«Μεγάλοι Δρόμοι» της Λένας Κιτσοπούλου

Τρεις νέοι ταλαντούχοι ηθοποιοί προσπαθούν να δώσουν «πνοή» σε ένα άψυχο και ανούσιο κείμενο.

του Κώστα Νταλιάνη

ΤΟ ΕΡΓΟ

Υπάρχουν δύο ειδών ιστορίες: αυτές, που βασίζονται στην εξαιρετική τους φύση, στο, ότι, δηλαδή, είναι πέρα από το συνηθισμένο και σε αυτές, που επιδιώκουν να μετατρέψουν το συνηθισμένο σε συμβολικό, να αναγάγουν το ειδικό σε γενικό. Δυστυχώς, οι δύο ιστορίες, που παρουσιάζονται στην παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου δεν εντάσσονται σε καμιά από τις δύο κατηγορίες.

Η πρώτη αφορά την προσπάθεια ενός άντρα να πει στην

γυναίκα του να χωρίσουν, ώστε αυτός να φύγει ταξίδι με την ερωμένη του. Μια ιστορία, που είτε μπορεί να έχει ζήσει ο καθένας, είτε να έχει ακούσει στο περιβάλλον του. Το κακό είναι, ότι αυτή η ιστορία μένει αυστηρά στο πλαίσιο του ειδικού, και ποτέ δεν γίνεται κάτι παραπάνω, δεν αποκτά κάποια σημαντικότητα, καταδικασμένη στον στενό της χώρο. Η προσπάθεια να ανέβει ο δραματικός πήχης, με την ανατροπή στο τέλος της ιστορίας, φαίνεται ψεύτικη και αναληθής, ένα πυροτέχνημα, που σκάει χωρίς θόρυβο.

Η δεύτερη ιστορία, που αφορά μια γυναίκα, η οποία αναζητά τον αγαπημένο της στους δρόμους της Αθήνας, επίσης, έχει τα ίδια μειονεκτήματα. Το να αραδιάζεις μερικούς δρόμους της Αθήνας δεν προσφέρει κανενός είδος εμπειρία στον θεατή.

Τα δύο διηγήματά δεν παρέχουν νέα ύλη, ούτε, όμως, νέους σχηματισμούς, ρυθμούς και τρόπους διείσδυσης στην ανθρώπινη σκέψη και στην έκφρασή της.

Η Λένα Κιτσοπούλου αποδεικνύει, ότι η πρόκληση τής είναι απαραίτητη και χωρίς αυτήν τα γραπτά της δεν είναι τίποτα άλλο παρά κλισέ, επαναλαμβανόμενες εμμονές, σαν ημερολόγιο έφηβης κοπέλας. Το κανάκευμά της από το θεατρικό κατεστημένο, που προβάλλει την υπερεκτιμημένη και υπερεκτεθειμένη περσόνα της, την εγκλωβίζει στις εύκολες λύσεις και απαγορεύει οποιαδήποτε σκέψη εξέλιξης και βελτίωσης.

Η ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ

Η Ειρήνη Φαναριώτη, που παίζει και σκηνοθετεί, προσπαθεί να εμφυσήσει μια ενέργεια και μια πρωτοτυπία στην παράσταση. Η αφήγηση δε γίνεται μόνο μέσα από το λόγο, αλλά και από την κίνηση, τη μουσική, ακόμη και την εικόνα. Το σκηνικό, στο οποίο δεσπόζει ένα βάθρο, όπου γίνεται η αφήγηση, είναι λιτό και μινιμαλιστικό και λειτουργεί και ως σκακιέρα για την εναλλαγή των ρόλων, σύμφωνα με την σκηνοθέτρια.

Στο πρώτο κείμενο καταφέρνει να βγάλει το χιούμορ και την αγωνία του δειλού πρωταγωνιστή. Η κίνηση των ηθοποιών, από την Αμαλία Μπένετ και την Χαρά Κότσαλη δίνει ένα ρυθμό στην παράσταση, ενώ η πρωτότυπη μουσική του Φώτη Σιώτα είναι εμπνευσμένη (μου έφερε στο μυαλό τις συνθέσεις του Τζόνυ Γκρήνγουντ στις ταινίες του Πολ Τόμας Άντερσον), όμως τα λαϊκά τραγούδια, τα ρεμπέτικα και οι αμανέδες (που αναφέρονται στο κείμενο της Κιτσοπούλου) καταστρέφουν την προσπάθεια δόμησης ατμόσφαιρας.

Αλήθεια, γιατί σε κάθε παράσταση που με κάποιο τρόπο εμπλέκεται η Κιτσοπούλου, πρέπει να βγαίνει και ένα ζώο χωρίς λόγο; (“Γκόλφω”+”Μεγάλοι δρόμοι”: αρκούδες και γουρούνι χορεύουν, “Βυσσινόκηπος”: ελέφαντας σε φυσικό μέγεθος).

Οι τρεις ηθοποιοί -Ειρήνη Φαναριώτη, Μυρτώ Γράψα και Άρης Λάσκος- με τις ερμηνείες τους δίνουν υποσχέσεις για το μέλλον. Από τα θετικά και των τριών η πολύ καλή άρθρωσή τους. Η Ε. Φαναριώτη παίζει σίγουρη για τον εαυτό της, ενώ ο Α. Λάσκος ξεχωρίζει με το ευθύ βλέμμα του και η Μ. Γράψα διαθέτει την χάρη μιας μπαλαρίνας.

Αυτή είναι η πρώτη παράσταση της νεοσύστατης ομάδας Τ.d.S (Terre de Semis). Μακάρι την επόμενη φορά να επιλέξουν ένα πιο κατάλληλο έργο.

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:

Σκηνοθεσία: Ειρήνη Φαναριώτη, ομάδα T.d.S. (Terre de Semis)

Σκηνικά: Γιάννης Αρβανίτης

Κοστούμια: Oμάδα T.d.S.

Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Φώτης Σιώτας

Επιμέλεια κίνησης: Αμάλια Μπένετ, Χαρά Κότσαλη

Φωτισμοί: Γιώργος Ταμπακάκης

Βοηθός σκηνοθέτη: Νάντια Μαργαρίτη

Παίζουν: Μυρτώ Γράψα, Άρης Λάσκος, Ειρήνη Φαναριώτη

Η παράσταση παίχτηκε στην Αθήνα (Θέατρο του Ν.Κόσμου), στην Θεσσαλονίκη (Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς “Μελίνα Μερκούρη”), στην Πάτρα (Θέατρο “Λιθογραφείο”) και συνεχίζει την περιοδεία της ενώ αναμένεται και επανάληψη στην Αθήνα.

Keywords
Τυχαία Θέματα