Μια νύχτα του χειμώνα – Το μυθιστόρημα μιας παιδικής συνομωσίας κατά Στάλιν

Εκείνο το πρωινό της 24ης Ιουνίου του 1945, λίγο μετά την παρέλαση Νίκης του Κόκκινου Στρατού στην πλατεία της Μόσχας ενώπιον του θριαμβευτή Στάλιν, οι Μοσχοβίτες ξεχύνονταν χαρούμενοι στους δρόμους πίνοντας και τραγουδώντας, καθώς είχαν εξολοθρεύσει το ναζιστικό τέρας. Λίγα μέτρα από την εξέδρα των επισήμων, σε μια κοντινή γέφυρα, δύο δεκαοχτάχρονα παιδιά - ένα αγόρι και ένα κορίτσι - πέφτουν νεκρά από πυροβολισμό. Φόνος; Αυτοκτονία; Συνωμοσία κατά του κράτους; Προσοχή: Πρόκειται για παιδιά γονιών

της κομματικής ηγεσίας…

Ο συγγραφέας Σάιμον Σίμπαγκ Μοντεφιόρε ξεκινάει το βιβλίο του «Μια νύχτα του χειμώνα», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Λιβάνη σε μετάφραση της Χριστιάννας ΕΛ. Σακελλαροπούλου, με το ερώτημα- γρίφο, για να ξεχυθεί μετά σε ένα αφηγηματικό ιστόρημα 463 σελίδων που αποκαλύπτει το κυνήγι μαγισσών στη Σοβιετική Ένωση κατά την περίοδο του Σταλινισμού.

Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα τα οποία έδωσαν το δικαίωμα στον συγγραφέα να τα παρουσιάσει με λογοτεχνικό τρόπο φωτίζοντας αυτή την εποχή τρόμου. Το θέμα είναι η ιδιωτική ζωή και κυρίως ο έρωτας, εξηγεί ο Μοντεφιόρε, προσθέτοντας ότι αν και τα κεντρικά πρόσωπα του βιβλίου γεννήθηκαν στη φαντασία του, η ιστορία δείχνει την ίντριγκα εντός της ελίτ του Κρεμλίνου με τα διλήμματα του οικογενειακού βίου, τις επιλογές για την πορεία των παιδιών, τις σχέσεις μοιχείας, τις φιλοδοξίες για κομματική καριέρα.

Η πρώτη ύλη για την παραγωγή αυτής της μυθιστορίας ήταν η ανακάλυψη από τη μυστική αστυνομία ενός τετραδίου των νεκρών μαθητών – μεταξύ των οποίων και τα παιδιά του Αναστάς Μικογιάν, μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος- τετραδίου που είχε παιδιάστικα σχέδια για μια κυβέρνηση, γεγονός που προκάλεσε τη υποψία του Στάλιν ότι εξυφαίνεται… αντισοβιετική συνωμοσία. Ο συγγραφέας πήρε συνεντεύξεις από τα παιδιά- θύματα , που του επιβεβαίωσαν τα όσα τράβηξαν τότε, φυλακισμένα επί έξη μήνες μέχρις ότου αναγκάστηκαν να υπογράψουν την ομολογία τους για να εξορισθούν έξη μήνες στην Κεντρική Ασία.

Το βιβλίο αρχίζει με το επίκεντρο του μύθου που είναι το Σχολείο 801 όπου φοιτούν οι γόνοι των της αφρόκρεμας του καθεστώτος οι οποίοι ψάλλουν στις εθνικές- κομματικές εορτές το λαϊκό σοβιετικό τραγούδι: «Ξεχειλίζει απερίγραπτη ευτυχία/ κάθε μας ώρα, σε μελέτη και παιχνίδι/ επειδή ο Μέγας Στάλιν/ είναι ο καλύτερος φίλος των παιδιών/ Αντιλαλήστε χαρωπά τραγούδια/ των τρισευτυχισμένων παιδικών χρόνων που ζούμε/ Ευχαριστίες στον Μέγα Στάλιν/ για τις ευτυχισμένες μέρες μας».

Την πρώτη μέρα του σχολικού έτους στο καλύτερο εκπαιδευτήριο της Μόσχας με τα υψηλά δίδακτρα η ατμόσφαιρα είναι πανηγυρική. Πρώτη καταφθάνει η Ινέσια Κούρμπσκαγια κρατώντας από το χέρι τον γιό της Αντρέι. Από τη μία είναι φοβισμένη γιατί ο άντρας της είχε συλληφθεί το 1938 ως «εχθρός του λαού» και καταδικάστηκε σε 25 χρόνια εξορίας στη Σιβηρία με στέρηση του δικαιώματος αλληλογραφίας, αλλά, από την άλλη, νοιώθει ευτυχισμένη γιατί η διευθύντρια του Σχολείου όχι μόνο έκανε δεκτή την αίτηση του γιού της αλλά θα πλήρωνε εξ ιδίων τα δίδακτρα του παιδιού της. Η διευθύντρια ήταν φανατική κομματική, όμως καταλάβαινε την αδικία των ανθρώπων του συστήματος .

