Όταν φεύγει ένας Βόγλης…

Της Ευτυχίας Παπούλια

Εδώ και πολλά χρόνια η σχέση μου με τη μικρή οθόνη έχει περιοριστεί, πέρα από τις ειδήσεις , σε κάποιες ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου που ενώ προβάλλονται ξανά και ξανά, εξακολουθούν να κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον μας , ακριβώς γιατί οι δημιουργοί τους είχαν μια διαφορετική αίσθηση ευθύνης απέναντι στους ρόλους που υπηρετούσαν. Από τον εμπνευστή της υπόθεσης, το σεναριογράφο, τον τελευταίο κομπάρσο. Όσες φορές κι αν δεις τη Βουγιουκλάκη, τον Παπαγιαννόπουλο, τον Κούρκουλο,

το Βόγλη, δε θα σε κουράσουν, θα ανακαλύπτεις και κάτι καινούριο για το λόγο που έμειναν στην ιστορία.

Αυτές τις ημέρες , λόγω της απεργίας των Μ.Μ.Ε.- να που έχουν και τα καλά τους οι απεργίες- είχα την τύχη να δω πολλά χρόνια μετά και με πιο ώριμη σκέψη, την ταινία «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο», που παίχτηκε στα κανάλια δυο φορές προς τιμήν του Γιάννη Βόγλη, ο οποίος δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από ανάλογες ακριβές παραγωγές γουέστερν του Χόλιγουντ. Ασυναίσθητα, χωρίς να διαθέτω τις γνώσεις ειδικού για αυτά τα θέματα, αλλά με το μάτι του απλού θεατή που μπορεί μια ταινία να του ξυπνήσει συναισθήματα, αναρωτήθηκα γιατί σήμερα δε μπορούμε να έχουμε παρόμοιες δημιουργίες άρτιες, τουλάχιστον τεχνικά και αισθητικά, άσχετα με τη σοβαρότητα και την ελαφρότητα της υπόθεσης. Μας λείπουν οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι τεχνικοί, κάποιοι από αυτούς ή και όλοι μαζί; Κι όλοι αυτοί που αποφοιτούν από τις διάφορες σχολές είναι μήπως ατάλαντοι; Όχι, δε θα μπορούσα να δεχτώ κάτι τέτοιο. Όπως τότε, έτσι και τώρα υπάρχουν ταλέντα- δεν αρκεί όμως αυτό. Εκείνο που λείπει, είναι ο εμπνευστής, ο δημιουργός, ο σεναριογράφος. Είναι αυτός που θα απελευθερώσει τη φαντασία του, θα περιπλανηθεί χωρίς περιορισμούς σαν τη μέλισσα, να συγκεντρώσει, να συνθέσει , να παράξει έργο. Και αυτό δυστυχώς δε διδάσκεται. Αν το έργο που θα παραχθεί, είναι συγκροτημένο με αρχή, μέση και τέλος τότε οι υπόλοιποι συντελεστές με λίγη προσπάθεια θα το υπηρετήσουν χωρίς παρεκκλίσεις. Δεν έχουμε σήμερα έναν σύγχρονο Σακελλάριο που να μπορεί να μεταφέρει τη φαντασία του στο σκηνοθέτη, τον ηθοποιό, το κομπάρσο, να τους τοποθετεί μέσα στην ιστορία, να μπουν στο πετσί του ρόλου. Αυτό είναι που μας λείπει.

Ο λόγος είναι απλός. Έχουμε στο νου μας το αποτέλεσμα, όχι τη διαδικασία, την προσπάθεια, την κόπωση, το μόχθο. Ο νους που βιάζεται να αναδειχθεί στο γυαλί είναι διατεθειμένος να ενδώσει και στις πιο ευτελείς ερμηνείες και προτροπές ενός εξίσου ευτελούς σκηνοθέτη ή σεναριογράφου. Έτσι φτάσαμε στο κατάντημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου, να επιδοτούμε ακόμη και τις πιο διεστραμμένες φαντασίες και να μας κυριεύει θλίψη, μελαγχολία που δε μπορεί να κρυφτεί και μεταφέρεται στο θεατή που είναι δικαίως δυσαρεστημένος.

Έτσι μάθαμε, να φτάνουμε «ψηλά», να κάνουμε «θόρυβο» αμέσως. Να πούμε ναι σε όλα προκειμένου να πάρουμε ένα ρολάκι, να βγάλουμε μια σχολή, να πάρουμε ένα μεταπτυχιακό, να διεκδικήσουμε περισσότερα λεφτά. Χωρίς να κοπιάσουμε, να ιδρώσουμε γι αυτά. Γράφουμε στο κούτελο «έχω ταλέντο» και περπατάμε σαν ο κόσμος να μας ανήκει, οι επιμένοντες πως η ζωή είναι ρομαντική και κάποιος θα μας βρει να μας δώσει όσα πρέπει, όταν εμείς δεν τα κυνηγήσαμε ποτέ. Κι ύστερα, ρίχνουμε ένα φάσκελο στην Ελλάδα, στο σύστημα και λέμε πως φταίει αυτή. Πάντα αυτή.

Keywords
Τυχαία Θέματα