Οι ανύπαρκτοι αυτοματισμοί και οι προϋποθέσεις της ανάπτυξης…

Τα τελευταία χρόνια, η οικονομική πολιτική της χώρας μας εστιάζεται σε μια βίαιη όσο και κατά πολλούς (εντός και εκτός χώρας) αναγκαία δημοσιονομική...
προσαρμογή με δίδυμους στόχους την τιθάσευση του ελλείμματος και τη διαχείριση του δημόσιου χρέους. Η πολιτική αυτή, μέσα από αλυσιδωτές αντιδράσεις, συνέτεινε ώστε η χώρα να μπει σε ένα φαύλο κύκλο εντονότατης ύφεσης, ανεργίας, κρίσης του τραπεζικού συστήματος, έλλειψης ρευστότητας, δραματικής απίσχανσης της επιχειρηματικής πανίδας, μείωσης της κοινωνικής ευημερίας. Τα αποτελέσματα αυτά είναι ομολογουμένως πολύ εντονότερα από ότι περίμεναν
οι εμπνευστές της συγκεκριμένης πολιτικής, είναι όμως παρόντα και απαιτούν αντιμετώπιση.
Η πολιτική αυτή έχει σημειώσει και επιτυχίες η κυριότερη των οποίων είναι η δημιουργία πλεονάσματος κεντρικής κυβέρνησης και η ουσιαστική μείωση του συνολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Το θέμα του χρέους, αντίθετα, αναμένει την τελική ρύθμιση του, αντικείμενο που θα αποτελέσει κρίσιμο οικονομικό ζήτημα για τους επόμενους μήνες. Ιδιότυπη επιτυχία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, επίσης, το γεγονός ότι η υλοποίηση αυτής της πολιτικής και οι εξαιρετικά επώδυνες συνέπειες της, χαρακτηρίστηκαν από την απουσία βίαιων κοινωνικών αναταράξεων που θα απειλούσαν την κοινωνική συνοχή.
Ένα κεντρικό διπλό ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι παραπάνω επιτυχίες μπορούν να χαρακτηρισθούν βιώσιμες και διαρκείς και κατά πόσο οι συνέπειες τους μπορούν να αρθούν και να αποσβεστούν. Αποτελεί γενική παραδοχή ότι η ανάπτυξη αποτελεί ίσως την μόνη πειστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Είναι επίσης ιδιαίτερα ελπιδοφόρο ότι έχουν εμφανιστεί κάποιες ενδείξεις άμβλυνσης της έντασης της ύφεσης. Οι ενδείξεις αυτές απέχουν αρκετά από το να μας οδηγήσουν σε βέβαια συμπεράσματα, είναι όμως υπαρκτές. Στο σημείο όμως αυτό κάνουμε συχνά ένα σημαντικό και ίσως επικίνδυνο λογικό άλμα. Η ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την απουσία ύφεσης και το τέλος μιας επώδυνης περιόδου ύφεσης δεν σηματοδοτεί την έναρξη μιας περιόδου ανάκαμψης. Δεν υπάρχει αναγκαία αυτοματισμός στην ακολουθία των φάσεων του οικονομικού κύκλου. Για να το γράψουμε πιο παραστατικά, όταν φτάνεις στο βυθό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα τιναχτείς γρήγορα προς την επιφάνεια. Αντίθετα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας μακριάς και εξίσου κοινωνικά επώδυνης περιόδου στασιμότητας. Η είσοδος και η παραμονή σε μια φάση ανάπτυξης έχει τα δικά της προαπαιτούμενα και προϋποθέσεις που δεν απαντώνται υποχρεωτικά σε ένα οικονομικό σύστημα στο τέλος μιας περιόδου ύφεσης.
