Μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις;

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ*

Η Ελλάδα είναι μια χώρα με ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή ειδικά μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην επιχειρηματική κοινότητα. Η παρατήρηση αυτή αφορά τη σύγκριση με άλλες χώρες, όχι τόσο στον απόλυτο αριθμό των μικρών επιχειρήσεων επί του συνόλου καθώς σε κάθε οικονομία χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις αντιστοιχούν σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που όμως έχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες ή και δεκάδες χιλιάδες

εργαζόμενους. Για το λόγο αυτό πιο αξιόπιστο δεδομένο για την εκτίμηση της συμβολής στην οικονομία αλλά και την επιχειρηματική κοινότητα δεν είναι ο αριθμός των επιχειρήσεων αλλά καταρχήν ο αριθμός των εργαζομένων σε αυτές. Ακόμα και έτσι, η Ελλάδα εμφανίζει ιδιαίτερα μεγάλη συμμετοχή των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στο σύνολο της απασχόλησης σε επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Με αφορμή αυτό το δεδομένο έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια μια «αντιπαράθεση» επιχειρημάτων για τον ρόλο των μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, τη χρησιμότητα τους και την ανάγκη μεγέθυνσης αυτών. Όπως συνήθως, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης. Οι εκπρόσωποι μικρών επιχειρήσεων και κλάδων που εκπροσωπούνται κυρίως από μικρές επιχειρήσεις προωθούν το επιχείρημα του «small is beautiful» και ότι οι ΜμΕ αποτελούν τη «ραχοκοκαλιά» της απασχόλησης και της  οικονομίας. Άλλοι ερευνητές και φορείς εντοπίζουν το κενό μεγαλύτερων επιχειρήσεων στην Ελλάδα και επιχειρηματολογούν υπέρ της ανάγκης μεγέθυνσης της ελληνικής επιχείρησης, ως προϋπόθεση κάλυψης του κενού εξειδικευμένης απασχόλησης, παραγωγικότητας, αμοιβών της εργασίας, καινοτομίας και εξαγωγών.

Μια στείρα αποψίλωση των μικρών επιχειρήσεων δεν θα ωφελήσει κανέναν

Είναι αλήθεια ότι πράγματι υπάρχουν δυο τρόποι για να «εξευρωπαϊστεί» η αναλογία απασχόλησης μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων στη χώρα μας. Πρώτον, μειώνοντας τις μικρές επιχειρήσεις και δεύτερον, αυξάνοντας τον αριθμό και την απασχόληση μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Ο πρώτος τρόπος εξασφαλίζει, τουλάχιστον ως αριθμητικό δείκτη, τη βελτίωση της επίμαχης αναλογίας, αλλά από πολλούς εκφράζεται ο φόβος ότι μια τέτοια προσέγγιση τελικά θέτει ένα δίλημμα «μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις» και μάλιστα με ένα τρόπο που υπονοεί την ανάγκη «να κλείσουν οι μικρές επιχειρήσεις». Επιπλέον, όσοι δηλώνουν υπέρμαχοι των μικρών επιχειρήσεων, εύλογα, ανησυχούν ότι αν τεθεί ένα τέτοιο δίλημμα ελλοχεύει τελικά ο κίνδυνος για πολλαπλές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία και κοινωνία, πέρα από την πορεία του επίμαχου μεμονωμένου δείκτη. Ενδεικτικά, σε μια τέτοια προσέγγιση «μηδενικού αθροίσματος», όπου «η ζωή του μεγάλου είναι ο θάνατος του μικρού», το σύνολο της απασχόλησης δεν θα αυξηθεί, ενώ ούτε ο παραγωγικός ιστός της χώρας θα ενδυναμωθεί. Πράγματι, είναι εύκολο να δει κανείς πως μια στείρα αποψίλωση των μικρών επιχειρήσεων τελικά δεν θα ωφελήσει κανέναν.

