὺς ἄλλους, αὐτὴ δίνει σάρκα στὸν καημό του, στὸν πόνο του, στὴ χαρά του· τὴν ἀγαπᾶ, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά του».

Αλλά η λογοτεχνία δεν θα εξετάζεται πια.

Ρούλα Μουντάνου, φιλόλογος

[1] τα στοιχεία τα παραθέτω όπως τα θυμάμαι – η σχετική έρευνα στο διαδίκτυο δεν μου επέστρεψε αποτελέσματα

Tags: λογοτεχνίαμάθημα λογοτεχνίαςΡούλα Μουντάνου
Keywords
Τυχαία Θέματα