Η Ευρώπη σε κρίσιμο σταυροδρόμι

«Για να μείνουν όλα όπως είναι, πρέπει να αλλάξουν τα πάντα.» Η αφοριστική αυτή φράση από τον «Γατόπαρδο» του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, το ιστορικό μυθιστόρημα για την παρακμή της σικελικής αριστοκρατίας, αποτυπώνει με μοναδική ακρίβεια το υπαρξιακό αδιέξοδο της Ευρώπης στον 21ο αιώνα. Όπως παρατηρεί ο Economist, η γηραιά ήπειρος, γεμάτη πρώην αυτοκρατορίες και παλιές δόξες, παρακολουθεί μουδιασμένη έναν κόσμο που δεν την περιμένει – και σε πολλές περιπτώσεις την προσπερνά με επιδεικτική ταχύτητα. Η ανάγκη για ριζική αλλαγή

είναι πρόδηλη. Όμως η Ευρώπη μοιάζει να στέκεται μπροστά στις αναγκαίες προσαρμογές με την ακινησία ενός κουρασμένου ευγενούς που αναβάλλει τα πάντα για αύριο. Η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να έχει εσωτερικεύσει τη λογική πως μόνο μέσα από κρίσεις μπορεί να αλλάξει. Το πρόβλημα είναι πως η κρίση δεν είναι προ των πυλών – είναι ήδη εδώ.

Η Ε.Ε. οικοδόμησε επί δεκαετίες ένα σύστημα που βασιζόταν στην Κίνα για οικονομική ανάπτυξη, στη Ρωσία για φθηνή ενέργεια και στις Ηνωμένες Πολιτείες για την ασφάλειά της. Τρία χρόνια πολέμου στην Ουκρανία και μερικοί μήνες της εκρηκτικής ρητορικής του Ντόναλντ Τραμπ αρκούν για να γκρεμίσουν αυτές τις βεβαιότητες. Ο κόσμος άλλαξε – και η Ευρώπη καλείται να το παραδεχτεί, έστω και καθυστερημένα. Όπως σημειώνει ο Economist, η κατάσταση θυμίζει μια ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια που, για να μη χρεοκοπήσει, οφείλει να απολύσει μπάτλερ και καμαριέρες. Με άλλα λόγια: να εγκαταλείψει πολιτικές πολυτέλειες που δεν αντέχει πια.

Η στάση απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της παρωχημένης πολυτέλειας. Από το 2020, όταν το Brexit έγινε πραγματικότητα, οι Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν το Λονδίνο με ψυχρότητα και, συχνά, με μια δόση ηθικής ικανοποίησης. Όμως, όπως επισημαίνει το περιοδικό, η Ε.Ε. δεν έχει την πολυτέλεια να συμπεριφέρεται σαν «απατημένος εραστής». Η Βρετανία εξακολουθεί να έχει σημαντικό γεωπολιτικό και στρατιωτικό εκτόπισμα – κάτι που θα μπορούσε να ενισχύσει τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για την Ουκρανία. Στις 19 Μαΐου αναμένεται συμφωνία που θα επιτρέψει τη συμμετοχή της σε κοινά αμυντικά προγράμματα. Κι όμως, οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν εξαιτίας… των αλιευτικών δικαιωμάτων – με τη Γαλλία να επιμένει να προηγηθούν οι ρυθμίσεις στον τομέα της αλιείας. «Αυτός είναι ο ορισμός της μικροπρέπειας», σχολιάζει δηκτικά ο Economist.

Το «Brussels effect» δεν αρκεί

Η Ευρώπη, για χρόνια, λειτούργησε ως πρότυπο κανονιστικής ισχύος: επέβαλε τους κανόνες της σε τρίτες χώρες, περιμένοντας συμμόρφωση χωρίς αντίσταση. Περιβαλλοντικοί όροι, ρυθμίσεις για την εργασία, αυστηρά πρότυπα – όλα ενταγμένα στο λεγόμενο “Brussels effect”. Όμως αυτή η προσέγγιση τείνει να εξελιχθεί σε αυταπάτη. Σε έναν κόσμο όπου ο οικονομικός συσχετισμός μετατοπίζεται διαρκώς, χώρες όπως η Ινδονησία δεν δέχονται πια υποδείξεις για το πώς να καλλιεργούν τα φοινικόδεντρά τους. Η Ευρώπη χρειάζεται νέες εμπορικές συμφωνίες – όχι νέους κανονισμούς που θα φιλτράρουν τον κόσμο μέσα από ένα ηθικό πρίσμα που κανείς δεν συμμερίζεται πλέον.

