Λογοτέχνες, ποιητές και «τεχνίτες»

Attikipress.gr |Ηλεκτρονική ενημέρωση.

«Βρέχει. Έχω την παρόρμηση να γράψω ένα ποίημα.
Αλλά θυμάμαι κάτι σε ένα απορριπτικό σημείωμα: μετά από μια καταρρακτώδη βροχή,ποιήματα με τίτλο «βροχή» καταφτάνουν από κάθε γωνιά της χώρας.»
Sylvia Plath, Αμερικανίδα συγγραφέας-ποιήτριαΓράφει η Ευτυχία Παπούλια«Δύσκολο το να διαβάσει κανείς βιβλία», δήλωσε με τη γνωστή του ειρωνεία ο ανατρεπτικός, όπως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, συγγραφέας Γκάρι Στάινγκαρτ κατακρίνοντας έτσι την απονομή του Νόμπελ σε κάποιον που
ουδεμία σχέση έχει με τη λογοτεχνία. Και δεν είναι ο μόνος που αντέδρασε, με επιχείρημα πως το «βαρύτατο» αυτό βραβείο λογοτεχνίας ανήκει αποκλειστικά σε ανθρώπους με συγγραφικό έργο στην πλάτη τους. Ο χώρος της λογοτεχνίας όμως, ποτέ δεν κατάφερε να καθοριστεί με αυστηρά όρια και δικαίως, αφού η τέχνη, το ωραίο, δε μπορεί να έχει ετικέτες.Η λέξη από μόνη της, η λογοτεχνία, αν αναλυθεί ετυμολογικά και μόνο, αναφέρεται στο λόγο που μέσα από το ταλέντο μεταμορφώνεται σε τέχνη και οδηγεί την ψυχή στιγμιαία στην υπέρτατη αρμονία που πάντα αναζητά. Αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός της λογοτεχνίας σε κάθε μορφή της: Ύστερα από μία κατά μέτωπο επίθεση με τη σκληρή πραγματικότητα, έντονα συναισθήματα και εναλλαγές της ψυχολογίας, να απολαμβάνει κανείς στο τέλος τη θέση του μέσα στον όμορφο κόσμο που έφτιαξε η φαντασία του.Να συγκινείται με το δημιούργημα αυτό, να το ερωτεύεται, να σκέφτεται πώς ο ίδιος μπορεί να βάλει ένα λιθαράκι ώστε η πραγματικότητα να χει μια γεύση από αυτό που ονειρεύτηκε.Η καλλιτεχνική απόλαυση είναι μια ανάγκη που απαιτεί την ικανοποίηση της χωρίς να ενδιαφέρεται αν κυρίαρχο ρόλο σε αυτό παίζει κάποιο μυθιστόρημα ή κάποιο ποίημα. Αρκεί αυτό το «ιντερμέδιο» να έχει εκπληρώσει τη φαντασίωση του «ταξιδευτή» που είναι η άφιξη σε ένα παραδεισένιο τοπίο.
Το δύσκολο δεν είναι να διαβάζουν οι άνθρωποι βιβλία, αλλά τα ίδια τα βιβλία είναι δύσκολο να διαβαστούν, θα απαντούσα στον κ. Στάινγκαρτ αν μου δινόταν η ευκαιρία.Τα μέτωπα της λογοτεχνίας τις τελευταίες δεκαετίες έχουν βουλιάξει από πλήθος ματαιόδοξων συγγραφέων και ποιητών, στιχουργών που στην πλειοψηφία τους αποτελούν πιστά αντίγραφα διαχρονικών παλαιότερων ανθρώπων της τέχνης χωρίς κανένα σχεδόν προσωπικό στίγμα. Γραμμένα σε διάλεκτο «Ζούραρι» για να προβάλλουν την άριστη γνώση της γλώσσας σε σχέση με το χαμηλό επίπεδο του κοινού, οι δημιουργοί έχουν τη στρεβλή αντίληψη πως η τέχνη είναι για τους λίγους, που ανήκουν σε μια ελίτ ονειροπόλων και ρομαντικών ψυχών.