Εναλλακτικά, η επίμαχη αναλογία μπορεί να βελτιωθεί με την ανάπτυξη νέων μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων αλλά και μικρών επιχειρήσεων που εντάσσονται στα οικοσυστήματα τους ως συνεργάτες, προμηθευτές ή διανομείς, ιδανικά ενισχύοντας τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Μια τέτοια εξέλιξη θα συμπλήρωνε τις υφιστάμενες μικρές επιχειρήσεις, δίνοντας για όσες εξ’ αυτών το επιθυμούν δυνατότητες νέων συνεργασιών καθώς και ένταξης στις αλυσίδες αξίας των μεγαλύτερων επιχειρήσεων, προσφέροντας δυνατότητες απόκτησης τεχνογνωσίας και ανάπτυξης καθώς και ευκαιρίες εξωστρέφειας.  Μια τέτοια προσέγγιση, απαντά παράλληλα και στο ερώτημα γιατί σήμερα προκύπτει ένα μικρό μέγεθος της μέσης ελληνικής επιχείρησης και συνδέει το ερώτημα αυτό οργανικά με την υφιστάμενη, σχετική πάντα, ισχνότητα του παραγωγικού ιστού της χώρας. Αυτή, θυμίζω, έχει προκύψει μετά από δεκαετίες άσκησης πολιτικών σε όλα τα επίπεδα, από τη φορολογία, τη χωροταξία και αδειοδότηση έως το σχεδιασμό των εθνικών υποδομών, οι οποίες ήταν έως ανοιχτά «εχθρικές» ειδικά προς την ανάπτυξη της οργανωμένης και σύγχρονης μεταποίησης. Επίσης, μια τέτοια προσέγγιση δεν απειλεί τις μικρές επιχειρήσεις που επιθυμούν να μείνουν μικρές γιατί αυτό τους ταιριάζει ή αυτό εξυπηρετεί τις σχέσεις του επιχειρηματία με τους προμηθευτές και πελάτες του, είτε ανήκουν σε κλάδους υπηρεσιών, είτε όχι. 

Οι μεγαλύτερες και οργανωμένες επιχειρήσεις σημεία αφετηρίας για ολόκληρα οικοσυστήματα και αλυσίδες αξίας

Η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και η άρση των πολλών εμποδίων που ακόμα ορθώνει η φορολογία και γραφειοκρατία, παρά τις πολύ σημαντικές βελτιώσεις που έχουν ήδη γίνει, ειδικά στις παραγωγικές επιχειρήσεις που μπορούν και επιθυμούν να μεγαλώσουν, μπορεί να ενισχύσει την πραγματική ραχοκοκαλιά της οικονομίας, υπό την έννοια ότι αυτές οι μεγαλύτερες και οργανωμένες επιχειρήσεις λειτουργούν ως σημεία αφετηρίας για ολόκληρα οικοσυστήματα και αλυσίδες αξίας που δίνουν ευκαιρίες ένταξης και ανάπτυξης σε πολλές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. 

Αντικατοπτρίζοντας την ισχνότητα του παραγωγικού ιστού της χώρας, η ανάπτυξη τέτοιων επιχειρήσεων και οικοσυστημάτων είναι και αυτή σήμερα σχετικά αδύναμη.  Η αναστροφή αυτής της κατάστασης είναι το στοίχημα που τελικά επισημαίνουν όσοι επιχειρηματολογούν υπέρ της αύξησης του μεγέθους της μέσης ελληνικής επιχείρησης. Μια τέτοια αναστροφή συνεπώς περιλαμβάνει σημαντικές ευκαιρίες ανάπτυξης για οργανωμένες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και δεν θα είναι απομονωμένη, αλλά θα αντανακλά την επιτυχή μετεξέλιξη του παραγωγικού μοντέλου της χώρας  με ένα τρόπο που θα δώσει ξανά την ευκαιρία, μετά από δεκαετίες, ανάπτυξης της «Ελλάδας που παράγει». Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος όμως δεν είναι εξασφαλισμένη και στην περίπτωση αποτυχίας πράγματι ελλοχεύει ο κίνδυνος στείρας αποψίλωσης  μικρών επιχειρήσεων, σε αναλογία της στείρας αποψίλωσης του παραγωγικού ιστού που συντελέστηκε στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες. 

Συνεπώς, πρέπει να υπάρξει ένας ουσιαστικός διάλογος, ώστε η αναγέννηση του παραγωγικού ιστού της χώρας να γίνει με επιτυχία, οι επιχειρήσεις που μπορούν και θέλουν να αναπτυχθούν να μην εμποδίζονται στην αναζήτηση της επιτυχίας και ταυτόχρονα να διασφαλίζει ότι οι επιτυχημένοι μικροί που επιθυμούν να μείνουν μικροί δεν θα αποψιλωθούν αναίτια.  Δίλημμα μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις συνεπώς δεν υπάρχει, αλλά υπάρχει μια πρόκληση ισορροπημένης ανάπτυξης και των δυο, η οποία αποτελεί και το στοίχημα της σημαντικής συζήτησης που γίνεται αυτή την περίοδο για το σχέδιο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 

*Ο Μιχάλης Μητσόπουλος είναι Δ/ντής Τομέα Επιχειρηματικού Περιβάλλοντος και Ρυθμιστικών Πολιτικών του ΣΕΒ

Keywords
Τυχαία Θέματα