Η αγάπη του Σον Κόνερι για τη χώρα μας! Ο Καβάφης, τα Γλυπτά του Παρθενώνα και το σπίτι στο Πόρτο Χέλι

Το αστέρι του θρυλικού σερ του Χόλιγουντ έσβησε σε ηλικία 90 ετών

Η τελευταία επιθυμία του πιο εμβληματικού Τζέιμς Μποντ, να «φύγει αθόρυβα», εκπληρώθηκε το Σάββατο, όταν ο 90χρονος Σον Κόνερι πέθανε ενώ κοιμόταν, ύστερα από μακρά μάχη με την άνοια.

«Δεν ήταν ζωή πια αυτή για εκείνον. Τελευταία δεν μπορούσε να εκφραστεί. Τουλάχιστον πέθανε στον ύπνο του, γαλήνια. Ήμουν μαζί του συνεχώς και απλά “έφυγε”. Ήταν αυτό που ήθελε. Η άνοια τον είχε καταβάλει. Εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία, να φύγει αθόρυβα» δήλωσε η 91χρονη Γαλλομαροκινή δεύτερη σύζυγός του Μισελίν, με την οποία ήταν παντρεμένος τα τελευταία 45 χρόνια της ζωής του.

Η τελευταία του φωτογραφία με
τη σύζυγό του

«Ήταν υπέροχος και ζήσαμε μια υπέροχη ζωή μαζί. Ήταν πρότυπο άντρα. Θα είναι πολύ δύσκολα χωρίς αυτόν, το γνωρίζω» πρόσθεσε η ζωγράφος Μισελίν, δίνοντας στη δημοσιότητα την τελευταία φωτογραφία τους, που ποζάρουν πιασμένοι χέρι χέρι, στις 6 Μαΐου, στην 45η επέτειο γάμου τους, που «επέζησε» ακόμα και της πολυσυζητημένης απιστίας του με την τραγουδίστρια Λίντσεϊ Ντι Πολ.

Στην Ακρόπολη

Η Μισελίν Ροκμπρίν Κόνερι στάθηκε η αιτία για να γνωρίσει και να ερωτευτεί ο Σον Κόνερι την Ελλάδα. Το ζευγάρι, που δεν απέκτησε παιδιά, επισκέφτηκε τη χώρα μας πρώτη φορά το 2001, με αφορμή τα εγκαίνια της έκθεσης της Μισελίν στον πολυχώρο Αθηναΐς. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του το ζευγάρι είχε την ευκαιρία να ξεναγηθεί στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης από τον στενό φίλο του Κόνερι, συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Μαγεμένος από το θέαμα, ο Κόνερι αναφώνησε: «Ω Θεέ μου, τι απίθανο μέρος! Γιατί άργησα τόσο να έρθω;». Στη συνέχεια τάχθηκε υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα, θέση που επανέλαβε και σε επόμενη επίσκεψή του το 2004, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Τότε είχε απαγγείλει στίχους από την «Ιθάκη» του Καβάφη, σε μουσική υπόκρουση Βαγγέλη Παπαθανασίου.

Με τη σύζυγό του και τον Αβραμόπουλο
το 2001

Το ζεύγος Κόνερι μαγεύτηκε τόσο πολύ από τις ομορφιές και την ιστορία της χώρας μας, που λίγο καιρό αργότερα αγόρασε το δικό του σπίτι στο Πόρτο Χέλι.

Χτίστης, γαλατάς, bodybuilder και τελικά 007

Γυμνό μοντέλο στην Καλών Τεχνών, χτίστης, γαλατάς και ναυαγοσώστης ήταν μερικά από τα επαγγέλματα που χρειάστηκε να κάνει ο Σον Κόνερι, προτού κατακτήσει το Χόλιγουντ ως ο πρώτος και -κατά πολλούς- ο καλύτερος Τζέιμς Μποντ της ιστορίας.
Ο Τόμας Σον Κόνερι, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στο Φάουντεμπριτζ, μια φτωχογειτονιά του Εδιμβούργου, στις 25 Αυγούστου 1930. Εγκατέλειψε το σχολείο στα 13 του και έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού -μεταξύ άλλων γυάλιζε φέρετρα- προτού ενταχθεί, στα 16 του, στο Βασιλικό Ναυτικό. Στα 19 του απολύθηκε εξαιτίας του έλκους στομάχου και επιστρέφοντας στο Εδιμβούργο, κέρδισε τη φήμη του «σκληρού», όταν εξαμελής συμμορία προσπάθησε να τον κλέψει κι εκείνος τους έβγαλε νοκ άουτ.
Την περίοδο εκείνη προσπαθούσε να επιβιώσει όπως μπορούσε: έγινε οδηγός φορτηγού, ναυαγοσώστης, ακόμη και γυμνό μοντέλο στη Σχολή Τεχνών του Εδιμβούργου. Αγαπούσε το bodybuilding και μάλιστα συμμετείχε και σε διαγωνισμό για τον «Μίστερ Υφήλιος», κατακτώντας την τρίτη θέση. Ασχολήθηκε επίσης με το ποδόσφαιρο, αλλά, όταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ τού πρόσφερε ένα συμβόλαιο για να παίξει στην ομάδα, εκείνος προτίμησε να δοκιμάσει την τύχη του στο σανίδι, κάτι που, όπως είπε ο ίδιος χρόνια αργότερα, ήταν «μία από τις εξυπνότερες επιλογές» του.

Ένα με τον ρόλο

Το 1954 κατάφερε να εξασφαλίσει έναν ρόλο σε ένα μιούζικαλ στο Λονδίνο και σε μια ταινία, το «Lilacs in the Spring». Ακολούθησαν ρολάκια στην τηλεόραση, μέχρι που το 1962 η καριέρα του απογειώθηκε καθώς επελέγη για τον ρόλο του 007 στην ταινία «Dr. No», παρά τις ενστάσεις του Iαν Φλέμινγκ. Ο Κόνερι έκανε «δικό του» τον χαρακτήρα, αναμειγνύοντας σκληρότητα με σαρδόνιο χιούμορ. Ακολούθησαν οι ταινίες «Από τη Ρωσία με αγάπη», «Ο Χρυσοδάκτυλος», «Επιχείρηση Κεραυνός», «Ζεις μονάχα δυο φορές», «Τα διαμάντια είναι παντοτινά» και, μερικά χρόνια αργότερα, το «Ποτέ μην ξαναπείς ποτέ».
Το 1987 κέρδισε το βραβείο BAFTA για την ταινία «Το όνομα του Ρόδου» κι έναν χρόνο αργότερα τιμήθηκε με το Οσκαρ δεύτερου ανδρικού ρόλου στους «Αδιάφθορους». Του προτάθηκε ο ρόλος του Γκάνταλφ στον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών», όμως εκείνος δήλωσε ότι κουράστηκε από την ηθοποιία έπειτα από 64 ταινίες.

Η δημοτικότητά του δεν αμφισβητήθηκε ποτέ: στα 59 του το περιοδικό «People» τον ανακήρυξε «πιο σέξι άνδρα του πλανήτη», ενώ το 2013, σχεδόν 10 χρόνια μετά τη «συνταξιοδότησή» του, ανακηρύχθηκε ο αγαπημένος ηθοποιός των Αμερικανών.

Keywords
Τυχαία Θέματα