Επί του συγκεκριμένου, τρεις είναι οι βασικές προϋποθέσεις που ίσως θα πρέπει να αναφερθούν:
A) H ύπαρξη της αναγκαίας ρευστότητας με την έννοια της διαθεσιμότητας των κεφαλαίων τόσο για τις απαραίτητες επενδύσεις όσο και για την εύρυθμη λειτουργία των επιχειρήσεων και της αγοράς. Το θέμα αυτό, κρίσιμο από τη πλευρά της προσφοράς, παραπέμπει στη σημασία ενός αποτελεσματικού και ισχυρού τραπεζικού συστήματος. Παρά την ανακεφαλαιοποίηση και κάποιες πρόσφατες επιτυχίες του στην προσέλκυση κεφαλαίων που δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε, το τραπεζικό σύστημα δεν μπορεί να παίξει ακόμη αυτό το ρόλο. Κάποιες οικονομίες που αντιμετώπισαν ανάλογα προβλήματα, προσπάθησαν να τα αντιμετωπίσουν μέσα από αύξηση της νομισματικής κυκλοφορίας αποδεχόμενες βραχυχρόνια την πιθανότητα εκδήλωσης πληθωριστικών φαινομένων. Στη δική μας περίπτωση αυτό δεν είναι δυνατό καθώς η νομισματική πολιτική δεν εκπορεύεται από ελληνικές αρχές. Μένει η εστιασμένη και επιλεκτική χρήση της μικρής διαθέσιμης ρευστότητας σε στόχους με αυξημένο αναπτυξιακό δυναμικό και πολλαπλασιαστικές δυνατότητες. Αυτοί όμως οι στόχοι, οικονομικοί κλάδοι ή κατηγορίες επιχειρήσεων θα πρέπει να αναγνωριστούν και να καταγραφούν με ακρίβεια. Κάτι τέτοιο πιθανότατα δεν έχει γίνει.
B) Σταθερό και θετικό θεσμικό πλαίσιο, αντικείμενο που συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη ενός αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης και δημόσιου τομέα. Στο χώρο αυτό έχουν γίνει κάποια σημαντικά βήματα, το μεγαλύτερο μέρος τους όμως αφορούσε την μείωση κόστους και όχι την αύξηση αποτελεσματικότητας. Οι δύο αυτές διαστάσεις δεν συμπίπτουν απαραίτητα και συχνά μάλιστα εξασκούν αντίρροπες τάσεις. Απαιτείται ένας ριζικός επανασχεδιασμός και αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με προτεραιότητα στους δίαυλους επικοινωνίας του με τον ιδιωτικό. Δεν θα πρέπει να διαφεύγει η σημασία της σταθερότητας στο θεσμικό πλαίσιο, παράγοντας κρίσιμος για την ανάπτυξη ενός κλίματος εμπιστοσύνης που είναι απαραίτητο για την επιχειρηματική δραστηριότητα και σχεδιασμό. Στο χώρο αυτό, τα βήματα είναι ελάχιστα και ίσως προς τη λάθος κατεύθυνση.
Γ) Ανταγωνιστικότητα, που σε μια αγορά 12 εκατομμυρίων παίρνει αναπόφευκτα διεθνή χαρακτήρα. Παρά το γεγονός ότι έχει γίνει κάποια προσπάθεια άρσης παραδοσιακών αγκυλώσεων, το ζήτημα της ανταγωνιστικότητας αποτελεί κυρίαρχο ζήτημα για την ελληνική οικονομία που, αντιπροσωπεύοντας την πλευρά της ζήτησης των εκροών του παραγωγικού συστήματος, αν δεν λυθεί, καμία σοβαρή συζήτηση για την ανάπτυξη δεν μπορεί να γίνει. Δεν πρέπει ίσως να λησμονούμε ότι πίσω από την γενική και ελαφρά αόριστη έννοια της ανταγωνιστικότητας κρύβεται ένα τελείως συγκεκριμένο περιεχόμενο όταν προσδιορίζουμε κλάδους, αγορές, επιχειρήσεις. Κανείς δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστικός στα πάντα, ιδιαίτερα όταν οι διαθέσιμοι πόροι είναι ελάχιστοι. Όταν όμως τίθεται