1821 Ελλάδα καριοφίλι: Ένα όπλο-μύθος

Το καριοφίλι είναι μια λέξη τόσο οικεία σε όλους από τα αναγνώσματά μας και τις μνήμες μας από το σχολείο για το 1821, ταυτόχρονα όμως και τόσο άγνωστη. Τι ήταν τέλοσπάντων αυτό το μυθικό όπλο που κράδαιναν περήφανα οι αγωνιστές του 1821 και που με αυτό έδιωξαν τους Τούρκους; Πώς δούλευε και από πού τα προμηθεύονταν; Βάσει ορολογίας, καριοφίλι ή καριοφύλι ή και καρυοφύλλι (ή απλά ντουφέκι) είναι είδος μικρού λεπτόκανου, εμπροσθογεμούς τυφεκίου που έχει τον υποκόπανο σε σχήμα πυραμίδας. Συνήθως έχει διάφορα χυτά από ορείχαλκο στολίσματα και και είναι ενετικής προέλευσης και κατασκευής. Χρησιμοποιήθηκε

στην Ανατολή ιδίως από τις αρχές του 18ου αιώνα μέχρι και τα μέσα του 19ου. Το προτιμούσαν από τα πλατύκανα αρκεβούζια (arquebuses), διότι το γέμιζαν εύκολα με τα λεγόμενα «χαρτούτσα» και «φουσέκια», δηλαδή ελαφρά φυσίγγια, τα οποία κατά κανόνα ήταν κομμάτι χαρτί με το οποίο είχαν τυλίξει την πυρίτιδα και το βόλι.

Μη πρακτικό για τους τακτικούς στρατούς της Δύσης, απέβη πολύτιμο και γι’ αυτό ανάρπαστο για τον ανταρτοπόλεμο και τους ακροβολισμούς στους οποίους επιδίδονταν οι Έλληνες. Η μακριά κάννη προσέδιδε στο πυροβόλο μεγαλύτερη ευθυβολία και στο βλήμα μεγαλύτερη επιτάχυνση και κρουστική ισχύ. Ο υποκόπανός του χρησιμοποιούνταν με αποτελεσματικότητα ως ρόπαλο σε μάχη εκ του συστάδην.

1821 Ελλάδα καριοφίλι: Η προέλευση του ονόματος

Τρεις εκδοχές υπάρχουν για την προέλευση του ονόματός του. Η πρώτη είναι ότι αρχικά η κάννη του είχε σχήμα καρυόφυλλου, δηλαδή «άνοιγε» κατά την έξοδο, όπως τα μετέπειτα τρομπόνια (tromblons). Η δεύτερη ότι έφερε, κατά την συνήθεια της εποχής, σαν έμβλημα του οπλοπωλείου ένα καρυόφυλλο. Η τρίτη και επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι ότι δίπλα στον επικρουστήρα (ή λύκο) έφερε χαραγμένη την επιγραφή του κατασκευαστού στην Βενετία, του οίκου των Carlo e filii, δηλαδή «Καρόλου και υιών».

1821 Ελλάδα καριοφίλι: Οι αγορές

Μεμονωμένα Έλληνες και ξένοι έμποροι εισήγαγαν όπλα προς πώληση στον ελλαδικό χώρο, αυτό όμως γινόταν σε μικρές ποσότητες, καθώς οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα θα προσέλκυε την προσοχή των οθωμανικών αρχών. Σε κάθε περίπτωση, την περίοδο πριν την Επανάσταση άνθισε το λαθρεμπόριο όπλων και πυρίτιδας μέσω Επτανήσων, καθώς έμποροι από την Βρετανία και την Γαλλία πωλούσαν όπλα στον Αλή Πασά που ετοίμαζε εξέγερση κατά του Σουλτάνου. Από την πλευρά της και η Φιλική Εταιρεία φρόντιζε για την εισαγωγή και τη διανομή όπλων στην προεπαναστατική Ελλάδα. Με την έναρξη πάντως του Αγώνα οι ελλείψεις ήταν τεράστιες. Ποσότητες όπλων έπεφταν στα χέρια των επαναστατών μόνο με την πρόσβαση στα οπλοστάσια των φρουρίων που καταλαμβάνονταν ή με τη σκύλευση των νεκρών Τούρκων μετά από μεγάλες μάχες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα για τα δύο παραπάνω είναι αφενός η άλωση της Τριπολιτσάς και αφετέρου η μάχη των Δερβενακίων, που προμήθευσαν τους επαναστάτες με άφθονο πολεμικό υλικό.