Ιδού λοιπόν οι εκφραστές του συστήματος να προσέρχονται με τις μεγαλοπρεπείς λιμουζίνες, τα βαριεστημένα αλλά καλοντυμένα παιδιά τους, τους βλοσυρούς σωματοφύλακες και τους καθηγητές να σπεύδουν σε υποκλίσεις μπροστά στους στα αστέρια του καθεστώτος: Στρατηγοί, μέλη του Πολίτμπιρο, υπουργοί, παρασημοφορημένοι ήρωες του πολέμου, υψηλοί αξιωματούχοι της φοβερής μυστικής υπηρεσίας, διπλωμάτες. Και βέβαια, η σταρ του κινηματογράφου Σοφία Γκιντεόνοβνα Τσάιτλιν, δημοφιλής σε όλη την επικράτεια από το έργο «Κατιούσα», παντρεμένη με τον ποιητή και σεναριογράφο Κονσταντίν Ρομάσκιν, να βγαίνει από μια Ρολς Ροις κρατώντας την κόρη της Σεραφίμα ενώ ο σοφέρ με πηλίκιο τους άνοιγε την πόρτα. Η νομενκλατούρα με δόξα και τιμές.

Μετά το καθιερωμένο πανηγυρικό λόγο της διευθύντριας στο διάλλειμα οι διαφορές φάνηκαν στο φαγητό των παιδιών. Ο Αντρέι ικανοποιήθηκε με ένα ψωμί και τουρσί. Οι συμμαθητές και συμμαθήτριές τους απόλαυσαν δυσεύρετο ψάρι, μοσχάρι και τυριά. Παρ όλα αυτά, εκείνος επέστρεψε στο φτωχικό του διαμέρισμα ευχαριστημένος που έγινε δεκτός σε ένα προνομιούχο χώρο και ασπάζεται τη μητέρα του που επαναλαμβάνει για χιλιοστή φορά τη συμβουλή της: «Μη λες ποτέ τη γνώμη σου- Κάνε φίλους παντού». Πράγματι, σύντομα έκανε φίλους και έγινε μέλος μιας μυστικής λέσχης μαθητών που θαύμαζαν τον μεγάλο ποιητή Πούσκιν οργανώνοντας τελετές μονομαχίας αφού πρώτα διάβαζαν από ένα τετράδιο τον όρκο: «Ασφυκτιούμε σε έναν υποκριτικό κόσμο επιστήμης και σχεδιασμού, τον οποίο κυβερνά η άψυχη μηχανή της Ιστορίας. Ζούμε για τον έρωτα και τον ρομαντισμό. Αν δεν μπορούμε να ζήσουμε για τον έρωτα, επιλέγουμε τον θάνατο, παίζοντας το Παιχνίδι».

Ο Αντρέι προβληματίσθηκε: «Επιστήμη και σχεδιασμός» ήταν το Κομμουνιστικό Κόμμα. «Άψυχη μηχανή της Ιστορίας» ο κομμουνισμός. «Έρωτας και ρομαντισμός» ο αστικός συναισθηματισμός.

Από κει και πέρα, ήταν μοιραίο το παιχνίδι να φέρει το θάνατο. Σε μια τελετή κάτω από τη γέφυρα Μπολσόι Κάμερι το πιστόλι εκπυρσοκρότησε άκαιρα σκοτώνοντας τον μαθητή Νικολάσα Μπλαγκόφ, γιο επιφανούς πρεσβευτή και τη μαθήτρια Ρόζα Σάκο, κόρη του διοικητή της Πολεμικής Αεροπορίας επί των ημερών του οποίου έπεφταν τα αεροπλάνα για άγνωστο λόγο. Τα ανακριτικά γραφεία της μυστικής αστυνομίας γεμίζουν με τους ύποπτους και οι ασφαλίτες βάζουν όλη τους την «τέχνη» αναγκάζοντας τα παιδιά να καταθέσουν εναντίον των γονιών τους, αφού των ερευνών ηγείται προσωπικά ο αρχηγός του κόμματος και του κράτους, στρατάρχης Στάλιν. Άλλωστε, το Σχολείο το γνώριζε καλά, γιατί εκεί φοίτησαν και τα παιδιά του η Σβετλάνα και ο Βασίλι που ήταν πιλότος και έψαχνε το γιατί χαλούσαν τα αεροπλάνα της υπερήφανης σοβιετικής μηχανής .

Keywords
Τυχαία Θέματα