Η εσωτερική λειτουργία της Ε.Ε. δεν αποτελεί φωτεινή εξαίρεση. Ενώ παραγγέλνει διαρκώς νέες εκθέσεις και μελέτες για την ενίσχυση της ενιαίας αγοράς, τα πορίσματα συνήθως καταλήγουν… στα συρτάρια. Η έκθεση του Μάριο Ντράγκι το 2023, με 400 σελίδες ρεαλιστικών και τεκμηριωμένων προτάσεων, παραμένει αδρανής. Την ίδια στιγμή, τα 27 κράτη-μέλη επιβάλλουν το ένα στο άλλο διοικητικά εμπόδια, σαν να πρόκειται για ξένες χώρες. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι αυτά τα εμπόδια ισοδυναμούν με έναν δασμό 110% στις υπηρεσίες. Μια «εσωτερική αγορά» μόνο κατ’ όνομα.

Η Ευρώπη αποφεύγει να αντιμετωπίσει και το πιο αμείλικτο πρόβλημά της: τη γήρανση του πληθυσμού. Από πέντε εργαζόμενους ανά συνταξιούχο το 1980, φτάνουμε στους δύο το 2050. Η αύξηση των γεννήσεων αποτυγχάνει, η μετανάστευση προκαλεί πολιτική αναστάτωση, και η σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής παραμένει πολιτικό ταμπού. Αλλά το τίμημα της αδράνειας μεγαλώνει – κι όσο αναβάλλονται οι αποφάσεις, τόσο πιο σκληρές θα γίνουν όταν τελικά ληφθούν.

Ίσως η πιο επικίνδυνη ψευδαίσθηση ήταν η ιδέα ότι η ασφάλεια μπορεί να ανατεθεί σε άλλους. Η Ευρώπη ξόδεψε το «μέρισμα ειρήνης» του Ψυχρού Πολέμου σε κοινωνικές παροχές, αγνοώντας τα καθήκοντά της απέναντι στη συλλογική άμυνα. Τώρα, πολλές χώρες τρέχουν πανικόβλητες να καλύψουν το χαμένο έδαφος, υπόσχονται αμυντικές δαπάνες 3% του ΑΕΠ – χωρίς όμως να διευκρινίζουν πώς θα το χρηματοδοτήσουν. Με κοινό ευρωπαϊκό χρέος; Η Γερμανία λέει όχι. Με περικοπές στο κοινωνικό κράτος; Πολιτικά ανέφικτο. Η αυταπάτη πως μπορείς να τα έχεις όλα – χωρίς να επιλέγεις – τελειώνει, προειδοποιεί ο Economist.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να επιβιώσει αν συνεχίσει να αντιμετωπίζει τις προκλήσεις με «πολιτικές πολυτέλειες». Το κοινωνικό κράτος και οι οικολογικοί στόχοι είναι κρίσιμα στοιχεία της ευρωπαϊκής ταυτότητας – όμως χρειάζεται σαφής ιεράρχηση. Όχι κάθε πράσινη ιδέα είναι εφαρμόσιμη. Όχι κάθε παροχή είναι βιώσιμη. Για να διατηρήσει την αυτονομία και την επιρροή της σε έναν κόσμο αστάθειας, η Ευρώπη πρέπει να αποχαιρετήσει τις ψευδαισθήσεις της. Όπως ένας παλιός αριστοκράτης που επιλέγει, έστω και καθυστερημένα, να ξυπνήσει, να σταθεί στα πόδια του και να σταματήσει να ζει με δανεική αίγλη.

Keywords
Τυχαία Θέματα