Η ακαταμάχητη γοητεία των βορειοευρωπαϊκών θρίλερ...

του Αλέξανδρου Ραπτοτάσιου

Το «Υπνωτιστής» μάς υπενθυμίζει γιατί τα βορειοευρωπαϊκά θρίλερ έχουν μία ποιότητα και μια απόκοσμη αίσθηση απομόνωσης και γιατί αυτά συμβάλλουν ώστε να τα χαρακτηρίζουν ως κλάσης ανώτερα των αντίστοιχων αμερικάνικων.

Hypnotisören (Ο Υπνωτιστής)

Ο σκηνοθέτης του «Chocolate», Lasse Hallström, επιστρέφει με ένα καλοφτιαγμένο θρίλερ μυστηρίου, που εκτυλίσσεται στη χιονισμένη Στοκχόλμη. Ένας σχολικός προπονητής σφαγιάζεται μέσα στο γήπεδο κατά τη διάρκεια της νύχτας. Λίγα λεπτά μετά μία μητέρα και η 10χρονη κόρη της βρίσκονται να έχουν δεχθεί

πολλαπλές μαχαιριές μέσα στο σπίτι τους, ενώ ο έφηβος γιος της χαροπαλεύει για τη ζωή του, έχοντας δεχτεί παρόμοια επίθεση.

Εικόνες που ανατριχιάζουν, χωρίς να ανήκουν στην κατηγορία σπλάτερ, αρχίζουν να πλέκουν μια υπόθεση που φαίνεται να κρύβει αρκετά μυστικά. Ο ειδικός αστυνομικός Joona θα ερευνήσει την υπόθεση, αλλά θα βρεθεί αντιμέτωπος με το γεγονός πως ο έφηβος γιος της οικογένειας είναι μεν ο μόνος που έχει δει τον δράστη, αλλά είναι δε πολύ βαριά τραυματισμένος για να μιλήσει. Ο Joona θα ζητήσει τη βοήθεια του Erik, ο οποίος θα προσπαθήσει να υπνωτίσει τον νεαρό για να του αποσπάσει πληροφορίες για τον δολοφόνο. Καθώς, όμως, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και νέα στοιχεία έρχονται στο φως, το πράγμα περιπλέκεται ακόμη περισσότερο. Η οικογένεια του Erik θα εμπλακεί στην υπόθεση και θα βρεθεί στο στόχαστρο του δολοφόνου, ενώ η ταινία θα συνεχίσει να σου κρατάει το ενδιαφέρον μέχρι και το αποκαλυπτικό φινάλε.

Τα θρίλερ μυστηρίου από την βόρεια Ευρώπη είχαν πάντα μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα που τα έκανε πιο πειστικά. Τα σκοτεινά τους δάση, το χιόνι, οι απομονωμένες περιοχές, τα μεγάλα αρχοντικά και τα κτήματα, ο βαρύς χειμώνας, οι επιβλητικές πρωτεύουσες με τα κάστρα τους, οι ψυχροί άνθρωποι, οι κλειστές κοινότητες και άλλα, γενικά, χαρακτηριστικά είναι η πιο κατάλληλη ατμόσφαιρα για να αφήσεις ιστορίες μυστηρίου και θρίλερ να εξελιχθούν. Ποιός θα ξεχάσει τα «Πορφυρά Ποτάμια», την τριλογία «The Girl With The Dragon Tattoo», το βαμπηρικό «Let The Right One In», το βραβευμένο «Η Λευκή Κορδέλα», αλλά ακόμα και αμερικάνικες παραγωγές όπως «Bourne Identity» και «Το Παιχνίδι Του Ρίπλεϊ» που πήραν κάτι από τη γοητεία της βόρειας Ευρώπης, μια και γυρίστηκαν εκεί.

Σε αυτή τη βάση η νέα ταινία του Lasse Hallström λειτουργεί έξοχα. Mέσα από ένα εξαιρετικό πρωταγωνιστικό δίδυμο (Tobias Zilliacus και Mikael Persbrandt) ξετυλίγεται μία ιστορία για οικογένειες που καταρρέουν, όταν ένα μέλος τους αποσπαστεί από αυτές. Η αγάπη των γονέων προς τα παιδιά τους είναι ο βασικός άξονας πάνω στον οποίο στήνονται τα δραματικά, αλλά και τα ανατριχιαστικά παρακλάδια του σεναρίου. Η εξάρτηση και η αίσθηση ιδιοκτησίας στο οικογενειακό πλαίσιο, η ευθύνη προς την οικογένεια και η απουσία αυτής, είναι τα θέματα που απασχολούν όλους τους χαρακτήρες με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Το αποτέλεσμα είναι ένα ενδιαφέρον, με καλές ερμηνείες (ειδικά από την Φανί Αρντάν) και άψογα εκτελεσμένο θρίλερ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ανανεώνει ιδιαίτερα το είδος. Είναι, όμως, σίγουρα μια απολαυστική ταινία μυστηρίου χωρίς αφελείς χαρακτήρες, ούτε σεναριακές ακροβασίες, στοιχεία που δυστυχώς χαρακτηρίζουν τις περισσότερες ταινίες μυστηρίου των τελευταίων ετών.

Dos Mas Dos (Δύο Και Δύο)

Μια νέα ταινία από την Αργεντινή που προσπαθεί με ανάλαφρη διάθεση να παρουσιάσει το φαινόμενο των swingers, δηλαδή την συνήθεια πολλών ζευγαριών να ανταλλάζουν συντρόφους με ένα άλλο ζευγάρι ή να συμμετέχουν σε πάρτι που αυτό γίνεται με πολλά ζευγάρια ταυτόχρονα.

Αν και το θέμα μπορεί να είναι σχετικά ταμπού στην Ελλάδα, οι swingers, γενικώς, είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο, το οποίο συμβαίνει στις περισσότερες πρωτεύουσες της Δύσης.

Στην ταινία το θέμα προσεγγίζεται μέσα από ένα ζευγάρι που δεν γνωρίζει πολλά σχετικά με αυτή την συνήθεια και εισάγεται στον κόσμο των swingers από τους καλούς τους φίλους, με τους οποίους θα είναι και η πρώτη τους ανάλογη εμπειρία. Φυσικά, για να προσεγγίσει το απλό και αμύητο κοινό, όλοι οι χαρακτήρες είναι αστοί και μεγαλογιατροί και με αξιοσέβαστες οικογένειες. Αυτό, όμως, είναι και η βασική αδυναμία της ταινίας. Προσπαθώντας να είναι αρκετά κόσμια και «ομαλή», για να πλησιάσει το απλό κοινό, καταλήγει να είναι και βαρετή και να πέφτει σε σεναριακά κλισέ και μία πλοκή που δεν περιέχει και μεγάλη φαντασία. Δεν είναι μια ερωτική ταινία, αλλά περισσότερο μια δραματική κομεντί, αλλά θα μπορούσε να είναι πολύ πιο τολμηρή, πικάντικη και ενδιαφέρουσα, αν την άφηναν οι παραγωγοί. Ο πρωταγωνιστής, Adrián Suar, είναι μια εξαιρετική κωμική παρουσία σε όλη ταινία, καθώς τον τραβάνε από την μία σεξουαλική εμπειρία στην άλλη και εκείνος αντιστέκεται με τον πιο αφελή και αστείο τρόπο φωνάζοντας την «λέξη ασφαλείας» «suspicion» που συμφώνησε με τη γυναίκα του, η οποία, όμως, φαίνεται να παρα-απολαμβάνει την όλη εμπειρία.

Keywords
Τυχαία Θέματα