Από το κόκκινο χαλί στις αίθουσες

της Μαρίτας Μελέτη

Ταινίες που προκάλεσαν αίσθηση στα φεστιβάλ όπου προβλήθηκαν και διαγωνίστηκαν, αφήνοντας έκπληκτους κοινό και κριτικούς και ξεσηκώνοντας πλήθος συζητήσεων γύρω από αυτές, ήρθε η ώρα να τις δούμε στις αίθουσες.

Miss Violence

(Δραματική, 2013, Διάρκεια: 99') Ελληνική ταινία, σκηνοθεσία Αλέξανδρος Αβρανάς, με τους Ρένη Πιττακή, Θέμη Πάνου, Ελένη Ρουσσινού.

Με δύο βραβεία από το Φεστιβάλ της Βενετίας (Αργυρός Λέοντας Σκηνοθεσίας και βρα­βείο ερμηνείας για τον Θέμη Πάνου), η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Αλέξανδρου Αβρανά, μετά

το «Without», έκανε τη διεθνή κινηματογραφική κριτική να ενδιαφερθεί ακόμα περισσότερο για τις δύο διαπιστωμένες τάσεις του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου: από τη μία την κινηματογραφική τεχνοτροπία κλινικής κινηματογράφησης και μηχανικών ερμηνειών («weird greek cinema») κι από την άλλη τη διείσδυση στον μικρόκοσμο της ελληνικής οικογένειας και στις παθογένειές του. Η ταινία, που ξεκινά από τον μυστηριώδη θάνατο ενός 11χρονου κοριτσιού για να μας εισαγάγει στα τερατώδη μυστικά μιας οικογένειας, αποτελεί το πιο εξόφθαλμα εκμεταλλεύσιμο σημείο τομής των δύο παραπάνω τάσεων. Ο Αβρανάς έχοντας ως αφετηρία το κλειστό οικογενειακό κύκλωμα, το οποίο παρουσιάζει και ο Λάνθιμος στον «Κυνόδοντα», το τοποθετεί μέσα στην κοινωνία. Στόχος είναι η αφύπνιση, αλλά πάνω σε τι; Την ημέρα των γενεθλίων της η 11χρονη Αγγελική πηδάει από το μπαλκόνι. Η αστυνομία και η κοινωνική πρόνοια προσπαθούν να εξιχνιάσουν την αυτοκτονία, η αιτία της οποίας κρύβεται πίσω από επικίνδυνα οικογενειακά μυστικά. Η πρώτη σκηνή της ταινίας, στην οποία η οικογένεια γιορτάζει γελώντας τα γενέθλια της μικρής Αγγελικής, εξελίσσεται σε ένα πνεύμα επιτηδευμένης ευφορίας που γεννά απειλητικά προαισθήματα. Η ειρωνική, ελαφρώς σαρκαστική σκηνοθετική προσέγγιση εντείνει την αμηχανία και η τραγική κατάληξη δημιουργεί ένα αντιφατικό συναίσθημα. Έχουμε μπροστά μας μια μακάβρια κωμωδία, που ακολουθεί τα χνάρια του «Κυνόδοντα» ή ένα κοινωνικό δράμα; Όλα μαζί και τίποτε από αυτά, το «Miss Violence» αφήνει πίσω του την παγωμένα χαμογελαστή αρχική σεκάνς (για την οικογένεια τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι πλέον τα ίδια) και βυθίζεται σε μια γκρίζα πραγματικότητα, η οποία κρύβεται πίσω από τα κατεβασμένα στόρια των πολυκατοικιών και κάτω από τους θορύβους της πολυάσχολης πρωτεύουσας.

Η κάμερα του Αβρανά παραμένει την περισσότερη ώρα μέσα στο διαμέρισμα, παρακολουθώντας το ημερήσιο οικογενειακό τελετουργικό και αναζητά τα αίτια που οδήγησαν την Αγγε­λική στην αυτοκτονία. Αστυνομία και πρόνοια υποπτεύονται ότι κάτι ιδιότροπο συμβαίνει στο σπίτι της μικρής, η μητέρα της οποίας έχει άλλα τρία παιδιά, όλα αγνώστου πατρός. Το ίδιο υποψιάζεται φυσικά και ο θεατής, παγιδευμένος σε έναν κλειστοφοβικό λαβύρινθο που οδηγεί στην κυρίαρχη πατριαρχική φιγούρα του παππού (Θέμης Πάνου). Ασκώντας ελεγχόμενη σωματική και τεράστια ψυχολογική βία, ο λόγος του είναι νόμος για την ανίσχυρη κόρη (Ελένη Ρουσσινού) και τα τρομοκρατημένα εγγόνια, τα οποία ελέγχει σιωπηλά και η «συνένοχη» γιαγιά (Ρένη Πιττακή).

