«Ο Ληστής»: Ο συγκλονιστικός Πασχάλης Τσαρούχας στον καλύτερο ρόλο της καριέρας του

Ο χώρος της σκηνής γεμίζει σύννεφα καπνού και μέσα από αυτά προβάλλει με αργό βήμα ο ληστής. Ήδη, από την πρώτη εικόνα, συνειδητοποιούμε, ότι η ιστορία δεν μιλά για ένα απλό πρόσωπο, δεν θα είναι για έναν απλό ληστή, αλλά κάτι παραπάνω από αυτό, για ένα σύμβολο.

Από τον Κώστα Νταλιάνη

Μετά από μερικές στιγμές, και αφού κατακάτσει ο καπνός, ο ήρωας προφέρει τις πρώτες του φράσεις. Ο λόγος του δεν είναι σύγχρονος, έρχεται από το βάθος του χρόνου. Ποτέ δεν μαθαίνουμε

ποιος ακριβώς είναι… και δεν χρειάζεται να μάθουμε. Η ζωή του δεν είναι μια ειδική περίπτωση, αλλά ένα μείγμα πολλών παρόμοιων ζωών, με ένα κυρίως συνδετικό κρίκο: την άρνηση, την ανικανότητα, ίσως, να αποδεχτεί τον ζυγό. Προτιμά να περάσει από τη γραμμή, το ποτάμι, όπως λέει, και να βρεθεί απέναντι από τους άλλους.

Μπορεί να είναι ο θρυλικός Γιαγκούλας του Ολύμπου ή ο Νταβέλης της Βοιωτίας ή κάποιος από τους αδελφούς Ρεντζαίους ή ο Θωμάς Γκαντάρας ή ο ληστής με τις γλαδιόλες ή ακόμα ο Παλαιοκώστας… ή μπορεί να μην είναι κανένας από αυτούς, παρά μια φωνή ερχόμενη από το παρελθόν μιας ξεχασμένης επιφανειακά Ελλάδας.

Ο πρωταγωνιστής μας διηγείται περιστατικά της ληστρικής του ζωής στα βουνά, ανάμεσα σε αυτά και ένα περιστατικό όπου κατάφερε να ξεφύγει από τις αρχές, επειδή λάδωσε έναν κρατικό υπάλληλο. Δρώντας έτσι, άλλοτε συνεργαζόμενος και άλλοτε αντιμαχόμενος με το κράτος, συνδέει τις μεθόδους του με τη σύγχρονη Ελλάδα, στην οποία οι κυβερνήσεις εξακολουθούν, κάποιες φορές, να προωθούν τα συμφέροντά τους μέσω της συνεργασίας με τρομοκρατικές ή παρακρατικές ομάδες.

Ο ληστής μπορεί να έχει γίνει λαϊκός θρύλος, γιατί ξεφτιλίζει την αστυνομική εξουσία, που αυθαιρετεί σε βάρος των φτωχών χωρικών και κτηνοτρόφων, όμως, ο ίδιος δεν αποδέχεται τον ρόλο αυτό, επιδεικνύοντας τιμιότητα και αυτογνωσία, που απουσιάζει από τις κρατικές αρχές. Αυτό τον διαφοροποιεί από έναν κλέφτη ή δολοφόνο και τον καθιστά πιο συμπαθητικό, παρά τις εγκληματικές πράξεις του.

Η συναισθηματική πλευρά του ήρωα δεν απουσιάζει κι έτσι δεν μένει ένα στείρο και αποστασιοποιημένο σύμβολο, αλλά γίνεται καθημερινός και συμπαθητικός. Η φωνή του τρέμει και η «πανοπλία» του πέφτει, όταν μιλά για την Λενιώ, την βοσκοπούλα, τα μάτια της οποίας βλέπει ακόμα και στον ύπνο του. Σε μια στιγμή αναφέρει: «Ένωσα όλες τις στιγμές, που δεν ήμουν μαζί της και βλέπω θάνατο». Και όταν κάποιος προσβάλλει την τιμή της αγαπημένης του, αλλοίμονο, η εκδίκηση είναι τρομερή και φρικιαστική.

