Παρωνυχίδες που «βγάζουν μάτια»

Η λέξη παρωνυχίδα (λόγια παρωνυχίς-ίδος παρά +  νυξ-χος με έκταση του αρχικού φωνήεντος εν συνθέσει: επώνυμος, μονώροφος κ.λπ.) είναι εύχρηστη στον νέο ελληνικό λόγο, προφορικό και γραπτό.
Keywords
Τυχαία Θέματα
Παρωνυχίδες,paronychides