Η συνενοχή είναι άλλωστε η κυρίαρχη ιδέα του «Miss Violence», ενός τολμηρού πορτρέτου της σύγχρονης οικογενειακής πραγματικότητας, η οποία αντανακλά μέσα από τις δομές εξουσίας της ολόκληρο το κοινωνικό παρόν. Ο Αβρανάς περιγράφει γλαφυρά αυτήν τη ζοφερή εικόνα, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα για τη συνενοχή των θυμάτων, την υποταγή ως μέθοδο επιβίωσης και τη συγκάλυψη κάθε είδους βίας με τον μανδύα της κανονικότητας.

Έχοντας την ψυχρή μεθοδολογία του Χάνεκε, γεωμετρική αυστηρότητα, αποχρωματισμένα πλάνα, και την υπαινικτική μαεστρία ενός Πολάνσκι, με την απειλή που παραμονεύει, μας αναστατώνει συναισθηματικά και ψυχολογικά, αφήνοντας τον θεατή αβοήθητο να αναζητήσει τις απαντήσεις, οι οποίες, όποιες­ κι αν είναι, σίγουρα δεν θα είναι καθόλου αρεστές. Πρόκειται για μια καθόλου παρηγορητική, αλλά ειλικρινή, σκοτεινή, απαιτητική, θαρραλέα και κινηματογραφικά υποβλητική διαδρομή ως την καρδιά του σκοταδιού της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, από τις συναρπαστικότερες ολόκληρης της πρόσφατης ελληνικής κινηματογραφίας.

Η Ζωή της Αντέλ (La Vie d' Adele)

(Δραματική, 2013, Διάρκεια: 179') Γαλλική ταινία, σκηνοθεσία Αμπντελατίφ Κεσίς, με τους Σαλίμ Κεσιούς, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Λεά Σεϊντού.

Η ταινία που κέρδισε τον φετινό Χρυσό Φοίνικα δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς έχει καταφέρει να τραβήξει τα φώτα της δημοσιότητας για πολλούς και διάφορους λόγους: πέρα από τη βαρυσήμαντη βράβευσή της από μια επιτροπή με πρόεδρο τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, η ταινία του Αμπντελατίφ Κεσίς έδωσε λαβή για άφθονο σχολιασμό, ως προς τις εκτεταμένες σκηνές λεσβιακού σεξ ή τις φωνές διαμαρτυρίας συνεργείου και πρωταγωνιστριών ενάντια στον «τύραννο» σκηνοθέτη. Παρότι είναι δύσκολο, ο θεατής θα πρέπει να δει την ταινία χωρίς προκαταλήψεις απέναντι στο πορτρέτο μιας έφηβης κοπέλας, που αφυπνίζεται κι ενηλικιώνεται μέσα από τον έρωτά της για μια λίγο μεγαλύτερη γυναίκα.

Ο Κεσίς έχει την ικανότητα να αντλεί ό,τι πιο «αληθινό» από τους ηθοποιούς του και να τους εντάσσει σε ένα σύνολο ρέον, πράγμα εντυπωσιακό. Το στιλ του μπορεί να μην είναι σε καμία περίπτωση καινοτόμο, αλλά υπηρετείται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Δεν είναι τυχαίο που δίπλα στην, ούτως ή άλλως εκθαμβωτική, Αντέλ Εξαρχόπουλος, η Λεά Σεντού πείθει για πρώτη φορά ότι είναι ηθοποιός αξιώσεων και λεπτών αποχρώσεων. Ακολουθώντας με ευκολία τους παλμούς και την αληθοφάνεια του τρίωρου χρονικού, μπορεί κάποιος να προσπεράσει αρκετές από τις πονηρές τακτικές του σκηνοθέτη. Και αν και προσπαθεί να αφηγηθεί μια νεανική επανάσταση, μια πρώτη γνωριμία με την κατάργηση των συμβάσεων, η ταινία παραμένει κατά βάθος εξαιρετικά συντηρητική και προσκολλημένη σε μια μορφή πολιτικής ορθότητας.

Keywords
Τυχαία Θέματα