Ένας τόσο ευρύς και πολυσήμαντος ρόλος προϋποθέτει και μια ανάλογη ερμηνεία και ο Πασχάλης Τσαρούχας πραγματοποιεί έναν υποκριτικό άθλο, μετατρέποντας τη σκηνή σε πεδίο ζωής και θανάτου, με μοναδικά όπλα, τον λόγο του, τις εκφράσεις του και τις κινήσεις του. Η φωνή του ακούγεται βροντερή, σαν από βουνό σε βουνό, όταν, στον μονόλογο του, απαντά στις αρχές που τον καταδιώκουν, σαν άλλος Καραϊσκάκης,: «Τί πιέζεις τους εργατικούς ανθρώπους και τους κτηνοτρόφους, αφού, βρε κωλογαλονάδες, γαμώ τ’ αστέρια σας και όλη την οικογένεια σας, αφού σας στέλνω είδηση, όπου περνώ και δεν έρχεστε να πολεμήσουμε. Τί φταίγει ο κόσμος ο εργατικός και τους κακοπιέζεις;».

Δύσκολα μπορείς να φανταστείς κάποιον άλλον ηθοποιό στον ρόλο αυτό και με την βοήθεια του Σταμάτη Κραουνάκη, ο Π.Τσαρούχας κατάφερε να χαλιναγωγήσει και να τιθασεύσει την έμφυτη αυτή ορμητικότητά του, την ζωώδη ενέργειά του, την βλασφήμια του και την αγριότητά του και να δώσει στην ερμηνεία του εναλλαγές εκφραστικές και φωνητικές.

Το σκηνικό είναι λιτό: μόνο ένα τραπέζι το οποίο χρησιμοποιείται ποικιλοτρόπως, από ταμπούρι ως νεκροκρέβατο. Οι φωτισμοί συμβάλλουν στην «μυθική» παρουσίαση του ήρωα, τονίζοντας την επιβλητική κορμοστασιά του και δίνουν μια απόκοσμη όψη στο πρόσωπο του Π.Τσαρούχα, επιτείνοντας το μυστήριο γύρω από το ποιόν του. Το μακιγιάζ αναδεικνύει το βασανισμένο πρόσωπο του ήρωα, ενώ το κοστούμι του ληστή είναι εντυπωσιακό και περίτεχνο.

Στο τέλος, μας μένει μια τραγική φιγούρα, που μέσα από την αχλή της ιστορίας μας θυμίζει τα περιβόητα τελευταία λόγια του θρυλικού Γιαγκούλα, ο οποίος πριν πεθάνει, είπε: «Στο μέλλον οι ληστές θα αλλάξουν πρόσωπο, δεν θα ζουν στα βουνά, αλλά στις πόλεις και θα φορούν κοστούμια».

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Κείμενο: Δημήτρης Ν. Μανιάτης

Διδασκαλία: Σταμάτης Κραουνάκης

Κοστούμια – Προβολές: Βασίλης Παπατσαρούχας

Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαίρη Καλδάρα

Διεύθυνση/Οργάνωση Παραγωγής: Γιάννης Σφακιανάκης

Τεχνικός φωτισμών: Νίκος Συρίγος

Μακιγιάζ: Γιάννης Παμούκης

Ερμηνεία: Πασχάλης Τσαρούχας

Φωτογραφίες: Γιάννης Πρίφτης

Προβολή & Επικοινωνία: Δέσποινα Κραουνάκη

Διάρκεια: 75 λεπτά

H παράσταση παίχτηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης στην Αθήνα, στην Πάτρα (θέατρο “Λιθογραφείον”), στην Θεσσαλονίκη (θέατρο “Αθήναιον”), στην Καρδίτσα (θέατρο “Όψεις”), στον Βόλο (“Παληά Ηλεκτρική”), στην Κοζάνη, στο Δίστομο (Κινηματοθέατρο “Φίλιππος”), στην Κύπρο (Δημοτικό Θέατρο Λατσιών) και αναμένουμε την συνέχισή της.

Keywords
Τυχαία Θέματα