Κι ακριβώς σε αυτό το σημείο ενίσταμαι, διότι η τέχνη οφείλει να είναι για όλους– δοσμένη με ένα περιτύλιγμα απλότητας ώστε να είναι προσεγγίσιμη από κάθε άνθρωπο, κάθε επιπέδου. Χωρίς σαφή μηνύματα πρέπει να σε κάνει να θες να εξερευνήσεις τι κρύβεται κάτω από το περιτύλιγμα, να προβληματιστείς, να καλλιεργήσεις το μυαλό και το πνεύμα σου.Ανεξάρτητα αν το Νόμπελ ανήκει στο Rolling Stone με τους καταπληκτικούς στίχους ή στoν μυστήριο δρόμο Boogie του τρομακτικά συγκλονιστικού Κοέν, ο Ντίλαν με τα λυρικά μυθιστορήματα του επηρέασε γενιές και γενιές. Άγγιξε τα κοινωνικά προβλήματα και τα αποτύπωνε στο χαρτί με έναν ιδιαίτερο τρόπο που σε συνδυασμό με το γρατσούνισμα της κιθάρας αποτελούσαν τέχνη. Μια ωραία αντικειμενικά τέχνη, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει υποκειμενικότητα στην ποιότητα. Αυτό που παίζει ρόλο είναι οι κεραίες μας και πώς εμείς τις αφουγκραζόμαστε.Εδώ και δεκαετίες που πουλάει το «αίμα, δάκρυα και πορνό», ο καλλιτέχνης δε δημιουργεί το έργο αλλά το έργο του δημιουργείται από τις διαθέσεις του κοινού που εξαρτώνται από τις αξίες που επικρατούν χρόνια τώρα. Κυριαρχεί η καυστικότητα στη χείριστη μορφή της, η χυδαιότητα και τα ρηχά αισθήματα. Κάπως έτσι λοιπόν, οι πενήντα αποχρώσεις του γκρι, οι καταπιεσμένες ηρωίδες που διπλαρώνουν το ζάμπλουτο γόη και οι αρρωστημένες ερωτικές σχέσεις των κακογραμμένων best- seller στην Ελλάδα, προσφέρουν πολύ εύκολα εκατομμύρια στις «λογοτέχνιδες».Αυτό όμως, αποκαλύπτει και το κενό που υπάρχει στις κοινωνίες από την πλευρά της τέχνης και αλλά και του ίδιου του κοινού. Η πρώτη, στερείται ανθρώπων με ταλέντο και ψυχή χωρίς αυτοσκοπό το χρήμα και το κοινό επιλέγει την «εύκολη» ρηχή τέχνη που δεν προβληματίζει και δυσκολεύει το νου που βρίσκεται σε χειμερία νάρκη, αλλά πλασάρεται σαν αυτή που συγχωρεί όλες μας τις αμαρτίες.Και πολύ φοβάμαι, ότι δε θα γυρίσουν πίσω οι άνθρωποι της παλιάς αυθεντικής τέχνης που μετέφεραν στο χαρτί βαθιά συναισθήματα καθήμενοι σε μιαν άκρη του δρόμου, ή σε ένα δωμάτιο κάτω από συνθήκες νιρβάνας. Εκείνοι, που πονούσαν απ’ τα αγκάθια των ανθρώπων, δε θέλανε τριγύρω πολλούς και «έχτιζαν» με χαρτί και μολύβι ιστορίες με σκοπό έναν καλύτερο κόσμο .Το παρήγορο μέσα στην προβληματική κοινωνία που κρατά ζωντανή την τέχνη όπως έχει καθιερωθεί, είναι η ύπαρξη αυτών των λίγων, που αντιστέκονται στη φθήνια της και αναζητούν διέξοδο στα ποιήματα, τα κείμενα, τα τραγούδια που διαμόρφωσαν χαρακτήρες έτοιμους να πολεμήσουν το κακό. Δεν είναι οι λίγοι στους οποίους απευθύνεται η τέχνη. Είναι οι λίγοι που διαβάζουν, προβληματίζονται και δεν ακολουθούν το συναίσθημα που επιβάλλει η νεότερη τέχνη. Είναι οι αληθινοί επαναστάτες που πρέπει να μιμηθούμε.

Το άρθρο Λογοτέχνες, ποιητές και «τεχνίτες» εμφανίστηκε πρώτα στο Alphafreepress.gr.

Keywords
Τυχαία Θέματα