το ερώτημα των χώρων όπου η Ελλάδα έχει ή μπορεί να αποκτήσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, τις περισσότερες φορές η συζήτηση εκφυλίζεται στα από θεού δώρα στην πατρίδα μας, αυξημένη ηλιοφάνεια, ήπιο κλίμα, εύφοροι κάμποι, όμορφες παραλίες κλπ. Αυτά είναι αδιαμφισβήτητα αλλά η ανταγωνιστικότητα είναι αποτέλεσμα συνειδητών επιλογών και συγκριμένης και συντεταγμένης προσπάθειας. Οι επιλογές αυτές δεν έχουν γίνει και τα αντίστοιχα ερωτήματα σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν τεθεί. Απαιτείται επικεντρωμένη προσπάθεια που τουλάχιστον σε αρχικό επίπεδο απαιτεί την εκπόνηση και την υλοποίηση μιας συγκεκριμένης κλαδικής πολιτικής. Η επιλογή των κλάδων θα πρέπει να γίνεται με βάση το ειδικό τους βάρος και τα πολλαπλασιαστικά τους αποτελέσματα. Εναλλακτικά θα μπορούσαμε να αφήσουμε την αγορά να αποφασίσει με μια διαδικασία που μοιάζει πολύ με αυτή της δαρβινικής φυσικής επιλογής. Το οικονομικό μας σύστημα όμως δεν έχει ούτε τη πολυτέλεια, ούτε το χρόνο, ούτε την αντοχή για μια τέτοια διαδικασία.
Όταν γίνεται μια συζήτηση για ανάπτυξη στη χώρα μας, αναπόφευκτα μπαίνει και το θέμα των δημόσιων επενδύσεων εξαιτίας του ρόλου τους στο παρελθόν. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα και έχοντας πάντα σαν γνώμονα τα λίγα διαθέσιμα κεφάλαια, δεν θα πρέπει να διαφεύγει ότι η επιλογή μίας συγκεκριμένης επένδυσης σημαίνει ταυτόχρονα την εγκατάλειψη μιας άλλης εναλλακτικής. Τα κριτήρια επιλογής δεν πρέπει να εστιάζονται στα βραχυχρόνια αποτελέσματα της υλοποίησης των επενδυτικών επιλογών αλλά στο μακροχρόνιο αντίχτυπο τους στην οικονομία. Τα οδικά δίκτυα αποτελούν τον μόνιμο παρονομαστή των δημόσιων επενδύσεων στην Ελλάδα. Σε κάποια πρότερη περίοδο αυτό αποτελούσε ίσως ενδεδειγμένη επιλογή. Αντίθετα σήμερα αξίζει να διερωτηθούμε μήπως προχωρούμε σε τέτοιες επιλογές από κεκτημένη ταχύτητα ή από την ανάγκη ασφαλούς απορρόφησης κάποιων πόρων. Αν αυτό συμβαίνει, σηματοδοτεί μια πρόσθετη αδυναμία διαχείρισης του αναπτυξιακού φαινομένου.
Συνολικά είναι απαραίτητη και επείγουσα η εκπόνηση μιας συγκεκριμένης και πειστικής αναπτυξιακής στρατηγικής. Η στρατηγική αυτή πρέπει να δίνει προοπτικές χωρίς να ωραιοποιεί. Η ελληνική κοινωνία έχει δείξει μέχρι σήμερα αξιοθαύμαστη νηφαλιότητα και υπομονή. Αυτό δεν θα πρέπει να παρεξηγείται. Το επιχείρημα της ύφεσης και της μείωσης της ευημερίας ως αντίτυπο μιας πρότερης καταναλωτικής εκτροπής, πλησιάζει στα όρια αποδοχής του. Από την άλλη πλευρά παρατηρούμε μια απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των φορέων του καθώς και την μαζική αμφισβήτηση του κράτους ως συνισταμένης του κοινωνικού συνόλου και ταύτισης των συμφερόντων του μαζί του. Τα φαινόμενα αυτά είναι άκρως επικίνδυνα αν ενισχυθούν σε ένα περιβάλλον γενικευμένης οικονομικής δυσπραγίας.

Γράφει ο Ευάγγελος Δρυμπέτας,
Αναπληρωτής Καθηγητής, Πρόεδρος του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Keywords
Τυχαία Θέματα