Η Nouvelle Vague συναντά τον έρωτα δύο 13χρονων υπό το φως του φεγγαριού

Του Αλέξανδρου Ραπτοτάσιου

Moonrise Kingdom (Ο Έρωτας του Φεγγαριού)

Πρωτότυπη κωμωδία του Wes Anderson, που περιγράφει με έντονα χρώματα την σουρεαλιστικότητα ενός παιδικού έρωτα στη «Νέα Αγγλία» της Αμερικής το 1965. Το ζευγάρι της ιστορίας, ο Σαμ (Jared Gilman) και η Σούζι (Kara Hayward), που κατοικούν σε αντίθετες μεριές του νησιού, γνωρίζεται αρχικά σε μια βιβλική θεατρική παράσταση στην εκκλησία της κοινότητας και στη συνέχεια, μέσω αλληλογραφίας, αποφασίζει να το σκάσει για να βρει την δική του Εδέμ σε ένα από τα νησιά της περιοχής. Ο ορφανός Σαμ θα διαφύγει από την κατασκήνωση προσκόπων, όπου θεωρείται «ο περίεργος» και στην οποία ηγείται ο Edward Norton.  H Σούζι θα το σκάσει από το τεράστιο, αλλά και αποπνικτικό σπίτι των προβληματικών γονιών της, Bill Murray και Frances McDormand. Μαζί, έπειτα από μια μικρή περιπέτεια στα δάση του νησιού, θα καταλήξουν σε μια απομονωμένη παραλία, όπου και θα ζήσουν μια ειδυλλιακή μέρα σεξουαλικής εξερεύνησης. Η ιστορία όμως έχει ακόμα αρκετή συνέχεια, καθώς στο κατόπι τους βρίσκεται ο αστυνομικός της περιοχής (Bruce Willis), μία κοινωνική λειτουργός-εφιάλτης (Tilda Swinton), καθώς και πλήθος αφηνιασμένων προσκόπων που διψούν για αίμα -αναφορά στο κλασικό «Lord of the Flies» του Peter Brook (1963).

Η ταινία είναι υπόδειγμα στυλιζαρισμένου -με μέτρο- κινηματογράφου και ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί τα χρώματα και τη γεωμετρικότητα στα πλάνα με εξαιρετικό τρόπο. Η αισθητική και η μουσική των ”60s δένει απόλυτα με τον Nouvelle Vague προσανατολισμό, που αποπνέει ο ρυθμός της ταινίας και ο Anderson συχνά κλείνει το μάτι στον Godard. Να ξεκαθαρίσω ότι η ταινία, παρά την έντονη παστέλ αισθητική, δεν είναι παιδική και χειρίζεται με ευαισθησία τα θέματα εφηβικού αποκλεισμού, ερωτικής αφύπνισης και τέλος της δυσλειτουργίας στη δομή της οικογένειας και του συστήματος πρόνοιας.  Οι χαρακτήρες είναι πολυδιάστατοι και ο σκηνοθέτης δεν υποπέφτει στο λάθος να κάνει τους δεύτερους ρόλους, στους οποίους παρελαύνουν σημαντικοί ηθοποιοί, απλές καρικατούρες. Ειδική μνεία πρέπει να δοθεί στον αφηγητή, τύπου Ζακ Κουστό (Bob Ballaban), που δίνει μια ξεκαρδιστικά στεγνή περιήγηση στο νησί της ιστορίας.

Η μόνη αδυναμία είναι οι, μερικές φορές, αδύναμες ερμηνείες των νεαρών πρωταγωνιστών, καθώς και 2-3 σουρεαλιστικές υπερβάσεις του σεναρίου προς το τέλος (π.χ.  κεραυνός χτυπάει τον πρωταγωνιστή, αλλά δεν παθαίνει κάτι σοβαρό πέραν λίγης κάπνας στο πρόσωπο αλά Loony Toons). Συνολικά καταφέρνει να σε εκπλήξει ευχάριστα και να σε κάνει να κρατήσεις ένα χαμόγελο -μισό αναπόλησης και μισό κωμικοτραγικού- σε όλη την διάρκειά της. Ο  Wes Anderson, μετά από επιτυχημένες (The Amazing Mr Fox-2009, Royal Tenenbaums-2001) και λιγότερο επιτυχημένες (Life Aquatic-2004) προσπάθειες μίξης στυλιζαρισμού, στεγνού χιούμορ και δυσλειτουργικών κοινωνικά χαρακτήρων, καταφέρνει να τα φέρει όλα αρμονικά μαζί σε αυτή την ταινία, που έκανε την έκπληξη στις φετινές Κάννες.

Εncardia, η πέτρα που χορεύει

Ελληνική ταινία, σ

Keywords
Τυχαία Θέματα