1821 Ελλάδα καριοφίλι: Τεχνικά χαρακτηριστικά

Θεωρητικά το καριοφίλι είχε βεληνεκές περίπου 150 μ., αλλά στην πραγματικότητα ήταν αποτελεσματικό σε απόσταση 30-40 μ. Το βεληνεκές του εξαρτάτο από διάφορους παράγοντες, όπως το μήκος της κάννης του, η ξηρότητα ή η υγρασία της πυρίτιδας και βέβαια ο άνεμος. Την εποχή της Επαναστάσεως, η εκπυρσοκρότηση τους επιτυγχανόταν με χρήση πυριτόλιθου (πυρόλιθου). Οι Έλληνες αποκαλούσαν τον πυριτόλιθο «ντουφεκόπετρα» ή «ατσαλόπετρα». Ο πυριτόλιθος προκαλούσε σπινθήρα κατά την κρούση της σφύρας (λύκου) στον άκμονα του όπλου, ο οποίος άναβε την πυρίτιδα.

1821 Ελλάδα καριοφίλι: Χιλιοτραγουδισμένο

Σε κάθε περίπτωση το καριοφίλι αγαπήθηκε και τραγουδήθηκε όσο κανένα άλλο όπλο. Ακόμα και ποιήματα γράφτηκαν γι’ αυτό όπως το  «O Δήμος και το καριοφίλι του» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Το ποίημα αναφέρεται στη συντροφική σχέση του πολεμιστή με τη φύση και το όπλο του. O Δήμος προαισθάνεται το τέλος του και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες. Το ποίημα ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857).

Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος

θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.

Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.

Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο,

να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,

και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!

Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω

θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,

να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.

Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,

θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,

να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.

Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.

Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.

Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου,

τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

Κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,

ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,

κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει:

«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».

Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,

θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν

και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,

θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,

για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει

και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος

και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.

Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη

και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω

θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.

Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ‘τανε ζαρκάδι,

ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:

«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».

Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,

ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.

Στην τρίτη, και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι

βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,

φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,

πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.

Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο·

τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…

O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.

Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,

με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,

αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.

1821 Ελλάδα καριοφίλι: Το χρυσό καριοφίλι του Αλή Πασά

Ένα σπουδαίο ιστορικό κειμήλιο της Ηπείρου, το χρυσό καριοφίλι του Αλή Πασά, το οποίο αποτελεί και έργο τέχνης, διεσώθη στο πέρασμα του χρόνου και εκτίθεται σε περίοπτη θέση, στο Μουσείο Αλή Πασά και Επαναστατικής Περιόδου στο Νησί των Ιωαννίνων, που δημιούργησε ο συλλέκτης Φώτης Ραπακούσης. Το όπλο είναι φιλοτεχνημένο περίτεχνα, από χρυσό και ασήμι, δείγμα της παραδοσιακής ηπειρώτικής τέχνης, με φυτική διακόσμηση, ενώ το μήκος του είναι ένα μέτρο και 56 εκατοστά. Το καριοφίλι έχει ταυτότητα. Δίπλα στον μηχανισμό πυροδότησης είναι σκαλισμένα, σε λόγια γραφή «Αλη-Παcια 1804» .

Η χρονολογία, το 1804, που φέρει το καριοφίλι, παραπέμπει σε δύο ιστορικά γεγονότα εκείνης της περιόδου, που πιθανόν να έχουν σχέση με αυτό το όπλο. Το 1804, έχουμε για πρώτη φορά στα Ιωάννινα την άφιξη της αγγλικής διπλωματικής αποστολής, δηλαδή ίδρυση Προξενείου. Υπάρχει λοιπόν ενδεχόμενο να είναι δώρο του Γεωργίου του 1ου της Αγγλίας για να αποκτήσει την εύνοια του Αλή-Πασά. Το δεύτερο ιστορικό γεγονός, την κατάλυση της Σουλιώτικης Συμπολιτείας τον Δεκέμβριο του 1803. Αρχές του επομένου έτος του 1804, ο σουλτάνος Σελίμ ο 3ος, για να επιβραβεύσει τον Αλή-Πασά τον ανακηρύσσει ανώτατο Βεζίρη και Ρούμελη Βαλεσή στην Ευρωπαϊκή Τουρκία, από τη Σόφια μέχρι τη Μάνη. Δεν αποκλείεται, να είναι δώρο του Σουλτάνου παράλληλα με το αξίωμα.

Δείτε ακόμηΗ προετοιμασία του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και οι περιθωριακές ελίτΕλληνοτουρκικά: Ένας «δαίμονας» βασιλιάς της ΜήλουΟ Ερντογάν, οι πειρατές και ο Ιούλιος ΒερνΟ αθυρόστομος «γιος της καλογριάς»Δύο ερωτήματα διακοσίων ετώνΟ ρόλος της εκπαίδευσης στον Απελευθερωτικό ΑγώναΗ άνοδος και η πτώση της Φιλικής Εταιρείας στα ελληνικά πράγματαΜπουμπουλίνα, η αμαζόνα του Αγώνα της Ανεξαρτησίας
Keywords
Τυχαία Θέματα