Η μνήμη της καλοσύνης

Τίποτε δεν τους έλειψε το καλοκαίρι. Το νεράκι, η τροφή (κροκέτες και κονσέρβες, όχι αποφαγούδια), η πάστρα τους. Για τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς λέω. Σκύλους ελευθέρας βοσκής δεν έχουμε πια. Από γάτες του δρόμου, αιγυπτιακή αφθονία. Το μεροκάματό τους το βγάζουν πάντως. Ημιάγριες-ημικατοικίδιες, ζώντας σ’ έναν ενδιάμεσο χώρο, δεν ξέμαθαν εντελώς το κυνήγι, κι ας μη γεύονται το θήραμά τους. 

Πολλά παλιά σπίτια, και μισογκρεμισμένα ανάμεσά τους, προσφέρονται για κυνηγετικές επιδρομές. Σπίτια που γλίτωσαν

την αντιπαροχή αλλά απόμειναν ακατοίκητα, από διαφωνίες των συνιδιοκτητών, οριστική διακοπή της κληρονομικής ακολουθίας ή έλλειψη χρημάτων. Δίπλα τους οικοδομές που ξέμειναν στα μπετά, επειδή κάποια υπηρεσία διέγνωσε κάπως αργά ότι η άδεια ήταν καθαρή όσο τα παρκάκια της Αθήνας. Εκεί το γατοβασίλειο διεκπεραιώνει ό,τι δεν θέλει να πέσει στα μάτια των διπόδων: τους έρωτές του και την εκπαίδευση των διαδόχων. Κι αν κρίνω από τους ήχους των ερωτικών προσκλητηρίων, μάλλον δεν αληθεύει η παροιμία που θέλει τα γατιά δραστήρια μόνο τον Γενάρη. Στο ημερολόγιό τους ο χρόνος είναι ένας απέραντος Ιανουάριος.

Σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, όση καλύπτω όταν με βγάζει βόλτα το σκυλί του σπιτιού, τα υπαίθρια γατοενδιαιτήματα είναι μια ντουζίνα: δίπλα στην είσοδο κάποιας πολυκατοικίας, στη γωνία ενός χορταριασμένου οικοπέδου, σε κάποιο γκρέμισμα. Ολα τους έχουν τη σφραγίδα της προσοχής από χέρι ανθρώπινο. Τρυφερό. Γυναικείο συνήθως. Βόλτα τη βόλτα, καλησπερίζομαι μαζί τους, νιώθω την καλοσύνη τους να κατοικεί στην ίδια την ανάσα τους. Τα ρούχα τους μιλούν για ανθρώπους που ό,τι δίνουν, το δίνουν από το έλλειμμά τους. Τ’ ακούω ήδη τα ερωτήματα, συνταγμένα μάλλον από κακεντρέχεια: Εγγόνια δεν έχουν; Δεν ξέρουν φτωχούς, να τους συντρέξουν; Γιατί δεν στειρώνουν τα γατιά; Γιατί δεν τα παίρνουν σπίτι τους;

Απαντάς αν πιστεύεις ότι κάποιος ίσως πειστεί, αλλιώς φυλάς τις λέξεις σου. Είναι ανάγωγο να υποβάλλουμε σε ανάκριση την αγάπη, να τη μετράμε με τα ζύγια της δίποδης εγωπαθούς αδιαφορίας. Της ίδιας αδιαφορίας για ό,τι υπάρχει πέρα από την «κορωνίδα της φύσης» που έπεισε καμιά πενηνταριά θερινούς γλεντζέδες να κατέβουν νύχτα με τα γιωταχί σε παραλία της Κέρκυρας, όπου αποθέτουν τ’ αυγά τους οι χελώνες. Τα τσάκισαν οι ρόδες και τα πόδια τους. Και; Χάθηκε ο κόσμος για μερικές χελώνες; Δεν χάθηκε. Αλλά κάπως έτσι η δίποδη αλαζονεία εξαφάνισε χιλιάδες είδη και οδηγεί τον κόσμο σε χρεοκοπία.

Keywords
Τυχαία Θέματα